Επανάσταση και «εκκλησιαστικά περιβάλλοντα»
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η ορμητική εμφάνιση της επιδημίας της Covid-19 και η ραγδαία εξάπλωσή της σε πανδημία ήταν πλήγμα για τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση, οι εκδηλώσεις του οποίου προετοιμάζονταν πυρετωδώς από τους δύο κύριους οργανωτές τους. Η αντιμετώπιση της πανδημίας οδήγησε στη ματαίωση όχι λίγων από τις προγραμματισμένες εκδηλώσεις και στην παραπομπή των υπόλοιπων στο Διαδίκτυο. Παρέμεινε, βέβαια, αδιατάρακτη – πράγμα αναμενόμενο – η συνέχιση της εμφύλιας σύγκρουσης πολιτισμών που διεξάγεται εδώ και τρεις δεκαετίες στα χαρτώα και τα ηλεκτρονικά μας εδάφη. Αναφέρομαι στον πόλεμο μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων της ελληνικής ουσιοκρατικής ιστοριογραφίας: στη σύγκρουση μεταξύ των φονταμενταλιστών της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού (δηλαδή της αδιάρρηκτης ανά τους αιώνες ελληνικής αυτοσυνειδησίας), από τη μία, και των «μεταφυσικών» της μεταμοντέρνας – ως επί το πλείστον – ιστοριογραφίας, από την άλλη, για τους οποίους δεν υπάρχει (νεο)ελληνικό έθνος πριν από το 1800 παρά μόνο «πολιτισμική κοινότητα». Αν τους πρώτους χαρακτηρίζει η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, οι δεύτεροι διαπνέονται από το θεωριακό τους (ιδεοκρατικό και αυτό) υπερπέραν. Τα ιδεώδη και των δύο, φαινομενικώς αντίθετα, είναι ομοούσια, ανάλογοι και οι μύθοι τους. Ομως, ενώ για τους μύθους των πρώτων έχουν γραφεί πολλά, λίγα έχουν γραφεί για τους μύθους των δεύτερων, και ελάχιστα για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί αντιδρούν όταν οι μύθοι τους ελέγχονται.
Ενα από τα εύφορα πεδία παραγωγής μύθων – και για τις δύο αντίπαλες πλευρές – είναι εκείνο των θέσεων της υπό οθωμανική εξουσία Ορθόδοξης Εκκλησίας ως προς τα διδάγματα του Διαφωτισμού και ως προς το ενδεχόμενο μιας ελληνικής εξέγερσης. Το γεγονός ότι το Πατριαρχείο καταδίκαζε τις νέες ιδέες και ότι ο Γρηγόριος Ε΄ αποκήρυξε επίσημα την Επανάσταση (ως εάν μπορούσε να κάνει διαφορετικά), πράξη που δεν εμπόδισε τον απαγχονισμό του, οδήγησε σε διατυπώσεις όπως η ακόλουθη:
«Η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης ήταν απλώς έξω από κάθε δυνατότητα σκέψης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Ηταν δηλαδή αδιανόητη» («Το Βήμα», 25-3-2007).
Η ικανότητα να εισδύει στον νου των ανθρώπων των παλαιότερων εποχών και να ανιχνεύει τις σκέψεις τους (ή την απουσία σκέψεων) σύμφωνα με τις επιταγές του θεωριακού δόγματός του είναι ένα κύριο χαρακτηριστικό του θεωριοκρατούμενου ιστορικού. Παραθέτω ένα ακόμη δείγμα αυτής της ικανότητάς του:
«Κανείς δεν διανοήθηκε να γράψει ιστορία του ελληνικού έθνους πριν από τη συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους» («Το Βήμα», 6-3-2005).
