Ενας σπουδαίος Ελληνας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μια ολόκληρη εποχή, την οποία είχε σφραγίσει με το όνομά του, έφυγε με τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη πριν από δέκα χρόνια. Υπήρξε ο τελευταίος από την παλιά γενιά των εκδοτών που πίστευαν στο λειτούργημα του δημοσιογράφου και το ασκούσαν από τη θέση του εκδότη. Διότι σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τους σημερινούς εκδότες, ο Λαμπράκης υπήρξε ένας λαμπρός δημοσιογράφος που έζησε σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη πολιτική περίοδο στην Ελλάδα, η οποία και του έδωσε την ευκαιρία να αναδείξει τα προσόντα του με σειρά άρθρων, που συνδύαζαν την ακρίβεια των πληροφοριών και τη διεισδυτική ανάλυση, απόσταγμα της γενικότερης και ευρείας έκτασης παιδείας του. Κείμενα που δεν αφορούσαν μόνο την πολιτική και οικονομική κατάσταση, αλλά την τέχνη και την κοινωνία, ακόμη και την αρχαιολογία και τις ανασκαφές των Μυκηνών. Προσανατολισμένα πάντα προς την προοδευτική κατεύθυνση, επηρέαζαν άμεσα τις συχνά εκρηκτικές πολιτικές εξελίξεις της εποχής εκείνης, με αποτέλεσμα τη γνωστή τότε κατηγορία ότι «ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις». Κάτι που φυσικά ουδέποτε αποδείχθηκε.
23 ετών στο τιμόνι
του «Συγκροτήματος»
Γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1934 και ήταν μόλις 23 ετών, σπουδαστής στην Αγγλία, όταν το 1957 πέθανε ο πατέρας του Δημήτριος Λαμπράκης, ιδρυτής των εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα». Επέστρεψε αμέσως στην Αθήνα εγκαταλείποντας τις σπουδές του, αναλαμβάνοντας ένα ιδιαίτερα βαρύ φορτίο, σε μια δύσκολη πολιτικά περίοδο, όπου μεσουρανούσε η δεξιά παράταξη, έπειτα από μια πολύχρονη εμφύλια διαμάχη. Πολλοί τότε έδειξαν να ανησυχούν για το αν ο νεαρός κληρονόμος θα τα κατάφερνε, καθώς μάλιστα είχε να αντιμετωπίσει ένα δυσβάστακτο χρέος της επιχείρησης του πατέρα του, που μπορούσε να οδηγήσει στο κλείσιμο των εφημερίδων. Ηταν τότε που κάθισε για πρώτη φορά στο γραφείο του πατέρα του και ανοίγοντας το συρτάρι διαπίστωσε ότι το «Συγκρότημα» χρωστούσε 6.440 δραχμές (!). Φώναξε τον αρχιλογιστή του και εκείνος για να τον καθησυχάσει του είπε: «Μα έτσι δουλεύουμε». Γεγονός που επέτεινε τον πανικό του.
Μπορεί βέβαια τότε ο Λαμπράκης, διαψεύδοντας όλους όσοι αμφισβητούσαν τις ικανότητές του, να κατάφερε να τα βγάλει πέρα και να μην υποστεί τις δυσάρεστες επιπτώσεις μιας σχεδόν σίγουρης πτώχευσης, δεν μπορούσε όμως να προβλέψει ότι δέκα χρόνια αργότερα θα βρισκόταν στη φυλακή. Ηταν το 1967 που η χούντα των συνταγματαρχών τον συλλαμβάνει, τον φυλακίζει και τον παραπέμπει σε δίκη χωρίς να του απαγγελθεί κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά υποχρεώνεται να τον αφήσει ελεύθερο μερικούς μήνες αργότερα, μετά την έντονη κινητοποίηση και την κατακραυγή ευρωπαίων και αμερικανών προσωπικοτήτων. Γεγονός που αποδεικνύει ότι ήδη από τότε ο Λαμπράκης έχαιρε ιδιαίτερης εκτιμήσεως στους διεθνείς κύκλους, καθώς μάλιστα φρόντιζε πάντα να διατηρεί τις σχέσεις του με σημαίνοντα πρόσωπα, όχι μόνον της πολιτικής και οικονομικής ζωής, αλλά και του καλλιτεχνικού κόσμου, λόγω του γνωστού πάθους του για τη μουσική και την όπερα.
Πάθος με τις εκδόσεις
Ηταν άλλωστε γνωστή η επιμονή του να δημιουργεί, να αναπτύσσει και να καθοδηγεί προγράμματα σε όλο το φάσμα της πολιτικής, της οικονομικής και της πολιτιστικής ζωής της ελληνικής κοινωνίας. Στον εκδοτικό τομέα, σε σύντομο διάστημα κατάφερε να γίνει ο ισχυρότερος εκδότης της χώρας, με αποτέλεσμα όχι μόνον να τον θαυμάζουν οι φίλοι του, αλλά να τον ζηλεύουν και να τον κατηγορούν, με προφανή κακοπιστία, οι αντίπαλοί του.
