«Είχα δύο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Οταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Αργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν… Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν!».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον στρατηγό Μακρυγιάννη. Ο ίδιος καταγράφει την ιστορία αυτή στα «Απομνημονεύματά» του. Εχουν περάσει δύο αιώνες από την Eλληνική Eπανάσταση και το ζήτημα των έργων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που βρίσκονται σε προθήκες ξένων μουσείων αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές παραμένει πάντα επίκαιρο, όπως επιβεβαίωσε πριν από λίγες ημέρες και η δημόσια συζήτηση που άνοιξε για τη συμφωνία του επαναπατρισμού από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα της άγνωστης μέχρι πρότινος ιδιωτικής συλλογής του αμερικανού μεγιστάνα Λέοναρντ Στερν, η οποία περιλαμβάνει 161 κυκλαδικές αρχαιότητες.

Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα μεγάλα μουσεία αρχαίας τέχνης στον κόσμο φιλοξενούν έργα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές αρχαιότητες έφτασαν ως εκεί σε διάφορες περιόδους της Ιστορίας και με διάφορους τρόπους. Κατ’ αρχάς, σε πολλές περιπτώσεις η μετακίνησή τους φαίνεται να είχε ξεκινήσει ήδη από την αρχαιότητα, όπως συνέβη με μινωικά και μυκηναϊκά έργα τέχνης που μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο και στην Εγγύς Ανατολή ως εμπορικά προϊόντα. Αλλες μετακινήθηκαν μαζί με τους ίδιους τους Ελληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου κατά τις δύο φάσεις του ελληνικού αποικισμού. Οι άποικοι είτε μετέφεραν εκεί τα υπάρχοντά τους ή παρήγαγαν στις νέες περιοχές μετακίνησής τους αντικείμενα αρχαίας τέχνης τα οποία ύστερα από αιώνες ανασκάφηκαν και παρέμειναν στη χώρα ανεύρεσής τους. Μια μεγάλη κατηγορία ελληνικών έργων τέχνης είναι προϊόντα του εμπορίου που δημιουργούσαν οι Ελληνες, ειδικά οι Αθηναίοι, εξάγοντας έργα τους σε όλες τις αγορές του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πολλές γλυπτές ελληνικές αρχαιότητες μεταφέρθηκαν στην Ιταλία αλλά και σε άλλα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους. Καταγοητευμένοι οι Ρωμαίοι από την ελληνική τέχνη, λεηλατούσαν ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να κοσμήσουν τη Ρώμη, ενώ παρήγγελλαν αντίγραφα ελληνικών έργων τέχνης ώστε να διακοσμήσουν τις επαύλεις τους. Με την παρακμή του αρχαίου ελληνικού κόσμου τον 4ο αιώνα μ.Χ. και την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας το ενδιαφέρον για τις ελληνικές αρχαιότητες έσβησε, για να αναζωπυρωθεί μία χιλιετία αργότερα, την περίοδο της Αναγέννησης.

Η δημιουργία των πρώτων συλλογών και τα μουσεία

Αργότερα, από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα με τις ανασκαφές της Πομπηίας, η ενασχόληση με τις αρχαιότητες εντάθηκε και οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων μεγάλων συλλογών του είδους που ανήκαν σε βασιλικές αυλές και οίκους ευγενών. Αυτές οι ιδιωτικές συλλογές ουσιαστικά τον 19ο αιώνα χάρη στις κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που συντελέστηκαν αποτέλεσαν τη μαγιά για τη δημιουργία των πρώτων δημόσιων μουσείων της Ευρώπης, τα οποία συνέχιζαν να εμπλουτίζουν το περιεχόμενό τους σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα. Ο εμπλουτισμός αυτός γινόταν, πρώτον, με αγορές αρχαιοτήτων που ανασκάπτονταν και εξάγονταν παράνομα από χώρες με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στην ανάπτυξη της αρχαιοκαπηλίας και, δεύτερον, με τη χρηματοδότηση ανασκαφικών προγραμμάτων σε Ελλάδα, Ιταλία, Μικρά Ασία και Βόρεια Αφρική και τη μεταφορά των αρχαιοτήτων στις χώρες των ανασκαφέων. Στην περίπτωση της χώρας μας φυσικά είχαμε και τις μεμονωμένες και παράνομες ανασκαφικές δραστηριότητες στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο που οδήγησαν στα γνωστά αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα στον «διαμελισμό» του Παρθενώνα.

