Ενας αριστερός που δεν τον πείραζε να τον λένε Πινοσέτ
Πώς είναι να μετατρέπεσαι μέσα σε μια νύχτα σε έναν ιψενικό «εχθρό του λαού»; Αλλά και τι σημαίνει καλός οικονομολόγος; Ανάμεσα στο βίωμα και στον στοχασμό, ο Γιάννης Σπράος εξηγεί, μιλάει για τη «μισητή» έκθεση που πήρε το όνομά του, θυμάται τη γνωριμία του με τον Κώστα Σημίτη και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και τώρα, στα 95 του χρόνια, αναπολεί τις «ωραίες φιλίες» των πιο ταραγμένων χρόνων

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν αυτή ήταν η ιστορία μιας παρέας, θα μιλούσε κανείς απλώς για παρεξήγηση. Αυτή όμως είναι η ιστορία μιας χώρας. Και σε μια τέτοια κλίμακα δεν είναι η παρεξήγηση που μπορεί να περιγράψει τα γεγονότα. Είναι η παραδοξότητα. Είναι η πιο «αντιλαϊκή» ή «μισητή» έκθεση που συντάχθηκε ποτέ για το ασφαλιστικό να φέρει το όνομα ενός καθηγητή για τον οποίον ισχύουν τρεις παραδοχές. Πρώτον, πως είναι αριστερός – «πιο αριστερός από τον Σημίτη», όπως λέει ο ίδιος. Δεύτερον, πως δεν γνώριζε και πολλά για το ασφαλιστικό σύστημα – δεν περιλαμβανόταν εξάλλου στα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα. Και τρίτον – αυτός είναι ο πιο παράδοξος κρίκος αυτής της αλυσίδας παραδοξοτήτων – πως δεν ήταν καν ο συντάκτης της έκθεσης.
Ο «εχθρός του λαού»,
το αδιέξοδο και η δικαίωση
Την έκθεση Σπράου, με λίγα λόγια, δεν την είχε συντάξει ο Γιάννης Σπράος. Καθώς έχουν περάσει δυόμισι δεκαετίες από τότε, μπορεί να «αποκαλύψει» κανείς, ή έστω να θυμίσει, το όνομα του πραγματικού συντάκτη χωρίς να φοβάται πως θα τον εκθέσει σε κίνδυνο. Ηταν ο Πλάτων Τήνιος. Δεν είναι όμως μόνο ο χρόνος που προστατεύει πια και τον Σπράο και τον Τήνιο. Είναι και η εκ των υστέρων δικαίωση. Η έκθεση Σπράου – και να ακόμη ένα παράδοξο – δεν υποδείκνυε λύσεις, όπως θεώρησαν πολλοί τότε. Περιέγραφε απλώς ένα αδιέξοδο. Η φιλοδοξία της επιτροπής Σπράου, της οποίας ο Γιάννης Σπράος ήταν πράγματι και πέρα από κάθε αμφιβολία πρόεδρος, δεν ήταν να «πετσοκόψει» τις συντάξεις, όπως έγραφε τότε σχεδόν σύσσωμος ο Τύπος, ούτε να «στείλει τους Ελληνες στους θαλάμους αερίων», όπως διατράνωσε κάποιο συνδικάτο. Ηταν να ανοίξει μια δημόσια συζήτηση για το κακό που ήταν βέβαιο πως ερχόταν.
Ποια συζήτηση να ανοίξει όμως όταν την επομένη της παρουσίασης της έκθεσης οι πηχυαίοι τίτλοι ήταν «Βόμβα στα θεμέλια του ασφαλιστικού»; Τι διάλογος να γίνει όταν η αξιωματική, αδιαμφισβήτητη ερμηνεία ήταν πως «επιστρατεύονται «ειδικοί», όπως ο καθηγητής Σπράος και οι σοσιαλφιλελεύθεροι συνεργάτες του, για να δώσουν «επιστημονικό» χρίσμα στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης»; Ο Γιάννης Σπράος είχε πια μετατραπεί σε έναν ιψενικό «εχθρό του λαού». Και τώρα, 25 χρόνια μετά, δεν μπορεί κανείς παρά να ξεκινήσει την κουβέντα μαζί του ακριβώς από εκείνο το σημείο. Πώς αντιμετώπισε αυτή την καταιγίδα επικρίσεων; Α όχι, οι επιθέσεις δεν τον πείραξαν, δεν τον ενόχλησε ούτε η ταύτιση με τον Πινοσέτ, ούτε και τα πλακάτ των διαδηλωτών που έγραφαν «Ο Σπράος στην κρεμάλα». «Ακόμη και αυτό το πήρα ελαφρά, σκεφτόμουν πως δεν το εννοούσαν. Θορυβήθηκε όμως ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και μου τηλεφώνησε για να μου προσφέρει σωματοφυλακή. Αρνήθηκα, δεν ήταν καθόλου του στυλ μου. Μου φαινόταν αδιανόητο να έχω κάποιον συνέχεια από πάνω μου» διηγείται.
