Επιστρέφουν στις αγορές Πειραιώς και Εθνική
Πώς μέσα σε λίγους μήνες αντιστράφηκε το αρνητικό κλίμα για τον κλάδο – Από τον κίνδυνο μιας τέταρτης ανακεφαλαιοποίησης στην επιτυχή έκδοση ομολόγου Tier 2, την πρώτη του είδους από το 2008
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Φθινόπωρο 2018. Λίγες εβδομάδες μετά την «καθαρή» έξοδο από το Μνημόνιο και μόλις πέντε μήνες από την επιτυχία των ελληνικών τραπεζών στα πανευρωπαϊκά stress tests, στα ανώτερα διοικητικά τους κλιμάκια έχει σημάνει συναγερμός. Εν μέσω διεθνούς και εγχώριας πολιτικοοικονομικής αστάθειας, ένα τηλεγράφημα ξένου ειδησεογραφικού πρακτορείου είναι αρκετό για να προκαλέσει πανικό.
Η είδηση ότι η Τράπεζα Πειραιώς δεν μπορεί να προχωρήσει λόγω υψηλού κόστους στην έκδοση ομολόγου μειωμένης εξασφάλισης, στη βάση των δεσμεύσεών της έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προκαλεί κύμα ρευστοποιήσεων στις μετοχές του κλάδου. Τι κι αν είναι γνωστό πως υπάρχει χρόνος για τη συναλλαγή, ενώ δεν έχει αλλάξει κάτι ως προς τις μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το ξεπούλημα στο Χρηματιστήριο αποτυπώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο την αποστροφή των επενδυτών σε καθετί ελληνικό.
Πυροσβεστική παρέμβαση
Πηγή του κακού τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία, παρά τη βελτίωση που έχει καταγραφεί, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα αυξάνοντας τον κίνδυνο για μια νέα αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση. Με την πλήρη απελευθέρωση των αναλήψεων μετρητών στο εσωτερικό της χώρας από την 1.10.2018, οι τραπεζίτες τρέμουν στο ενδεχόμενο ενός ατυχήματος σε περίπτωση που οι καταθέτες φοβηθούν και αρχίσουν ξανά, ύστερα από τρία χρόνια, τις μαζικές αναλήψεις.
Πρόκειται για συνθήκες ικανές να απειλήσουν ξανά την ευστάθεια του κλάδου στα χρόνια της κρίσης, σε μια περίοδο ωστόσο που δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι από τα πακέτα στήριξης για τη διάσωση των καταθέσεων, καθώς το Μνημόνιο έχει λήξει.
Η αντίδραση της κυβέρνησης και των εποπτικών αρχών είναι άμεση. Το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεργασία με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), παρουσιάζει ένα πλάνο κρατικών εγγυήσεων που θα βοηθήσουν τις τράπεζες να εξυγιάνουν ταχύτερα τους ισολογισμούς τους.
Την ίδια στιγμή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας επιχειρεί να καθησυχάσει τους αποταμιευτές, υπογραμμίζοντας την επάρκεια των συστημικών ομίλων σε κεφάλαια. Παράλληλα, παρουσιάζει σχέδιο μεταφοράς των μισών περίπου προβληματικών δανείων (40 δισ. ευρώ) σε όχημα ειδικού σκοπού, με ταυτόχρονη επιδότηση του εγχειρήματος με τον αναβαλλόμενο φόρο. Από την πλευρά της, η ΕΚΤ δίνει περισσότερο χρόνο στην Πειραιώς να προχωρήσει στην απαιτούμενη έκδοση ομολόγου, αντιλαμβανόμενη το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει στη δεδομένη συγκυρία αγορά.