Τι μας έκλεψε ο Ελγιν

Ολα φαίνεται να ξεκινούν το 1799, όταν ο Λόρδος Ελγιν διορίστηκε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη. Τα πράγματα αρχικά έμοιαζαν αθώα. Το 1800 έστειλε τεχνίτες του στην Αθήνα, η οποία αποτελούσε τότε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποστολή τους ήταν να σχεδιάσουν τα μνημεία και να λάβει εκμαγεία για τη διακόσμηση της έπαυλής του στη Σκωτία. Λέγεται ότι εκείνη την εποχή ο Ελγιν δεν είχε συλλάβει τη δυνατότητα της αφαίρεσης των γλυπτών. Η τότε διεθνής συγκυρία όμως τον ευνόησε. Η Τουρκία βρισκόταν σε συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία εναντίον της Γαλλίας και ο ίδιος είχε την εύνοια του Σουλτάνου. Ετσι, με άφθονα δώρα προς τους Τούρκους σε Κωνσταντινούπολη και Αθήνα και με δωροδοκίες και εξαπατήσεις έπεισε τους τούρκους προεστώτες της Αθήνας να σιωπήσουν όσο τα συνεργεία του αφαιρούσαν τα τμήματα του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα που είχαν επιλέξει. Μάλιστα έχει αποδειχθεί ιστορικά ότι ο ίδιος δεν εξασφάλισε ποτέ επίσημη άδεια από τον ίδιο τον Σουλτάνο για την αφαίρεση του γλυπτού και αρχιτεκτονικού διακόσμου του μνημείου. Αντιθέτως, χρησιμοποίησε ένα τέχνασμα. Είχε στα χέρια του μια φιλική επιστολή του Καϊμακάμη, τούρκου αξιωματούχου, ο οποίος εκείνη την εποχή αντικαθιστούσε τον Μέγα Βεζίρη στην Κωνσταντινούπολη. Η επιστολή που του δόθηκε ανεπίσημα ως χάρη προέτρεπε τις τουρκικές αρχές στην Αθήνα να επιτρέψουν στα συνεργεία του να σχεδιάσουν, να λάβουν εκμαγεία και να διενεργήσουν ανασκαφή γύρω από τα θεμέλια του Παρθενώνα, όπου ίσως βρισκόταν θαμμένη κάποια επιγραφή ή ανάγλυφο, με τον όρο ότι δεν θα βλάπτονταν με κανέναν τρόπο τα μνημεία.

Για τρία ολόκληρα χρόνια, από το 1801 έως το 1804, τα συνεργεία του Ελγιν δρούσαν ανεξέλεγκτα στην Ακρόπολη, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στα γλυπτά και στο ίδιο το μνημείο, αποσπώντας και διαμελίζοντας ένα σημαντικό μέρος (περίπου το ήμισυ) από τον σωζόμενο γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα, μαζί με ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως ένα κιονόκρανο και έναν σπόνδυλο από κίονα. Και σήμερα, δυστυχώς, μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου βρίσκονται διαμελισμένα πολλά τμήματα συχνά από το ίδιο γλυπτό.

Συγκεκριμένα, από τους 97 σωζόμενους λίθους της ζωφόρου του Παρθενώνα, οι 56 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 40 στην Αθήνα. Από τις 64 σωζόμενες μετόπες, οι 48 βρίσκονται στην Αθήνα και οι 15 στο Λονδίνο, ενώ από τις 28 σωζόμενες μορφές των αετωμάτων, οι 19 βρίσκονται στο Λονδίνο και οι 9 στην Αθήνα.

Το ταξίδι της μεταφοράς

Το ταξίδι της μεταφοράς των ανεκτίμητης αξίας ελληνικών αρχαιοτήτων από λιμάνι σε λιμάνι ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1802 το δικάταρτο μπρίκι «Μέντωρ», ένα από τα τρία πλοία με τα οποία ο λόρδος Ελγιν μετέφερε τους κλεμμένους θησαυρούς από τον Παρθενώνα, ναυάγησε νοτιοδυτικά των Κυθήρων. Ο ίδιος επέστρεψε και με ανύπαρκτα τεχνικά μέσα, επιστρατεύοντας τους καλύτερους δύτες της εποχής, ξοδεύοντας το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής του περιουσίας, έφερε το φορτίο στην επιφάνεια.

Τελικά κατάφερε τα γλυπτά να φτάσουν στις βρετανικές ακτές. Στο μεταξύ όμως ο ίδιος είχε χάσει την περιουσία του και τα μετέφερε σε διάφορες αποθήκες για να τα στεγάσει.

Ετσι, ύστερα από την υποθήκευση της συλλογής του από το βρετανικό κράτος, αναγκάστηκε να πουλήσει τα Γλυπτά του Παρθενώνα στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία και τα μετέφερε το 1816 στο Βρετανικό Μουσείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από την τελική αυτή συμφωνία είχε ανατεθεί σε ειδική εξεταστική επιτροπή να μελετήσει τα στοιχεία της υπόθεσης και τα πορίσματά της τέθηκαν υπόψη του βρετανικού κοινοβουλίου. Ακούστηκαν πολλές φωνές που εξέφρασαν σκεπτικισμό και απόρριψη για τις ενέργειες του Ελγιν. Ακόμα και σκέψεις για την επιστροφή των γλυπτών διατυπώθηκαν τότε για πρώτη φορά. Ισχυρές ενστάσεις ακούστηκαν και εκτός Κοινοβουλίου, με θερμότερο εκφραστή τους τον λόρδο Βύρωνα.

