Trevanian
Η Λεωφόρος
Μετάφραση Κλαίρη Παπαμιχαήλ
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 437, τιμή 16 ευρώ
Είναι «ο μόνος συγγραφέας βιβλίων τσέπης (που πωλούνται) στα αεροδρόμια ο οποίος μπορεί να παραβληθεί με τον Ζολά, τον Ιαν Φλέμινγκ, τον Πόου και τον Τσόσερ» έγραψαν οι New York Times για τον Ρόντνεϊ Γουίλιαμ Γουαϊτάκερ, που σημαίνει ότι αφενός έχουμε έναν λαϊκό, ας πούμε, συγγραφέα κι αφετέρου ότι τα μυθιστορήματά του ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της λεγόμενης υψηλής λογοτεχνίας.
 Ο Γουαϊτάκερ (1931 – 2005) υπήρξε για χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Οστιν στο Τέξας, έδωσε μόνο μία συνέντευξη στη ζωή του και χρησιμοποίησε πέντε ψευδώνυμα, ένα από τα οποία είναι και το Τρεβάνιαν, με το οποίο εξέδωσε το μυθιστόρημά του Η Λεωφόρος, το διασημότερο μετά το Shibumi, ένα μυθιστόρημα που δεν έχει σε τίποτε να ζηλέψει τα διάσημα έργα του Τζον Λε Καρέ. (Ο εκδότης μάς πληροφορεί ότι ετοιμάζει να το εκδώσει και αυτό.)

Ενας αστυνομικός
«παλαιάς κοπής»

 Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1970, στο Μόντρεαλ του Καναδά, σε μια πολυεθνική περιοχή όπου ζουν μετανάστες από την Ευρώπη (και την Ελλάδα) που μιλούν διάφορες γλώσσες αλλά συνεννοούνται κυρίως στα αγγλικά, όπου οι μικροκαταστηματάρχες συνυπάρχουν με απατεώνες, κλέφτες, πόρνες και μικροαστούς – μια υποκοινωνία, που ωστόσο σφύζει από ζωή.
 Εδώ, στη Λεωφόρο και στα στενά γύρω από αυτήν κινείται ο Λαπουάντ, ένας αστυνομικός παλιάς, τρόπος του λέγειν, σχολής, που αντιπαθεί τη γραφειοκρατία και για δώδεκα ώρες κάθε μέρα περιπολεί στους δρόμους. Αυτή τη δουλειά την κάνει επί τριάντα χρόνια ζώντας μόνος του. Είναι χήρος, αφού η γυναίκα του πέθανε λίγο μετά τον γάμο τους, και ζει με την ανάμνησή της. Η μόνη του «διασκέδαση» είναι να παίζει πινάκλ δύο φορές την εβδομάδα με άλλους τρεις: δύο εβραίους και έναν καθολικό ιερέα.
 Κάποια μέρα (και αυτό το μαθαίνουμε στην αρχή σχεδόν του μυθιστορήματος) ο Λαπουάντ καλείται να εξιχνιάσει τον φόνο ενός ιταλού μετανάστη. Πιο μπροστά ο συγγραφέας φροντίζει να μας «βάλει» στο κάδρο της Λεωφόρου, μέσα στο πλήθος που «γίνεται ένα κουβάρι αδιαπέραστο», όπου τα πρόσωπα είναι «σφιγμένα, ανήσυχα, ανέκφραστα, όλα μισοφωτισμένα απ’ τα φανταχτερά φώτα νέον των εστιατορίων, των μπαρ, των καφέ».

Ενας εξαθλιωμένος
δρόμος

Η Λεωφόρος – κάποτε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γαλλικό και το αγγλικό Μόντρεαλ – δεν είναι απλώς ένας δρόμος αλλά μια ολόκληρη περιοχή. Δρόμος «εξαθλιωμένος και θορυβώδης, με μικρομάγαζα και χαμηλά ενοίκια» – και άρα ιδεώδης ως πρώτη στάση για τα κύματα των μεταναστών που έφταναν στη χώρα. Και τον «ελέγχει» ένας βαθύτατα μοναχικός άνθρωπος, ένας ασυνήθιστος αστυνομικός που οι συνάδελφοί του περιμένουν πώς και πώς να απαλλαγούν από την παρουσία του. Κι ενώ οι μέθοδοι της αστυνομίας αλλάζουν, εκείνος παραμένει ίδιος εφαρμόζοντας τον νόμο με τον δικό του τρόπο σε μια κοινωνία βίας, όπου ο ίδιος παίζει τον ρόλο του προστάτη-αγγέλου και του τιμωρού ταυτοχρόνως.
 Τώρα όμως, εξιχνιάζοντας τον φόνο του ιταλού μετανάστη, έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του, τις πεποιθήσεις του, τη μοναξιά του και τα υπαρξιακά ερωτήματα για το νόημα της ζωής. Ο άνθρωπος που η μοναξιά τού είχε γίνει δεύτερη φύση θα περισυλλέξει και θα πάρει στο σπίτι του μια πόρνη του δρόμου, πολλά χρόνια νεότερή του, όμως καμιά ουσιαστική σχέση μεταξύ τους δεν θα δημιουργηθεί. Είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι, δύο διαφορετικοί κόσμοι που τους χωρίζει πριν απ’ όλα η απόσταση του χρόνου. «Η μικρή δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει. Με το που θα βρει έναν όμορφο Ελληνα να την κεράσει ένα ούζο και να χορέψει μαζί της θα εξαφανιστεί πάλι».
Ο Λαπουάντ στο τέλος αισθάνεται γαλήνιος, άδειος. «Είναι καλύτερα να μη θέλει τίποτα, να μη χρειάζεται τίποτα. Δεν έχει νόημα ν’ ανοίγεις τον εαυτό σου. Θα πονέσεις. Είναι βλακεία, βλακεία».

Ακρίβεια και
έκτακτη οικονομία

Οταν ένας άνθρωπος οδηγείται σε τέτοια συμπεράσματα, αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος γύρω του αδειάζει και φτωχαίνει. Στο μυθιστόρημα αυτό όμως, που το αρχίζεις και δεν θέλεις να το αφήσεις προτού ολοκληρώσεις την ανάγνωσή του, ο κόσμος είναι «γεμάτος». Υπάρχουν τόσοι χαρακτήρες και πρόσωπα που αναρωτιέσαι για το νόημα της ίδιας της ζωής, όπως συμβαίνει σε όλα τα μυθιστορήματα που ξεπερνούν το θέμα τους. Χαρακτήρες που εντυπώνονται στη μνήμη του αναγνώστη και τους ανακαλεί με ένα πικρό αίσθημα, το οποίο απαλύνεται από τα σαρκαστικά σχόλια στην περιγραφή των προσώπων και του περίγυρου που με ακρίβεια, αλλά και έκτακτη οικονομία, μας προσφέρει αυτός ο σπουδαίος αφηγητής.
 Το μυθιστόρημα έχει μεταφραστεί εξαίρετα από την Κλαίρη Παπαμιχαήλ.