Ενα άλλο χαρακτηριστικό του θεωριοκρατούμενου ιστορικού (χρησιμοποιώ το επίθετο θεωριακός για τις κακές χρήσεις της θεωρίας) είναι ότι απαξιοί να απαντήσει όταν οι βεβαιότητές του ελέγχονται ως λανθασμένες (όταν – σπανίως – απαντά, απαντά παραπλανητικά παραποιώντας στοιχεία του ζητουμένου). Λ.χ. σε σχολιασμό τού εν λόγω χωρίου αποδείχτηκε, με συγκεκριμένα ονόματα και βιβλία, ότι «υπάρχουν άνθρωποι που όχι μόνο διανοήθηκαν αλλά και έγραψαν» τέτοια ιστορία του ελληνικού έθνους, όπως υπάρχουν και «άνθρωποι που [απλώς] διανοήθηκαν να γράψουν, και άνθρωποι που είναι πιθανότερο να διανοήθηκαν παρά να μη διανοήθηκαν» (The Athens Review of Books, Οκτώβριος 2015). Ο συγγραφέας του χωρίου («καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας και της Ιστορίας της Ιστοριογραφίας») έκρινε και αυτόν τον σχολιασμό ανάξιο σχολιασμού.
Αλλά για να επιστρέψουμε στο πρώτο από τα δύο χωρία που παρέθεσα. Τι εννοεί ο ιστορικός μας με τη φράση «εκκλησιαστικά περιβάλλοντα»; Σε ποια χρονική περίοδο τα τοποθετεί και ποιοι τα απαρτίζουν; Ως προς το πρώτο, αναφέρει γενικά τη μετά την Αλωση διάδοση χρησμολογιών και «αποκαλυπτικών» κειμένων: «της προφητείας, που δεν μίλαγε για εθνική απελευθέρωση αλλά για τη συντέλεια του κόσμου», αφού, όπως γράφει, «η έννοια «έθνος» για να συνειδητοποιηθεί απαιτούσε ένα άλλο, πολύ διαφορετικό μοντέλο ιστορικής συνείδησης από το αποκαλυπτικό, τα πρώτα αδέξια βήματα του οποίου εντοπίζονται στα 50 χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης». Ως προς το δεύτερο, η διατύπωση της φράσης του δίνει το δικαίωμα στον αναγνώστη της να σκεφτεί ότι αναφέρεται σε απαξάπαντα τον κλήρο και τον περίγυρό του (άλλωστε οι απλουστευτικές γενικεύσεις – τα μοντέλα – αποτελούν προϋπόθεση των θεωριακών σχημάτων).
Δεν θέλω να πω ότι στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα (όπως και αν ορίζονταν αυτά) κατά το μεγάλο χρονικό διάστημα που ο ιστορικός μας ονομάζει «αποκαλυπτικό» η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης δεν ήταν αδιανόητη. Ηταν για πολλούς. Αλλά και για πολλούς ήταν διανοήσιμη, και για όχι λίγους όχι μόνο διανοούμενη και ποθούμενη, αλλά και αναζητούμενη. Ο ιστορικός μας επαφιέμενος στο θεωριακό του μοντέλο αδυνατεί να αντιληφθεί ότι το περιεχόμενο της «αποκαλυπτικής» πίστης στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα, και όχι μόνο σε αυτά, περιείχε για τους περισσότερους όχι μόνο το θρησκευτικό αλλά και το πολιτικό στοιχείο. Λ.χ. δεν διστάζει να περιλάβει τις εξεγέρσεις του επισκόπου Φαναρίου Θεσσαλίας Διονυσίου του Σκυλοσόφου (1600, 1611) στις «αποκαλυπτικές/εσχατολογικές αντιλήψεις», κι ας ζητούσε ο Διονύσιος στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση. «Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας», γράφει ο Σβορώνος, «η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα που υποκινούνται από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά και συμμετέχει ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει» (Το ελληνικό έθνος, σ. 85). Και μετά τους πρώτους αιώνες: «Η παλαιά χρησμολογία συνεχιζόταν ακατάπαυτα στην τουρκοπατημένη Ελλάδα και καλλιεργούσε το πνεύμα και τις ελπίδες για την ελευθερία» (Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 9η έκδοση, σ. 160).
Είναι τόσοι οι κληρικοί (από Πατριάρχες έως απλοί ιερείς) των μετά το 1453 ως την εμφάνιση του Διαφωτισμού αιώνων, για τους οποίους «η έννοια της εθνικής απελευθέρωσης» δεν «ήταν αδιανόητη», ώστε η απλή απαρίθμηση μερικών από αυτούς θα απαιτούσε μιαν ακόμη επιφυλλίδα.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι
ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας
και Κριτικής της Λογοτεχνίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