Η ΕΠΟΝ, η Αγγλία
και η χούντα
Ισως να ακούγεται και αυτό κάπως παράδοξο – ένας αριστερός που τον έλεγαν Πινοσέτ και δεν τον πείραζε; Αλλά δεν είναι. Αρκεί να δει κανείς τον Γιάννη Σπράο, τώρα στα 95 του χρόνια, να ξετυλίγει το νήμα της ζωής του. Να δει ένα παιδί να μεγαλώνει στην κατοχική Αθήνα, κάπου πίσω από τα Ανάκτορα, και να εντάσσεται στην ΕΠΟΝ. Να φιλοδοξεί να σπουδάσει οικονομικά και γι’ αυτό να υποκύπτει στις πιέσεις της οικογένειάς του, που ανησυχούσε για τη ζωή του, και να φεύγει το 1946, σε ηλικία 20 χρόνων, για την Αγγλία. Είναι το σημείο απ’ όπου ο Γιάννης Σπράος χτίζει μια, ναι, κάπως παράδοξη σχέση με τη χώρα του, στην οποία επέστρεψε για πρώτη φορά έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια. Γιατί; «Δεν μου ανανέωναν το διαβατήριο επειδή είχα αναπτύξει δράση και στο εξωτερικό. Είχα οργανώσει διαμαρτυρίες για την καταδίκη, μεταξύ άλλων, του Λεωνίδα Κύρκου που ήταν στενός μου φίλος. Επιπλέον το 1949 επιστρατεύτηκαν και οι φοιτητές που είχαν πάρει αναβολή για σπουδές στο εξωτερικό. Ημουν ανυπότακτος, ενώ δεν ανταποκρίθηκα ούτε στην πρόσκληση του Ζαχαριάδη να πολεμήσω στα βουνά. Ετσι επέστρεψα στην Ελλάδα το 1956 με τη γενική αμνηστία. Δεν είχα πλέον όμως καμία σχέση με την Ελλάδα και τα ελληνικά πράγματα».
Ο Γιάννης Σπράος ζει στο Λονδίνο, διδάσκει στο πανεπιστήμιο, έχει κάνει οικογένεια. Κι όμως. Η χούντα των συνταγματαρχών το 1967 τον κάνει να «επιστρέψει» ενεργά στη χώρα του. Ηγείται του αντιδικτατορικού αγώνα στην Αγγλία, το σπίτι του σχεδόν τον χάνει, παραμελεί το πανεπιστήμιο. «Τρέχω για να δώσω καμιά διάλεξη και φεύγω. Στην οικογένειά μου υπόσχομαι πως θα της αφιερωθώ αμέσως μόλις πέσει η δικτατορία. Εδώ που τα λέμε, δεν περίμενα να κρατήσει τόσο». Και σε αυτό το «τόσο» που του φαινόταν να μην τελειώνει, γνωρίζει τον Κώστα Σημίτη. «Εγώ ήμουν στο Λονδίνο, πρόεδρος της αντιδικτατορικής επιτροπής, και ο Σημίτης αυτοεξόριστος στη Γερμανία. Οργανώσαμε, μεταξύ άλλων, το λεγόμενο ελεύθερο πανεπιστήμιο στη Γενεύη όπου καλέσαμε πολλούς διακεκριμένους έλληνες του εξωτερικού για να διδάξουν».
Ο Γκαργκάνας και
το πρόγραμμα του 1985
Την ίδια περίοδο, ο Γιάννης Σπράος γνωρίζει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αναπτύσσουν στενές σχέσεις που κρυώνουν κάπως κάποια στιγμή, αλλά πάντως η χούντα επιτέλους πέφτει και ο Σπράος αποκόπτεται για ακόμη μια φορά από την Ελλάδα και τα «ελληνικά πράγματα». Θα περάσουν επτά χρόνια για μια πρώτη επανασύνδεση με σύνδεσμο τον Κώστα Σημίτη, υπουργό Γεωργίας πια της πρώτης κυβέρνησης Παπανδρέου. Ο άνθρωπος που φροντίζει για την επαφή είναι ο Νίκος Γκαργκάνας, φοιτητής άλλοτε του Σπράου και μετέπειτα στενός του φίλος. Η σχέση όμως του Σπράου με τη γεωργία είναι πιο χαλαρή ακόμη και από τη σχέση του με την Ελλάδα. Κι έτσι, θα έρθει το 1985, το συμβούλιο οικονομικών εμπειρογνωμόνων και ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα που αναλαμβάνει να διαχειριστεί πολιτικά ο Κώστας Σημίτης ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας για να επιστρέψει ο Γιάννης Σπράος στην Ελλάδα – ή μάλλον όχι ακριβώς, αφού δέχεται να τεθεί επικεφαλής του συμβουλίου υπό την προϋπόθεση πως θα ζει μία εβδομάδα στην Αθήνα και μία στο Λονδίνο.
