Στην τελευταία περίοδο της χούντας, και κυρίως στα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, σχεδόν όλοι οι πολιτικοποιημένοι της γενιάς μου, αλλά και οι λίγο μεγαλύτεροι και λίγο μικρότεροι, είχαν και από ένα Κ στην πολιτική τους ταυτότητα. Αλλοι ήταν στην ΚΝΕ και στο ΚΚΕ, άλλοι στον Ρήγα και στο ΚΚΕ εσωτερικού, άλλοι ανήκαν στους μαοϊκούς (ΕΚΚΕ, ΚΚΕ ΜΛ, ΜΛ ΚΚΕ), άλλοι σε τροτσκιστικά γκρουπούσκουλα, ενώ άλλοι πάλι δήλωναν κομματικά ανένταχτοι αλλά πάντως κομμουνιστές.

Σε αυτό το κλίμα, εύκολα μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο άβολα αισθάνονταν κάτι τύποι σαν εμένα, που είχαν το «θράσος» να δηλώνουν αριστεροί αλλά όχι κομμουνιστές. Επιπλέον, ακόμα χειρότερα γίνονταν τα πράγματα όταν κάποιος (δεν ήμασταν και πολλοί, άλλωστε) τολμούσε να δηλώσει σοσιαλδημοκράτης. Ακου σοσιαλδημοκράτης! Αυτό ισοδυναμούσε περίπου με το να έμπαινες σε μπαρ όπου συχνάζουν σκληροί πότες και να ζητούσες πορτοκαλάδα. Με λίγα λόγια, ήσουν κάτι μεταξύ «πολιτικά ξενέρωτου» και «πολιτικά φλώρου». Θυμάμαι χαρακτηριστικά να επιχειρηματολογώ κατά του λενινισμού, σε ομηγύρεις και συνάξεις, και να με κοιτάζουν με απόλυτη περιφρόνηση. Η αναφορά και μόνο σε ονόματα όπως του Μπερνστάιν (όχι του μαέστρου…) και του Οτο Μπάουερ, του Ζαν Ζωρές και του Λεόν Μπλουμ, αρκούσε για να σε αντιμετωπίζουν απαξιωτικά, αν όχι και με καχυποψία. Μάλιστα, για να ξεπερνάμε την αμηχανία μας αλλά και για να μειώνουμε τον κίνδυνο της απαξίωσης, συχνά προτιμούσαμε να δηλώνουμε όχι σοσιαλδημοκράτες αλλά σοσιαλιστές. Χάρις στην ασάφειά του, αυτός ο αυτοπροσδιορισμός ήταν ένα «κλείσιμο του ματιού» πως ίσως και να ήμασταν λίγο πιο αριστεροί από τους «επάρατους» σοσιαλδημοκράτες.

Τι κι αν η Σοσιαλδημοκρατία γνώριζε τότε σε ευρωπαϊκό επίπεδο ημέρες δόξας; Τι και αν βορειοευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες ήταν κυρίως αυτοί που είχαν προσπαθήσει να στριμώξουν και να απομονώσουν τη χούντα ενώ την ίδια εποχή Σοβιετικοί και Κινέζοι έκαναν μπίζνες με τον Μακαρέζο; Τι και αν ήταν η εποχή φυσιογνωμιών όπως ο Βίλι Μπραντ, ο Μπρούνο Κράισκι, ο Ούλαφ Πάλμε, ο Μαξ βαν ντερ Στουλ; Στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας και της (έως το 1972, τουλάχιστον) υποτυπώδους αντίστασης στη δικτατορία, μπορεί η επανάσταση να απείχε βέβαια πολύ από το να βρίσκεται επί θύραις, βρισκόταν όμως στα χείλη πολλών, και κυρίως πάρα πολλών πολιτικοποιημένων νέων. Κομμουνισμός και τίποτα λιγότερο ήταν το μότο της εποχής. Μας έπεφτε λίγη, βλέπετε, η Σοσιαλδημοκρατία τότε! Ακόμα και το ΠαΣοΚ στα πρώτα χρόνια της ζωής του φρόντιζε επιμελώς να διαφοροποιείται από τη Σοσιαλδημοκρατία, συχνά μάλιστα και να την αποδοκιμάζει στον δημόσιο λόγο του.

