Ενας λογοτέχνης στο Βυζάντιο
Τη μετακίνηση της ρητορικής στο ύστερο Βυζάντιο από τα παραδοσιακά πρότυπα προς τη νεωτερική έννοια της λογοτεχνίας εξετάζει μια μελέτη για τον επιδέξιο ρήτορα του ενδέκατου αιώνα Μιχαήλ Ψελλό που μόλις κυκλοφόρησε
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Επαγγελματίας διανοούμενος, ο Μιχαήλ Ψελλός ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα στην κοινωνία της Κωνσταντινούπολης του 11ου αιώνα. Τρίτο παιδί μιας μεσαίας – θα λέγαμε σήμερα – τάξης, γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Πόλης κοντά στη μονή της Θεοτόκου του Ναρσού, στο σχολείο της οποίας απέκτησε τη βασική του εκπαίδευση. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία, τα κλειδιά για την πρόσβαση σε κρατικές θέσεις, και σε ηλικία είκοσι τριών ετών ήταν ήδη γραμματέας στην αυτοκρατορική αυλή. Προστατευόμενος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (1042-1055), θα γίνει προϊστάμενος της αυτοκρατορικής γραμματείας (πρωτασηκρήτις) και θα δρα στη δημόσια σφαίρα ως καθηγητής (φιλόσοφος) και δημόσιος ομιλητής (ρήτωρ). Από τη δράση του αυτή προέκυψαν ομιλίες και ποικίλα κείμενα, εγκώμια για τον αυτοκράτορα, ποιήματα θρησκευτικής εκπαίδευσης και πλήθος διδακτικών κειμένων για τους μαθητές του που συνέρρεαν από τη Δύση και από την Ανατολή, Κέλτες και Αραβες, Αιγύπτιοι και Βαβυλώνιοι, και στους οποίους δίδασκε τα πάντα. Τιμώντας τον ο Μονομάχος θα του απονείμει τον τίτλο του ύπατου των φιλοσόφων, αναγνωρίζοντάς τον ως τον κορυφαίο ανάμεσα στους καθηγητές της Κωνσταντινούπολης.
Μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας
Από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς του Μεσαίωνα, αυτός ο ρήτορας που ψέλλιζε -όπως δηλώνει το όνομά του, το οποίο ήταν αρχικά προσωπικό παρωνύμιο – κατάφερε να χτίσει μια σπουδαία καριέρα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της αυτοκρατορικής αυλής και στο συντηρητικό πλαίσιο της βυζαντινής παράδοσης. Είχε ένα ευρύ δίκτυο από προνομιούχους μαθητές και προστάτες της άρχουσας τάξης, απέκτησε πλούτο, είχε στην κατοχή του βιβλιοθήκη, υπηρέτες, μάγειρες, ακόμη και ιδιωτικό ιερέα και πρωταγωνιστούσε στην πολιτική και στην πολιτιστική ζωή της Κωνσταντινούπολης. Ηταν ο εκφραστής της νεωτερικότητας σε μια εποχή αλλαγών και καινοτομίας; Εξέφραζε την εποχή του; Πώς ξεχώρισε ανάμεσα στους ομοίους του;
Τα όρια της υποκειμενικότητας του Μιχαήλ Ψελλού διερευνά ο Στρατής Παπαϊωάννου, καθηγητής Bυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στη μελέτη του Μιχαήλ Ψελλός. Η ρητορική και ο λογοτέχνης στο Βυζάντιο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Στον τόμο, αναθεωρημένη επεξεργασία της διδακτορικής διατριβής του στη Βιέννη (2000) και της αγγλόφωνης μονογραφίας που προέκυψε από αυτήν (2013), αφού υπογραμμίσει με έμφαση ότι «η παραβίαση της παράδοσης στη βυζαντινή συγγραφική λόγια διαδικασία δεν ήταν ούτε θορυβώδης ούτε συστηματική. Συνέβαινε συνήθως σιωπηρά, συχνά στο περιθώριο, στα κενά μεσοδιαστήματα, στη δεξιοτεχνία της λεπτομέρειας, μεταμφιεσμένη με τη μάσκα της παράδοσης» εξετάζει πώς ο Ψελλός, χωρίς να αποτελεί την εξαίρεση, συνιστά ένα από τα πιο σύνθετα παραδείγματα λογίου και δημόσιου διανοουμένου της εποχής του.
Από τη ρητορική στη λογοτεχνία
Με τη ρητορική στο Βυζάντιο να αποτελεί το κύριο όχημα πρόσληψης του λόγου, τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή μορφή του – όσο και αν ο ρήτορας ως επαγγελματίας δεν ήταν πρόσωπο μεγάλης υπόληψης στην κοινωνία της εποχής του -, ο Ψελλός χρησιμοποίησε αυτό το μέσο για την προσωπική του ανέλιξη μεταλλάσσοντάς το στην πορεία. Πέρασε, εξηγεί ο μελετητής, από μια ρητορική στην υπηρεσία της αλήθειας και της ηθικής σε μια ρητορική που πλησιάζει αυτό που αποκαλούμε σήμερα «λογοτεχνία», το οποίο διακρίνεται για την δημιουργική πρωτοτυπία του συγγραφέα, την αυτοτέλεια της φαντασίας και της αναπαράστασης και την αισθητική απόλαυση που προκαλεί στον ακροατή ή αναγνώστη.