«Ο Σημίτης μου έκανε καλή εντύπωση λόγω της απλότητάς του, της ευγένειάς του, της διάθεσής του να ακούει» αναφέρει. «Μας είπε μάλιστα «εγώ δεν ξέρω οικονομικά, εσείς θα μου λέτε, όπου υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, θα μου τις παρουσιάζετε, κι εγώ θα σας λέω αν είναι πολιτικά πραγματοποιήσιμες». Και αυτή ουσιαστικά ήταν η συνεργασία μας, αυτή ήταν η συμμετοχή μου στα καθημερινά της οικονομικής διαχείρισης. Γιατί πρέπει να πω πως ο Νίκος Γκαργκάνας ήταν ο πυρήνας της ομάδας που βοήθησε τον Σημίτη στα οικονομικά. Ενώ τυπικά ήμουν ο πρόεδρος της επιτροπής και σύμβουλος του Κώστα Σημίτη, η πιο στενή συνεργασία του ήταν με τον Νίκο Γκαργκάνα, ο οποίος εξάλλου ήταν εδώ συνεχώς και είχε μια ολοκληρωμένη άποψη για την οικονομία». Είναι ωστόσο ο Γιάννης Σπράος που αναλαμβάνει το 1987, έπειτα από δύο χρόνια εφαρμογής του προγράμματος, να πείσει τον Ανδρέα Παπανδρέου, πιεσμένο πια από τις αντιδράσεις, πως η συνέχιση της εφαρμογής του είναι η μόνη ενδεδειγμένη λύση.
Η συνάντηση με Ανδρέα και
το τέλος του προγράμματος
Ο τόπος της συνάντησης είναι το Καστρί. Εκεί υποδέχεται τον καθηγητή Σπράο ένας «πολύ ανοιχτόκαρδος, φιλόξενος και με διάθεση να ακούσει άνθρωπος. Με υποδέχθηκε σαν φίλος». Είναι ο Ανδρέας που ήξερε. Αλλά είναι ο Ανδρέας που ήξεραν ή θα μάθαιναν όλοι οι υπόλοιποι αυτός που την επομένη κιόλας ημέρα θα ανακοινώσει από τη Βουλή το τέλος του προγράμματος. «Η αλήθεια είναι πως ο Ανδρέας όταν διόρισε υπουργό τον Σημίτη έκανε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική. Και η αλήθεια είναι επίσης πως τα δύο πρώτα χρόνια στήριξε τον Σημίτη. Χωρίς αυτή τη στήριξη δεν θα μπορούσε να υπάρξει σταθεροποιητικό πρόγραμμα. Τα πράγματα έπειτα από δύο χρόνια είχαν αρχίσει κάπως να δυσκολεύουν γιατί οι περισσότεροι είχαν κουραστεί» είναι η ανάγνωση του Γιάννη Σπράου. Και αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι το παρασκήνιο: «Ασκούνταν πιέσεις στον Παπανδρέου να αλλάξει πορεία. Ο Σημίτης αντιστεκόταν, έχοντας τη στήριξη του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού που τότε ήταν ο Γιώργος Κατηφόρης. Ο Κατηφόρης ήταν συνάδερφός μου στο Λονδίνο, στο ίδιο πανεπιστήμιο. Ο ίδιος μου είπε λοιπόν πως σε εκείνη τη σύσκεψη, και εν μέσω διαφωνιών από άλλα στελέχη του οικονομικού επιτελείου, ο Παπανδρέου είπε πως δεν βγαίνει άκρη. «Να κάνετε ό,τι πει ο Σπράος» ήταν η τελευταία του φράση. Ο Σημίτης είπε πως θα λάβει υπόψη του τις διαφωνίες που διατυπώθηκαν, αλλά και την προτροπή του πρωθυπουργού».
