Επάγγελμα: Δοκιμάστριατου Φύρερ
μυθιστόρημα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μέχρι την ηλικία των 95 ετών η Μάργκοτ Βολκ έζησε ως μια συνηθισμένη Γερμανίδα της εποχής της. Ανήκε στη γενιά που βίωσε στα νιάτα της τη ναζιστική δικτατορία, επιβίωσε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είχε έναν μακρό βίο μετά από αυτόν. Τον Δεκέμβριο του 2012, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό της, μίλησε στην «Berliner Zeitung» για κάτι που ως τότε δεν είχε αποκαλύψει ποτέ: μεταξύ 1942 και 1944, όταν είχε καταφύγει στους γονείς του συζύγου της στο χωριουδάκι Γκρος-Παρτς της Ανατολικής Πρωσίας προκειμένου να γλιτώσει από τις αεροπορικές επιδρομές των Συμμάχων στο Βερολίνο, είχε εξαναγκαστεί από τις Αρχές, όπως και άλλες 14 νεαρές γυναίκες της περιοχής, να δίνει καθημερινά το παρών στο κοντινό στρατόπεδο του Κράουζεντορφ. Εκεί, μερικά χιλιόμετρα μόλις από τη «Βόλφσαντσε», το καταφύγιο-κατοικία του Φύρερ σε εκείνη τη φάση του πολέμου, η Μάργκοτ έγινε μία από τις δοκιμάστριες του Χίτλερ, αυτή που θα έτρωγε πριν από εκείνον κάθε φαγητό – μια ανθρώπινη ασπίδα ενάντια σε πιθανή απόπειρα δηλητηρίασής του. Τα γεύματα ήταν πάντοτε χορτοφαγικά, εξαίρετα μαγειρεμένα, έλεγε σε συνέντευξή της στο γερμανικό τηλεοπτικό κανάλι RBB το 2014, και οι γυναίκες που τα δοκίμαζαν έκλαιγαν κάθε φορά που η διαδικασία ολοκληρωνόταν, έχοντας επίγνωση ότι επέζησαν από μία ακόμα αναμέτρηση με τον θάνατο. Αναπλάθοντας την ανθρώπινη αυτή ιστορία με το πολυβραβευμένο στην Ιταλία μυθιστόρημα Στο τραπέζι του λύκου η ιταλίδα συγγραφέας Ροζέλα Ποστορίνο συμπυκνώνει την εμπειρία του ναζισμού. Οι βασικοί πυλώνες της αφήγησης της συγγραφέως ακολουθούν τη ζωή της Βολκ. Αντί 200 μάρκων τον μήνα η Ρόζα Ζάουερ υποχρεώνεται να συμμετάσχει σε ένα είδος ρώσικης ρουλέτας: ενώ η έλλειψη τροφίμων και η πείνα θερίζουν την εμπόλεμη Γερμανία, η ίδια απολαμβάνει σούπες με σιμιγδάλι, πατέ με σπαράγγια, λαχταριστές τάρτες, με κίνδυνο να βρεθεί δηλητηριασμένη. Οι γυναίκες κλαίνε συχνά έπειτα από κάθε γεύμα προτού τελικά εφησυχάσουν. «Ασφαλώς και είχα συνηθίσει να πληρώνομαι για να φάω» σχολιάζει κάποια στιγμή η Ρόζα. «Μπορεί να φαινόταν ένα προνόμιο, ήταν μια δουλειά όπως κάθε άλλη». Η «δουλειά» έχει οπωσδήποτε απρόοπτα: τις απειλές, αλλά και το φλερτ των Ες-Ες που επιβλέπουν τα γεύματα, μια περίπτωση τροφικής δηλητηρίασης που προξενεί πανικό σε φύλακες και θύματα, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη μιας κοπέλας. Η «Βολφσάντσε», ένα από τα πολλά αρχηγεία του Χίτλερ στη διάρκεια του πολέμου, συνιστά μικρόκοσμο της ναζιστικής δικτατορίας με τις δοκιμάστριες, τελευταίους κρίκους της ιεραρχικής αλυσίδας, να υφίστανται τις ταπεινές ίντριγκες του προσωπικού – αλλά και να εξυφαίνουν δικές τους προκειμένου να κλέψουν, να ξεγελάσουν, να κερδίσουν τα ελάχιστα. Διαβιούν υπό ασφυκτική επιτήρηση, η οποία εντείνεται μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944, όταν και οι τελευταίοι γνωστοί της οικογένειας του συζύγου της Ρόζας (η βαρόνη που έχει προσλάβει τον πεθερό της ως κηπουρό) σαρώνονται από την περιοχή ως ύποπτοι. Πάνω από όλους πλανάται η φασματική παρουσία του «λύκου», κωδικού ονόματος του Χίτλερ, ποτέ παρόντος, πάντοτε κάπου στο παρασκήνιο, με τις φήμες για τις συνήθειες, τις θελήσεις, τις επιθυμίες του να ορίζουν την καθημερινότητα.
