Ο κόσμος έχει γίνει ένα μέρος όπου η εμπιστοσύνη σπανίζει. Το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που πιστεύει ότι μπορεί κάποιος να εμπιστευτεί τους ανθρώπους μειώθηκε κατά περίπου 20% τα τελευταία 15 χρόνια. Η αυξανόμενη ανισότητα, η πολιτική πόλωση και η μεγαλύτερη συχνότητα αναπάντεχων αρνητικών γεγονότων, όπως η πανδημία, έχουν επιδεινώσει αυτή την πτωτική τάση. Η διάβρωση της εμπιστοσύνης έχει σοβαρές επιπτώσεις και για την οικονομία, καθώς η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδης για τις επιχειρήσεις. Από το 1972 ακόμα, ο νομπελίστας Kenneth Arrow έγραφε: «Σχεδόν κάθε εμπορική συναλλαγή έχει μέσα της ένα στοιχείο εμπιστοσύνης». Μια επιχείρηση ευδοκιμεί χάρη στην εμπιστοσύνη που εμπνέει στους ανθρώπους της και στους συνεργάτες της. Το ίδιο ισχύει και για τις κυβερνήσεις – η εμπιστοσύνη είναι σαν ένας ιστός που συνδέει όλους τους παράγοντες μιας οικονομίας και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αυτοί συνεργάζονται για να οδηγήσουν στην ανάπτυξη.

Η θετική σχέση εμπιστοσύνης και μακροοικονομίας είναι γνωστή. Οι χώρες όπου οι επιχειρήσεις, οι κυβερνήσεις και οι άλλοι θεσμοί έχουν δημιουργήσει περισσότερη εμπιστοσύνη, βιώνουν ισχυρότερη κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ. Υπάρχουν δύο τρόποι για να αυξηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ – να αυξηθούν οι επιχειρηματικές επενδύσεις ή να αυξηθεί η παραγωγικότητα – και η εμπιστοσύνη επηρεάζει και τα δύο. Η αύξηση της εμπιστοσύνης όχι μόνο αυξάνει την ποσότητα των παγίων επενδύσεων των επιχειρήσεων, αλλά ενισχύει και την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω επενδύσεων υψηλότερης ποιότητας, συσσώρευσης ανθρώπινου κεφαλαίου, οργανωτικών βελτιώσεων και διεθνοποίησης. Η ισχυρότερη εμπιστοσύνη στον χρηματοπιστωτικό τομέα κάνει το κεφάλαιο πιο άμεσα διαθέσιμο. Οι τράπεζες που δεν χαίρουν εμπιστοσύνης αντιμετωπίζουν πιο γρήγορες αναλήψεις αποταμιεύσεων σε περιόδους κρίσης.

Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τους εργαζομένους και τους συνεργάτες δίνει τη δυνατότητα σε έναν οργανισμό να ανακατανείμει τις επενδύσεις για επίβλεψη και παρακολούθηση προς άλλα κομμάτια της επιχείρησης. Σκεφτείτε την αύξηση της τηλεργασίας ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Η εμπιστοσύνη μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων τους για την εξ αποστάσεως εργασία έχει αυξηθεί και, ως αποτέλεσμα, πολλοί οργανισμοί επιτρέπουν στους υπαλλήλους τους να εργάζονται εξ αποστάσεως. Αυτή η εμπιστοσύνη επιτρέπει στην επιχείρηση να νοικιάζει λιγότερο χώρο γραφείου, ενώ βελτιώνει την ικανοποίηση και την παραγωγικότητα των εργαζομένων, επιτρέποντας ταυτόχρονα την επένδυση των κεφαλαίων σε άλλους τομείς.

Η εμπιστοσύνη ενισχύει τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, γεγονός που αυξάνει την αύξηση της παραγωγικότητας. Για παράδειγμα, οι εργοδότες είναι πιο πρόθυμοι να επενδύσουν στους εργαζομένους τους, εάν μπορούν να εμπιστεύονται ότι αυτοί δεν θα στραφούν σε άλλη εταιρεία. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να επενδύσουν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους εάν πιστεύουν ότι ο εργοδότης τους θα τους ανταμείψει για τις προσπάθειές τους.

Η εμπιστοσύνη έχει σαφείς επιπτώσεις για τη μακροοικονομία, αλλά αυτή η εμπιστοσύνη χτίζεται από τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις και οι ηγέτες που τις καθοδηγούν. Οι ηγέτες που καλούνται να αυξήσουν την εμπιστοσύνη με τα ενδιαφερόμενα μέρη και την κοινωνία, θα πρέπει να την κάνουν στρατηγική προτεραιότητα, να τη μετρούν και να επενδύουν σε αυτήν, δημιουργώντας αξία για τους μετόχους τους και την κοινωνία ευρύτερα, τώρα και στο μέλλον.

*Ο κ. Δημήτρης Κουτσόπουλος είναι CEO Deloitte Ελλάδος