Κατηγορίες που συνεχίστηκαν με περισσότερη ένταση όταν αργότερα, τη δεκαετία του ’70, ιδρύθηκε ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. Πέρα από «Το Βήμα» και «Τα Νέα», με δική του πρωτοβουλία εμπλούτισε τον εκδοτικό χώρο με δύο πρωτοποριακά έντυπα, την αθλητική «Ομάδα» και τις «Εποχές», όπου οι μεγαλύτερες πνευματικές προσωπικότητες του προοδευτικού χώρου έβαλαν τη σφραγίδα τους συμβάλλοντας στη δημοκρατική πρωτοπορία της μετεμφυλικής Ελλάδας. Εντυπα που ήλθαν να προστεθούν στον «Ταχυδρόμο» και τον «Οικονομικό Ταχυδρόμο». Και όλα αυτά σε μια περίοδο που «Το Βήμα της Κυριακής» είχε πάντα την πρώτη κυκλοφορία και είχε φθάσει να πωλεί πανελληνίως πάνω από 250.000 φύλλα!
Πέρα όμως από την έντυπη δημοσιογραφία και τη δική του πίστη στο επάγγελμα του «γραφιά», ήταν από τους πρώτους που είχαν αντιληφθεί ότι η δημοσιογραφία της παραδοσιακής μορφής είχε αρχίσει να πνέει τα λοίσθια, καθώς παρακολουθούσε συστηματικά τις διεθνείς εξελίξεις γύρω από το θέμα αυτό. Γι’ αυτό στράφηκε προς την ιδιωτική τηλεόραση κα ραδιοφωνία (MEGA και ΤΟΡ FM), ενώ αργότερα επεκτάθηκε και στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία.
Ο Λαμπράκης όμως έγραψε ιστορία όχι μόνον ως ο μεγαλύτερος εκδότης της χώρας, αλλά και ως αυτός που κατόρθωσε να πάρει σάρκα και οστά το μεγάλο του όραμα για τη μουσική παιδεία στην Ελλάδα. Λάτρης και βαθύτατος γνώστης της κλασικής μουσικής και της όπερας, με το γνωστό του πάθος, αλλά και την ισχύ του πετυχημένου εκδότη (και παρά τις κακόβουλες αντιδράσεις για δήθεν καταστροφή του περιβάλλοντος) έχτισε και εγκαινίασε το 1991, έπειτα από μια απίστευτη Οδύσσεια, το Μέγαρο Μουσικής. Ενα λαμπρό επίτευγμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν κάποιος άλλος Ελληνας θα μπορούσε να ολοκληρώσει. Εκπλήρωσε έτσι τον πρωταρχικό στόχο του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής, την προεδρία του οποίου είχε αναλάβει από το 1977, για τη «δημιουργία των καταλλήλων υποδομών, αλλά και την επίτευξη ενός οράματος για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη της μουσικής και της μουσικής παιδείας του τόπου». Ενώ την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και το Ιδρυμα Μελετών Λαμπράκη για τη «διαμόρφωση ενός ανανεωτικού πυρήνα μελετών και σχεδιασμού ανάπτυξης σε τομείς υψηλής προτεραιότητας για την Ελλάδα». Και το σημαντικό είναι ότι πολλές πνευματικές προσωπικότητες στη χώρα στήριξαν την προσπάθεια αυτή, που αναγνωρίστηκε μάλιστα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Αυτό όμως που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι είχε στο μυαλό του πάντα ένα πρωτοποριακό σχέδιο, πέρα από τη μουσική και τη δημοσιογραφία. Τα ενδιαφέροντά του ήταν ευρύτατα, και αυτό το διαπίστωνε κανείς αν τον πλησίαζε και συζητούσε μαζί του, παρά τον γενικότερα κλειστό χαρακτήρα του, καθώς απέφευγε συστηματικά, σε αντίθεση με άλλους, κάθε προσωπική προβολή, προτιμώντας να εργάζεται ουσιαστικά και αθόρυβα.
Είχε δώσει μάχη προκειμένου να αναστηλωθεί το μικρό θέατρο της Επιδαύρου και να διοργανώνονται εκεί κάθε χρόνο παραστάσεις, μαζί με μια πολύ αξιόλογη έκθεση τοπικών αγροτικών προϊόντων. Ενώ με δική του πρωτοβουλία και χρηματοδότηση κάλεσε στην Αθήνα αυστριακούς εμπειρογνώμονες για να συντάξουν μελέτη για την αναδάσωση των βουνών της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας. Η μελέτη παραδόθηκε στο τότε υπουργείο Γεωργίας και έκτοτε παραμένει κλεισμένη σε ένα συρτάρι προς δόξαν του Ελληνικού Δημοσίου.
Αυτός υπήρξε ο Χρήστος Λαμπράκης, ένας μεγάλος Ελληνας, που αν δεν είχε φύγει τόσο νωρίς θα ήταν ίσως διαφορετική τόσο η πορεία του ΔΟΛ όσο και της χώρας.