Με έντεχνο τρόπο η Ποστορίνο σχεδιάζει μια ιστορία όπου προσωπικό και συλλογικό πεπρωμένο διαπλέκονται. Η Ρόζα είναι κόρη αντιναζιστή πατέρα, ο οποίος προειδοποιείται να μην εκτίθεται. Ο Γκρέγκορ, ο σύζυγός της, αγνοείται στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου οι Γερμανοί, αφού εξόντωσαν εκατομμύρια Ρώσους ως το 1943, αφανίζονται τώρα σε αντίστοιχους αριθμούς. Η ίδια και οι συντρόφισσές της βρίσκονται υπό την κυριαρχία των Ες-Ες, κυριαρχία πρωτίστως σωματική: ο ξυλοδαρμός των γυναικών που αντιδρούν επιβεβαιώνει την εξουσία της ολοκληρωτικής βίας. Υπάρχει όμως και το ειδύλλιο που συνάπτει η Ρόζα με τον Τσίγκλερ, υπολοχαγό των Ες-Ες, μια σεξουαλική σχέση πλήρης ενοχών για την προδοσία της μνήμης του συζύγου της όσο και του ασύλου που της προσφέρουν οι γονείς του. Ωστόσο, υπάρχει και ο υπαινιγμός της επιβολής: η παρουσία ενός ενστόλου κάθε βράδυ έξω από τα παράθυρα δεν είναι απλή υπόμνηση ρομαντικής αγάπης αλλά και καταναγκαστική υπενθύμιση της ισχύος του.
Αυτή η σχέση αποδεικνύεται παραδειγματική και μιας σειράς μοτίβων που η Ποστορίνο ενσωματώνει στο κείμενο. Η αταίριαστη, κρυφή από όλους, συνεύρεση του Ες-Ες με τη δοκιμάστρια του Χίτλερ υποδεικνύει την παραδοξότητα των ανθρώπινων αντιδράσεων σε ακραίες στιγμές, όταν ο φόβος του θανάτου είναι πανταχού παρών. Ο ανορθολογισμός της τυφλής ναζιστικής πίστης στην αρχηγική αυθεντία αποδίδεται με την εντομοκτονία στη «Βολφσάντσε», η οποία κατά λάθος εξοντώνει και τα βατράχια της περιοχής: όμως «ο Χίτλερ δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς το στριγκό τους τραγούδι κι έτσι έστειλε μια αποστολή να αναζητήσει βατράχια σε όλο το δάσος». Υπάρχει επίσης, ακόμα κι εδώ (πώς θα μπορούσε να λείπει άλλωστε από τον στενό περίγυρο του Φύρερ;) η μανιακή ενασχόληση με το κυνήγι Εβραίων. Οταν ο Τσίγκλερ ανακαλύπτει την πραγματική ταυτότητα μιας δοκιμάστριας, της Ελφρίντε, το σχόλιό του προς τη Ρόζα που τον ικετεύει να τη βοηθήσει είναι: «Γιατί θα έπρεπε να βοηθήσω μια παράνομη Εβραία που μας δουλεύει ψιλό γαζί; Εμεινε κρυμμένη όλον αυτόν τον καιρό, άλλαξε ταυτότητα, έφαγε το φαγητό μας, κοιμήθηκε στα κρεβάτια μας, νόμισε πως μπορεί να μας ξεγελάσει! Κι όμως, όχι: έκανε λάθος».
