Ενα πτώμα στην αποθήκη
«Το Βήμα» δημοσιεύει σήμερα σε προδημοσίευση αποσπάσματα από το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Χριστόφορου Μαρκογιαννάκη, η πλοκή του οποίου περιστρέφεται γύρω από έναν φόνο σε ένα νησί-προορισμό του διεθνούς τζετ σετ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Χριστόφορου Μαρκογιαννάκη παραπέμπει στις συμβάσεις της χρυσής εποχής της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο πρωταγωνιστής, αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής, Χριστόφορος Μάρκου, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση ανθρωποκτονίας κατά τη διαμονή του στη Νήσο, ένα ειδυλλιακό ψαρονήσι, όπου περνά τις ημέρες της άδειάς του. Στην πορεία των ερευνών θα αναζητήσει το κίνητρο και τον δράστη σε ένα «μυθιστόρημα με κλειδί» (roman à clef), το οποίο έγραφε το θύμα. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο συγγραφέας περιγράφει τη σκηνή της αποκάλυψης του εγκλήματος.
«Ενα σιγανό νιαούρισμα τράβηξε την προσοχή της. Ο Πλάτων, η γάτα της γειτόνισσας, είχε τρυπώσει στη βεράντα και τριβόταν στα πόδια της. Την έπιασε από τον σβέρκο, τη σήκωσε και την αγκάλιασε σφιχτά πάνω της. Το τρίχωμά της τη ζέστανε λιγάκι, κόντρα στον δροσερό αέρα που είχε αρχίσει να σηκώνεται.
Με μια απότομη κίνηση, η γάτα απελευθερώθηκε απ’ τα χέρια της και ξάπλωσε στην ποδιά της. Η Σοφί άρχισε να τη χαϊδεύει ανάμεσα στ’ αυτιά, κάτι που ο Πλάτων έδειχνε να απολαμβάνει γουργουρίζοντας με τα μάτια κλειστά. Κανονικά δεν επιτρεπόταν να αγγίζει τα γατιά της γειτονιάς. Αυτή όμως δεν ήταν μια αδέσποτη γάτα σαν τόσες στο νησί. Είχε όνομα, είχε κάνει όλα της τα εμβόλια, είχε σπίτι και ιδιοκτήτη. Ενα κόκκινο λουράκι γύρω από τον λευκό της λαιμό έγραφε «Πλάτων» μέσα σε μια ασημένια καρδιά. Ακουμπώντας απαλά το χέρι στην πορτοκαλί ράχη της, η Σοφί σκέφτηκε πως δεν ήταν συνηθισμένο για μια θηλυκή γάτα να έχει αρσενικό όνομα.
Είναι και κάπως χαζό, σκέφτηκε.
Μια γυναίκα έσκυψε με φόρα να αφήσει το ποτήρι της στο πεζούλι κι ο Πλάτων, τρομαγμένος απ’ την κίνηση, πετάχτηκε απ’ την αγκαλιά της. Μ’ ένα γοργό σλάλομ ανάμεσα στα πόδια των καλεσμένων διέσχισε βιαστικά τη βεράντα προς την πέτρινη σκάλα.
Η Σοφί σηκώθηκε κι ακολούθησε τρέχοντας τη γάτα που κατέβαινε τα σκαλιά με ολόρθη την ουρά της. Μ’ έναν πήδο απ’ το τέταρτο σκαλοπάτι, ο Πλάτων προσγειώθηκε στην πλακόστρωτη αυλή, στο βάθος της οποίας βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια. Η μεγάλη πόρτα στα δεξιά της σκάλας, προς το άδειο σοκάκι, ήταν διάπλατα ανοιχτή.
Η ώρα ήταν περασμένη, όποιος ήταν να έρθει είχε ήδη έρθει, σκέφτηκε η Σοφί κοιτάζοντάς την. Ωρα τους να φεύγουν, ξανασκέφτηκε, πιο πολύ σαν ευχή, τη στιγμή που πατούσε στο ισόγειο.
Οι τέσσερις πόρτες που κύκλωναν το αίθριο ήταν κλειστές. Βαμμένες κεραμιδί, οι τρεις οδηγούσαν στις κρεβατοκάμαρες – τη δική της, της μαμάς και του παππού που φέτος την είχαν ονομάσει «των φίλων».
