Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Το σύμπαν του Φαίδωνος Ταμβακάκη (γεν. 1960), που έχει δημοσιεύσει τα πεζά Ευμορφία (1982), Τα τοπία της Φιλομήλας (1988), Η υστάτη (1991) και Τακτοποίηση αυθαιρέτων (2013), το μυθιστόρημα Οι ναυαγοί της Πασιφάης (1998), τη συλλογή διηγημάτων Αδεια ξενοδοχεία (2005) και τη νουβέλα Η αναπαλαίωση (2015), είναι ένα σύμπαν από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλες οι καθοριστικές σημασίες και στο οποίο τα πάντα μοιάζουν με αντίγραφα ενός ήδη παραποιημένου ειδώλου. Τι θα μπορούσε άραγε να αντιπαραβληθεί σε μια τέτοια πραγματικότητα; Πιθανώς η τέχνη, αλλά κι αυτή σπανίως εμφανίζεται σαν κάτι περισσότερο από ένα άθροισμα εκκενωμένου πλούτου. Το βέβαιο είναι πως ο συγγραφέας δεν επιζητεί ποτέ μια φιλοσοφική λίθο για τα βιβλία του: υπαινίσσεται κάποια φιλοσοφικά ή υπαρξιακά ζητήματα, διαγράφει ειρωνικά τους χαρακτήρες του, παραφράζει τις λογοτεχνικές πηγές του, αλλά στο βάθος παραμένει εκ πεποιθήσεως χαλαρός και ενσυνείδητα φυγόκεντρος. Αν θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τα γραπτά του, που υπονομεύουν κάθε έννοια αλήθειας και αληθοφάνειας, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην παιγνιώδη λογοτεχνική τους λειτουργία, σε έναν κόσμο που κινείται ανάμεσα στο φλέγμα, στην κωμωδία και στον αυτοσαρκασμό ή στο μαύρο χιούμορ, συνομιλώντας την ίδια ώρα με είδη όπως το αισθηματικό ρομάντζο και το μυθιστόρημα ενηλικίωσης ή με συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Κόνραντ και ο Τζον Φόουλς.
Η έβδομη ιστορία και Το μυστικό της Σεσάτ, δύο ιστορίες που συνθέτουν μια νουβέλα με θέμα τη συγγραφική τέχνη στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης (διαβάζονται χωρίς σειρά, από τη μια πλευρά του βιβλίου ή από την άλλη), παρωδούν από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα (παραμένοντας σε μια γραμμή την οποία, όπως είδαμε, έχει χαράξει από πολύ νωρίς ο Ταμβακάκης) όλα όσα ξέρουμε για την καθημερινή πρακτική της λογοτεχνίας: το κυνήγι της δημοσιότητας, της δόξας και της υστεροφημίας, τον αγωνιώδη αγώνα για τις πωλήσεις, τις συνεντεύξεις και τη συμμετοχή των συγγραφέων σε άπειρες εκδηλώσεις, τον αναμεταξύ τους οξυμμένο ανταγωνισμό, καθώς και τη συμβολή εκδοτών, δημοσιογράφων και κριτικών στην κυκλοφορία του λογοτεχνικού προϊόντος. Πριν και πάνω απ’ όλα, ωστόσο, το διπλό βιβλίο του Ταμβακάκη βάζει στο στόχαστρο (περνώντας από την παρωδία στη διακωμώδηση και στην αποκαθήλωση) τα ίδια τα θεμέλια της λογοτεχνίας ως τέχνης (όπως τουλάχιστον θέλουν να την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι) του υψηλού.
Ο Τσιπ Ωμο, ο Δρυς Πεσούσης και η Σεσάτ, που είναι άνθρωποι και ψηφιακές μηχανές (η τελευταία αντιπροσωπεύει ένα λογισμικό ικανό να γράψει λογοτεχνία προχωρημένων απαιτήσεων χωρίς την παραμικρή ανθρώπινη μεσολάβηση), δεν μοιάζουν πλέον απλώς με αντίγραφα ενός παραποιημένου ειδώλου μια και η τέχνη την οποία προσπαθούν να υπηρετήσουν βρίσκεται στα όρια (ή τα έχει ήδη ξεπεράσει) της ύπαρξης και της λειτουργίας της. Ποιος γράφει τελικά; Ο άνθρωπος ή η μηχανή; Και ποιος είναι ο λογοκλόπος; Η τεχνητή ευφυΐα αντιγράφει τις κατακτήσεις της εν όπλοις αδελφής της ή το ανάποδο; Το ερώτημα είναι ούτως ή άλλως ανησυχαστικό (ποια η τύχη της λογοτεχνίας στο άμεσο μέλλον), και θα παραμείνει εκ των πραγμάτων αναπάντητο – ταυτοχρόνως όμως και εντελώς αποδραματοποιημένο, αν όχι και εκ των ένδον υπονομευμένο (άνθρωπος και μηχανή αναλαμβάνουν εξίσου τον ρόλο του λογοκλόπου).
Η αλήθεια, το είπαμε, είναι κάτι που ταξιδεύει σε ανεύρετο ουρανό. Μπορούμε να παίξουμε μαζί της μόνο όπως η γάτα με το ποντίκι και στο άνισο όσο και επικίνδυνα εκκρεμές αυτό παιχνίδι ο Ταμβακάκης ξεδιπλώνει όλη την επινοητικότητα και τη μαστοριά του.