Οι πυροσβεστικές παρεμβάσεις ηρεμούν τα πνεύματα. Ωστόσο, η ζημιά που συντελείται στις αποτιμήσεις των τραπεζών είναι άνευ προηγουμένου. Μέσα σε διάστημα τρεισήμισι μηνών οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι χάνουν το 35% της κεφαλαιοποίησής τους, η οποία υποχωρεί κάτω από τα 4 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με αναλυτές, η ένταση της πίεσης προεξοφλεί νέες αυξήσεις κεφαλαίου που θα μπορούσαν να αφανίσουν ξανά τους παλαιούς μετόχους. Το κλίμα βαραίνει περισσότερο από το σκάνδαλο της Folli Follie, που εκθέτει το ελληνικό επιχειρείν, καθώς αποδεικνύεται πως ένα από τα πιο επιτυχημένα business stories της χώρας είναι «φούσκα».
Από τις αρχές του 2019 ωστόσο το κλίμα αλλάζει. Το υπουργείο Οικονομικών επιτυγχάνει έξοδο στις αγορές και υπερκαλύπτει τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2018, στέλνοντας μήνυμα δημοσιονομικής σταθερότητας στο εξωτερικό. Οι τράπεζες κάνουν γνωστούς τους επιθετικότερους σχεδιασμούς για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ενώ η Eurobank προχωρεί με ταχύτητα το σχέδιό της για μονοψήφια ποσοστά καθυστερήσεων έως και το 2021, με τη στήριξη του βασικού της μετόχου, ο οποίος εισφέρει σε είδος μέσω της Grivalia φρέσκα κεφάλαια 900 εκατ. ευρώ περίπου.
Προοπτικές
Οι επενδυτές αρχίζουν να αναγνωρίζουν τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας, λόγω της υποτίμησης που έχει συντελεστεί σε όλες τις αξίες, ενώ διαβλέπουν την επερχόμενη πολιτική αλλαγή, η οποία επιβεβαιώθηκε τον περασμένο μήνα από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ως μοναδική ευκαιρία βελτίωσης της εμπιστοσύνης, αλλά και ως αφετηρία ενός ενάρετου κύκλου για την εγχώρια αγορά.
Η άμεση προσφυγή σε εθνικές κάλπες πυροδοτεί ράλι σε μετοχές και ομόλογα. Η απόδοση του 10ετούς τίτλου του Δημοσίου υποχωρεί σε ιστορικά χαμηλά, κάτω από το 3%, διευκολύνοντας την πλήρη επανασύνδεση με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ οι τραπεζικές μετοχές υπερδιπλασιάζουν μεσοσταθμικά τη χρηματιστηριακή τους αξία από τα χαμηλά του Ιανουαρίου.
Η έξοδος
Η επιστροφή των διεθνών επενδυτικών χαρτοφυλακίων είναι γεγονός. Την αντιστροφή του κλίματος επιβεβαιώνει η έξοδος της Τράπεζας Πειραιώς στις αγορές την περασμένη εβδομάδα. Ο ελληνικός όμιλος, που μέχρι και πριν από λίγους μήνες δεν μπορούσε να βρει κεφάλαια με κόστος χαμηλότερο του 12%-13%, αντλεί 400 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 9,75%, προσελκύοντας περισσότερους από 130 επενδυτές, οι οποίοι του προσφέρουν 850 εκατ. ευρώ περίπου.
Με τον τρόπο αυτόν ολοκληρώνει το πλάνο μετασχηματισμού και κεφαλαιακής ενίσχυσης, γεγονός που σε συνδυασμό με το deal με τον σουηδικό όμιλο Intrum, ο οποίος θα αποκτήσει το 80% της μονάδας «κόκκινων» δανείων, αλλά και την αποκλειστική διαχείριση του συνόλου των επισφαλειών της τράπεζας, ύψους 27 δισ. ευρώ σήμερα, διευκολύνει την εκτέλεση του επιχειρησιακού του σχεδιασμού.
Μπορεί το ετήσιο κόστος της νέας έκδοσης να ανέρχεται σε 40 εκατ. ευρώ, διαμορφώνοντας τα συνολικά έξοδα για τόκους ομολογιακών εκδόσεων στα 200 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο, ωστόσο η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς κερδίζει χρόνο, αυξάνει τους δείκτες κεφαλαιακής της επάρκειας και προσδοκά σε επιτάχυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, η οποία θα της επιτρέψει να πετύχει τον στόχο μείωσης των «κόκκινων» δανείων κάτω από το 20% έως το 2021.