Η γνώση
του Ολοκαυτώματος
Μέσω του Τσίγκλερ και πάλι, η Ρόζα περνά ξυστά από την επίγνωση της Τελικής Λύσης. Μέλος εκείνος των Einsatzgruppen, των ομάδων εξόντωσης που εκτέλεσαν περίπου 1,5 εκατομμύριo Εβραίους στη Σοβιετική Ενωση την περίοδο 1941-1942, προτού ξεκινήσει η συστηματική εξόντωση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, της λέει όσα ακριβώς χρειάζεται για να κάνει εκείνη την ερώτηση που θα αποσαφηνίσει μπροστά της το Ολοκαύτωμα. Δεν την κάνει, όπως πλήθος Γερμανών για τους οποίους η γνώση του εγκλήματος που συντελείται βρίσκεται κάπου στην περιφέρεια της όρασης, στο πίσω μέρος του μυαλού, σε ευφημισμούς της ναζιστικής ορολογίας. Ο Τσίγκλερ, με τη σειρά του, ανήκει στους δολοφόνους που δεν εξοικειώνονται πλήρως με τη φρίκη, εξ ου και ζητεί τη μετάθεση που τον φέρνει στο «τραπέζι του λύκου». Η διάσωση της Ρόζας, την οποία στέλνει λαθραία στο Βερολίνο με το τρένο του Χίτλερ, όταν η συνοδεία του τελευταίου εγκαταλείπει την περιοχή λίγο προτού φθάσει ο Κόκκινος Στρατός, επιβεβαιώνει το αμφιλεγόμενό του ως χαρακτήρα.
Το βιβλίο της Ροζέλα Ποστορίνο, μιας 41χρονης Ιταλίδας με τρία προηγούμενα στο ενεργητικό της, κέρδισε αρκετές λογοτεχνικές διακρίσεις το 2018: τα βραβεία Καμπιέλο, Λουίτζι Ρούσο, Ραπάλο και Λούτσιο Μαστρονάρντι. Το ίδιος έτος δήλωνε στη δημοσιογράφο Μαργκερίτα Βιζεντίνι ότι στόχος της ήταν η αποτύπωση της σχέσης θύτη – θύματος, της εφιαλτικής καταπίεσης των δοκιμαστριών και του παράδοξου ότι αυτό που τις κρατά στη ζωή ταυτόχρονα μπορεί και να τις θανατώσει. Από την αφήγηση της Μάργκοτ Βολκ, η οποία δεν υπήρξε ποτέ λεπτομερής (μια τηλεοπτική συνέντευξη μισής ώρας και ορισμένες συνεντεύξεις στον Τύπο), η συγγραφέας ανάγεται στον προβληματισμό για την ανθρώπινη κατάσταση και το ένστικτο της επιβίωσης. Πράγματι, η αφήγησή της επιτυγχάνει να αποδώσει τη σημασία των σημείων αυτών και ακόμα περισσότερο, ίσως, την καθημερινότητα του διαρκούς ελέγχου σε έναν κλειστό, στην ουσία, στενό και επιτηρούμενο διαρκώς τόπο όπου οι ανθρώπινες ανάγκες γίνονται αντικείμενο εξαγοράς και οι θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες αμφισβητούνται.