Από τότε κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες (λέμε, τώρα…) της Αθήνας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου σύντομα αντιλήφθηκε πόσο μπορούσε να ωφεληθεί πολιτικά από την προσέγγισή του με τους ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες. Ετσι, με τον καιρό, η ταυτότητα του σοσιαλδημοκράτη όλο και περισσότερο έπαυε να είναι όνειδος και γινόταν mainstream, χωρίς αυτό και να σημαίνει βέβαια πως το ΠαΣοΚ ευθυγραμμιζόταν πλήρως, ως προς τις πολιτικές του επιλογές αλλά και την εσωκομματική του λειτουργία, με τα πρότυπα των αντίστοιχων κομμάτων της Δυτικής Ευρώπης. Μπορεί η εποχή των ερώτων με τα Μπάαθ της Μέσης Ανατολής να είχε παρέλθει, μπορεί ο θαυμασμός για την «άμεση δημοκρατία» του Καντάφι να είχε υποχωρήσει, αλλά το ΠαΣοΚ δυσκολευόταν να ξεχάσει τα «αντιιμπεριαλιστικά» νιάτα του, υιοθετώντας ενίοτε ακόμα και φιλοσοβιετικές (κορεατικό Τζάμπο, Γιαρουζέλσκι, κ.λπ.) θέσεις.

Και να, λοιπόν, που σήμερα στην ποδιά της Σοσιαλδημοκρατίας «σφάζονται παλικάρια»! Σκοτωμός στην είσοδο, για το ποιος θα μπει και ποιος θα μείνει απέξω. Extra Socialdimocratiam, nullus salus! Οπως κάποτε γινόταν σκοτωμός ποιος θα πάρει το χρίσμα από τον Στάλιν ή τον Τρότσκι, ποιος από τη Μόσχα και ποιος από το Πεκίνο, έτσι και τώρα γίνεται καβγάς για το ποιος θα πάρει την «αντιπροσωπεία» της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα. Και ας υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος, όταν τελικά θα έχει χριστεί κάποιος «αποκλειστικός εν Ελλάδι αντιπρόσωπος», ο μητρικός οίκος να έχει ήδη χρεοκοπήσει. Αυτά, βέβαια, συμβαίνουν στις νοτιοανατολικές εσχατιές της Ευρώπης, στη μικρή εκείνη χώρα που δεν έχει γενικώς πρόβλημα ή δυσκολία να είναι «διαφορετική», να εξαιρείται από τον κανόνα (αλλά και από τους κανόνες), να παίζει το δικό της βιολί, ερήμην συχνά των παγκόσμιων τάσεων και εξελίξεων, ενίοτε και ερήμην της πραγματικότητας.

Και το πιο περίεργο: όταν στη χώρα μας περίπου τη φτύναμε, η Σοσιαλδημοκρατία γνώριζε ίσως τις καλύτερες μέρες της. Τώρα που δείχνει κάθε μέρα και λιγότερο ακμαία, που τα σημάδια της παρακμής της (μακάρι πρόσκαιρης, αν και…) γίνονται κάθε μέρα και πιο φανερά, να που εμείς εδώ ανακαλύπτουμε τη «διακριτική γοητεία της».

Ποιος να μου το ‘λεγε το 1975 πως θα ερχόταν μια μέρα που στην ευρύτερη ελληνική αριστερά και κεντροαριστερά θα μαλλιοτραβιόντουσαν για το ποιος θα γίνει προνομιακός συνομιλητής των διαφόρων Ολάντ, Σουλτς και Πιτέλα – εκτός των άλλων, και «ελάχιστων» σε σύγκριση με τους πολιτικούς τους προγόνους. Ομως, πάντα η ελληνική αριστερά – ίσως και η ελληνική κοινωνία, γενικότερα – θύμιζε κάπως το Γαλλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο, σύμφωνα με μια επιτυχημένη ρήση, ήταν πάντοτε (το 1871, το 1914, το 1940) «άριστα προετοιμασμένο για τον… προηγούμενο πόλεμο».

Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.