Ο Ψελλός χρησιμοποιεί, στον προφορικό και στον γραπτό λόγο του την προσωπική αντωνυμία «εγώ» περισσότερο από κάθε άλλον, μεταμορφώνοντας το «μυθοπλαστικό συμβόλαιο» της εποχής, το οποίο απαιτούσε την αποφυγή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ώστε να μην συγχέει ο αναγνώστης το μυθοπλαστικό πρόσωπο με το ομιλούν υποκείμενο. Στα παραδείγματα αυθεντιών που χρησιμοποιεί, συνδυάζει θεολογία και φιλοσοφία, τις ομιλίες του Γρηγόριου Ναζιανζηνού με τον «εθνικό» Πλάτωνα, τον Λουκιανό και τον Συνέσιο, τα Μαρτύρια και τους Βίους αγίων. Σε ομιλίες, επιστολές, εγκώμια αλλά και στο μεγάλο αφηγηματικό έργο του, τη Χρονογραφία, στο οποίο βιογραφεί δεκατέσσερις αυτοκράτορες, δίνει ψυχογραφικές λεπτομέρειες των χαρακτήρων, εκφράζει έντονα αισθήσεις και συναισθήματα, φοβίες, επιθυμίες και πόθους, χρησιμοποιεί την αμφισημία, υιοθετεί την ευαισθησία μιας θηλυκής ψυχής. Επιδίδεται σε παιγνιώδεις αντιπαραθέσεις, ενδιαφέρεται για την ποικιλία του ύφους. Οχι μόνο στη θεωρία αλλά και στις ομιλίες του δίνει έμφαση στην υλικότητα και στη θεατρικότητα του λόγου εξιδανικεύοντας τον ρήτορα και πλάθει για τον ίδιο έναν σύνθετο αντισυμβατικό εαυτό που θυμίζει λουκιάνεια σάτιρα.
Απήχηση και επιδράσεις
Οι άμεσα μεταγενέστεροί του φαίνεται πως μετά τον θάνατό του αντιμετωπίζουν τον Ψελλό και τους εκφραστικούς του τρόπους με κάποια αρχική αμηχανία ή δυσπιστία. Γρήγορα όμως εδραιώνεται και γίνεται σχολικό ανάγνωσμα επίδοξων λογίων. Οι μνείες στο όνομά του είναι συχνές και πολλοί ρήτορες τον μιμούνται. Η πριγκίπισσα Αννα Κομνηνή (12ος αι.), πάτρωνας των τεχνών του λόγου, στην περίφημη Αλεξιάδα της, τον παραθέτει συχνά, καθιερώνοντάς τον. Φτάνοντας στον 12ο αιώνα, ο Ψελλός πιστώνεται ίσως, σύμφωνα με τον μελετητή, την χωρίς προηγούμενο στη βυζαντινή ιστορία αυτοπεποίθηση των επαγγελματιών ρητόρων, την αναβάθμιση του κοινωνικού προφίλ του ρήτορα, τον εμπλουτισμό του θεωρητικού λόγου για τη ρητορική και τη σταδιακή μετακίνησή της προς τη μυθοπλασία. Αυτή η τελευταία θα εκφραστεί ανοιχτά με τα ερωτικά μυθιστορήματα της περιόδου της κομνήνειας Αναγέννησης, το πεζό Τα καθ’ Υσμίνην και Υσμινίαν του Ευμάθιου Μακρεμβολίτη και τα έμμετρα Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα του Θεόδωρου Πρόδρομου, Τα κατ’ Αρίστανδρον και Καλλιθέαν του Κωνσταντίνου Μανασσή, Τα κατά Δρόσιλλαν και Χαρικλέα του Νικήτα Ευγενειανού – καταλήγοντας στο γεφύρωμα της λογοτεχνίας της αρχαιότητας με τις δημώδεις ερωτικές μυθιστορίες της υστεροβυζαντινής περιόδου και τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, οφειλόμενο εν μέρει στη ρητορική αρχιτεκτονική του Ψελλού.
Σύντομο βιογραφικό
Ο Στρατής Παπαϊωάννου είναι καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν τη βυζαντινή λογοτεχνία σε όλες της τις εκφάνσεις. Εχει κυκλοφορήσει σε κριτική έκδοση τις επιστολές του Μιχαήλ Ψελλού (Michael Psellus, Epistulae, 2 τόμοι, De Gruyter, 2019) και κείμενα του Συμεών Μεταφραστή (Christian Novels from the Menologion of Symeon Metaphrastes, Harvard University Press, 2017). Αναμένεται εφέτος η έκδοση του Handbook of Byzantine Literature, το οποίο έχει επιμεληθεί για το Oxford University Press.