Η τέταρτη στην άκρη δεξιά ήταν του δωματίου που χρησίμευσε κάποτε ως πλυσταριό, όπως της είχαν πει. Τώρα που το πλυντήριο ρούχων βρισκόταν στην κουζίνα, ο χώρος αυτός χρησίμευε ως αποθήκη. Μέσα εκεί είχαν πεταμένο ό,τι μπορούσε κανείς να φανταστεί. Σπασμένες γλάστρες που για κάποιον περίεργο λόγο η μαμά της δεν ήθελε να ξεφορτωθούν, εργαλεία, είδη κηπουρικής για τον κηπάκο πίσω, παλιά έπιπλα, υφάσματα και διακοσμητικά.
Κοίταξε γύρω της. Ο Πλάτων είχε εξαφανιστεί. Φωνάζοντας «ψι ψι ψι», κοίταξε πίσω από τη λεμονιά και τα μεγάλα πιθάρια με τις ελιές. Επειτα άνοιξε μία μία τις πόρτες των υπνοδωματίων, μήπως είχε τρυπώσει εκεί μέσα από κάποιο ανοιχτό παράθυρο ή από το κενό ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα. Τζίφος!
Τελευταία είχε μείνει η αποθήκη. Το παραθυράκι δίπλα στην πόρτα ήταν μισάνοιχτο. Πίεσε το σκουριασμένο στρογγυλό χερούλι, άνοιξε και μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο.
Τα πόδια της βούλιαξαν μέχρι τον αστράγαλο. Κάποιος είχε αφήσει ανοιχτή τη βρύση δίπλα στο κασαλίκι και το νερό απ’ το λάστιχο λίμναζε στο πάτωμα.
Πάνε τα καλά μου τα πέδιλα, σκέφτηκε.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να περισώσει ό,τι μπορούσε ακόμη να σωθεί απ’ τα λευκά σουέντ σανδάλια της και χάρη στο φως που ερχόταν απ’ την αυλή διέκρινε την ασημένια καρδούλα του περιλαίμιου να στραφταλίζει στο μισοσκόταδο. Τα μάτια της γάτας, που γύρισαν στιγμιαία προς το μέρος της, λαμπύριζαν κι αυτά. Κι έπειτα ο Πλάτων χαμήλωσε ξανά το κεφάλι. Πάνω σ’ ένα χαμηλό τραπεζάκι, με τον λαιμό τεντωμένο, προσπαθούσε να μυρίσει κάτι που είχε ανακαλύψει στο πάτωμα.
Ελπίζω να μην είναι καμιά απαίσια σαρανταποδαρούσα, σκέφτηκε, ανακαλώντας με τρόμο τα πλάσματα που έβρισκε τις τελευταίες μέρες γύρω απ’ το κρεβάτι της. Ή, ακόμα χειρότερα, κάνας ποντικός. Ή φίδι!
Ξορκίζοντας τις σκέψεις αυτές και με την ελπίδα πως ο Πλάτων θα την προστάτευε από κάθε ζωύφιο, ζωάκι ή ερπετό, άναψε το φως.
Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, αφήνοντας πίσω της την πόρτα της αποθήκης ορθάνοιχτη, η Σοφί ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά προς τη βεράντα. Φτάνοντας σχεδόν ξέπνοη στο πλάι της μητέρας της, άρχισε να της τραβάει το λεοπάρ καφτάνι, αποσπώντας την απ’ την κουβέντα της με τη βία.
«Σοφί, σου έχω πει εκατ…» ξεκίνησε η Μαριαμά, αλλά, βλέποντας το χλωμό προσωπάκι με τα γουρλωμένα μάτια, η φράση της κόπηκε στη μέση. «Τι έπαθες;» τη ρώτησε ανήσυχη.
Το κορίτσι έμεινε βουβό για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα κι έπειτα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα απ’ το στόμα, με φωνή που μόλις κι ακούστηκε πάνω από τη δυνατή μουσική, απάντησε: «Μια γυναίκα. Στην αποθήκη. Μες στα αίματα»».