Σύμφωνα με πληροφορίες, αντίστοιχη ομολογιακή έκδοση του ίδιου ύψους περίπου ετοιμάζουν Εθνική και Alpha Bank, με την πρώτη να επιταχύνει τη διαδικασία, χωρίς να αποκλείεται το άνοιγμα βιβλίου μέσα στο καλοκαίρι και τη δεύτερη να ακολουθεί. Το επιτόκιο που εκτιμάται ότι θα πετύχουν οι δύο τράπεζες θα είναι καλύτερο από αυτό της Πειραιώς, λόγω των χαμηλότερων δεικτών καθυστερήσεων και της υψηλότερης κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ωστόσο, αναλυτές θεωρούν ότι πολύ δύσκολα θα πέσει κάτω από το 8%, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων τίτλων.
Επενδύσεις 1 δισ. ευρώ κόντρα στον ψηφιακό κυκλώνα
Προ των πυλών ενός τεχνολογικού κυκλώνα βρίσκεται ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος, καθώς αυξάνεται ολοένα και περισσότερο ο ανταγωνισμός από νέα ψηφιακά ιδρύματα που επιχειρούν να αποσπάσουν μερίδια αγοράς τόσο στον τομέα των πληρωμών, όσο και σε αυτόν των παραδοσιακών προϊόντων καταθέσεων και δανείων.
Μιλώντας σε ημερίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Grant Thorton Νικόλαος Καραμούζης υπογράμμισε πως «σε πρόσφατο άρθρο του το περιοδικό «Economist» ανέφερε ότι ένας από τους λίγους κλάδους που έχει ακόμα μείνει σχετικά αλώβητος από την ψηφιακή τεχνολογική επανάσταση είναι ο τραπεζικός, αλλά η ώρα της κρίσεως και της αμφισβήτησης πλησιάζει».
Οπως εξήγησε, «οι χρηματοπιστωτικές τεχνολογικές καινοτομίες, κυρίως η ψηφιοποίηση, η εκθετική αύξηση της υπολογιστικής δύναμης των μηχανών αναζήτησης, το blockchain, το cloud computing, το Ιnternet of things, το quantum computing, τα biometrics, η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και η αυτοματοποίηση, το e-commerce, το B2B και B2C και τα big data analytics δημιουργούν νέα δεδομένα, προκλήσεις και κινδύνους για τον χρηματοπιστωτικό χώρο».
Αναβάθμιση
δικτύων και υποδομών
Στο πλαίσιο αυτό, εκτίμησε ότι για να παραμείνουν ανταγωνιστικές οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα χρειαστεί να επενδύσουν 900 εκατ. με 1 δισ. ευρώ στην ψηφιακή αναβάθμιση δικτύων και υποδομών την επόμενη τριετία.
Αναφερόμενος στο θέμα, ο πρόεδρος της Lyktos Group Μιχάλης Σάλλας σημείωσε ότι «η γρήγορη ανάπτυξη της τεχνολογίας και η εφαρμογή της στην τραπεζική αγορά θα μεταβάλει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο τραπεζικά προϊόντα προωθούνται και πωλούνται, δημιουργώντας μια ανακατανομή στην πελατεία του τραπεζικού συστήματος».
Ο κ. Σάλλας υποστήριξε ότι σε αυτή τη συγκυρία δίπλα από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αναπτύσσεται ένα νέο ηλεκτρονικό βασίλειο πληρωμών και συναλλαγών με πολύ λιγότερη γραφειοκρατία, ταχύτερους χρόνους διεκπεραίωσης και προφανώς χαμηλό κόστος.
Και κατέληξε τονίζοντας πως «αν ο δρόμος για το πιστωτικό σύστημα της χώρας δεν είναι τεχνολογικά σύγχρονος και αναπτυξιακός, θα είναι παρακμιακός και σε αυτή την παρακμή οι τράπεζες θα παρασύρουν ολόκληρο το οικοδόμημα, την εθνική οικονομία».