Η νέα επιστροφή και
η γέννηση της Επιτροπής
Ο Κώστας Σημίτης ανακοινώνει «όσα είχε πει ο Σπράος», η καταιγίδα αντιδράσεων που ακολουθεί κάνει τον Παπανδρέου να υποχωρήσει και ο Σημίτης παραιτείται. Ακόμη ένας κύκλος της σχέσης του Σπράου με την Ελλάδα θα φτάσει στο τέλος του. «Οταν παραιτήθηκε ο Σημίτης, όπως ήταν φυσικό, υπέβαλα και εγώ την παραίτησή μου. Επέστρεψα στην Αγγλία χάνοντας και πάλι την επαφή μου με τα ελληνικά πράγματα». Για να την ξανακερδίσει εννέα χρόνια αργότερα, το 1996, όταν ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης καλεί – και πάλι – τον Γιάννη Σπράο στην Ελλάδα με την προτροπή – και πάλι – του Νίκου Γκαργκάνα. Αυτή τη φορά η συνάντηση ήταν στο Μαξίμου. «Ο Σημίτης με ρώτησε πώς θα μπορούσα να βοηθήσω. Αφού του είπα πως δεν μπορώ να έρθω σαν αλεξιπτωτιστής και να μπω σε ένα υπουργείο, του πρότεινα να ασχοληθώ με θέματα που δεν είναι τρέχοντα». Η πρόταση είναι η δημιουργία μιας επιτροπής με αντικείμενο τη μακροπρόθεσμη οικονομική πολιτική. Κι έτσι γεννιέται η επιτροπή Σπράου, στην οποία, πέρα από τον ίδιο, συμμετέχει ο Πλάτων Τήνιος, ενώ την ομάδα συμπληρώνουν μια βοηθός ερευνήτρια και μια γραμματέας.
Κι όταν σκάει η βόμβα που δεν ήταν βόμβα; «Το όνομά μου ήταν σε όλες τις εφημερίδες. Είχα προσπαθήσει να εξηγήσω το πρόβλημα του ασφαλιστικού με ένα ευφυολόγημα – είχα πει πως οι Ελληνες δεν γεννούν και δεν πεθαίνουν. Είχαμε δηλαδή και υπογεννητικότητα και μακροβιότητα. Επικοινωνιακά μπορεί να ήταν λάθος. Αυτό που έκανα ήταν να εξακολουθώ να κάθομαι μέχρι αργά το βράδυ στο γραφείο που μου είχε παραχωρηθεί στο Μέγαρο Μελά και να δουλεύω. Είχα όμως πια την έννοια. Τις νύχτες που έφευγε νωρίτερα από μένα ο Θόδωρος Καρατζάς και δεν μου παραχωρούσε το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο, επέστρεφα στο ξενοδοχείο μου στο Σύνταγμα με τα πόδια, προτιμώντας να μην πηγαίνω από τα στενά αλλά από την οδό Σταδίου».
«Δεν είμαι ο τύπος
που κρατάει κακίες»
Παρ’ όλα αυτά, εκείνη ήταν μια «ευχάριστη περίοδος» για τον «εχθρό του λαού». «Δεν είμαι ο τύπος που στενοχωριέται ή κρατάει κακίες. Παρέμενα αριστερός. Στην Αγγλία οι τοποθετήσεις μου ήταν στην αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος. Δεν επιδίωξα τίποτε εξάλλου στην Ελλάδα, δεν διεκδίκησα κάτι. Μου έμειναν οι ωραίες φιλίες που έκανα». Ο Γιάννης Σπράος μιλάει για το λάθος της Αριστεράς να ταυτίζεται πάντα με τον κρατικισμό, για τη «συνωμοσία των κρατικών επιχειρήσεων εναντίον του ελληνικού λαού», για τους κανόνες της οικονομίας που δεν μπορεί να αγνοεί κανείς. Λέει πως καλός οικονομολόγος είναι αυτός που «ξέρει έως πού φτάνουν τα όρια των πολύπλοκων οικονομικών μοντέλων πρόβλεψης». Αλλά αν έχει ένα μήνυμα να στείλει, είναι στις ωραίες φιλίες εκείνων των ταραγμένων χρόνων. «Θέλω να γνωστοποιηθεί κατά κάποιον τρόπο ότι επιστρέφω στην Ελλάδα. Θα ταξιδέψω στο Λονδίνο τώρα τον Ιούνιο να κλείσω τις τελευταίες μου υποθέσεις, και μετά θα έρθω στην Ελλάδα για να πεθάνω. Εχω πολλούς φίλους που ίσως θα θέλουν να με βρουν όταν μάθουν ότι είμαι εδώ». Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται κύριε Σπράο; «Προσπάθησε. Ο Σπράος προσπάθησε».