Από το 1983, με πρωτοβουλία της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα καταβάλλει προσπάθειες να φέρει τα κλεμμένα γλυπτά πίσω στην Ελλάδα. Τους τελευταίους μάλιστα μήνες το τοπίο έχει αλλάξει άρδην, με το ζήτημα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της UNESCO, όχι μόνο ως ένα δίκαιο αίτημα της Ελλάδας αλλά ως μια δίκαιη απαίτηση της παγκόσμιας κοινότητας. Και είναι κάτι που φαίνεται να επιθυμεί και η βρετανική κοινή γνώμη. Σε πρόσφατη διαδικτυακή δημοσκόπηση των «Sunday Times» το 78% υποστηρίζει την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα.

Στο Βρετανικό Μουσείο κατέληξαν όμως και τα «προϊόντα» μιας ακόμα λεηλασίας, αυτής του ναού του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας. Το 1812 μια αποστολή «αρχαιολατρών» αποτελούμενη από τον βαρόνο Χάλερ φον Χάλερσταϊν, αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαυαρίας, τον βρετανό αρχιτέκτονα Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ, τον επίσης βρετανό αρχιτέκτονα Τζον Φόστερ, τον γερμανό υποπρόξενο Γκέοργκ Κρίστιαν Γκρόπιους και άλλους έφτασε στις Βάσσες. Τα μέλη αυτής της ομάδας, η οποία ορθώς έχει χαρακτηριστεί «πολυεθνική εταιρεία αρχαιοκαπήλων», αφού ήδη είχαν αφαιρέσει τα γλυπτά του διακόσμου του ναού της Αφαίας στην Αίγινα (σήμερα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου), πήγαν στις Βάσσες όπου είχαν εντοπίσει από την επίσκεψή τους την προηγούμενη χρονιά, τον Αύγουστο του 1811, τη μαρμάρινη ζωφόρο του ναού «θαμμένη» κάτω από έναν τεράστιο σωρό αρχιτεκτονικών μελών. Η «ανασκαφή» τους αποκάλυψε μαζί με άλλα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά και γλυπτά μέλη ή θραύσματα όλη την ανάγλυφη ζωφόρο του εσωτερικού ιωνικού θριγκού του ναού, η οποία ύστερα από δημοπρασία που έγινε στη Ζάκυνθο το 1814 κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο.

Οι ελληνικές αρχαιότητες του Λούβρου

Είναι γνωστό ότι στο Μουσείο του Λούβρου εκτίθενται πλήθος ελληνικών αρχαιοτήτων. Ανάμεσα στις σημαντικότερες, η Αφροδίτη της Μήλου και η Νίκη της Σαμοθράκης.

Οι ιστορίες μεταφοράς τους είναι πολύπλοκες. Το 1821, μόλις έναν χρόνο μετά την ανακάλυψή της στη Μήλο, και ενώ η Ελλάδα ήταν ακόμη υπό οθωμανική κατοχή, η Αφροδίτη μεταφέρθηκε στη Γαλλία χάρη στη διαμεσολάβηση του γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια κατέληξε στα χέρια του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΗ’, ο οποίος με τη σειρά του τη δώρισε στο Λούβρο. Στη δεκαετία του 1820 ξέσπασε μεγάλη διαμάχη σχετικά με την αποκατάσταση ή όχι των χαμένων μερών του αγάλματος, ιδιαίτερα όσον αφορά τα χέρια που δεν βρέθηκαν ποτέ. Τελικά προστέθηκαν αντίγραφα στη μύτη, στο αριστερό πόδι και στο αντίστοιχο μεγάλο δάχτυλο. Το 2009 που ανακαλύφθηκαν οι επεμβάσεις, τα συμπληρώματα – εκτός από αυτό της μύτης – απομακρύνθηκαν.

«Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα»! λέγεται ότι αναφώνησε ο έλληνας εργάτης στις 15 Απριλίου 1863 προς την αρχαιολογική αποστολή του γάλλου υποπροξένου Καρόλου Σαμπουαζό, η οποία έκανε ανασκαφές στα βόρεια της Σαμοθράκης. Είχε ανακαλύψει τα πόδια και τον κορμό του αγάλματος. Λίγο καιρό μετά, και ενώ η Σαμοθράκη βρισκόταν ακόμη υπό τουρκικό ζυγό, το άγαλμα της Νίκης έφτασε στο Λούβρο, στις 11 Μαΐου 1864, αλλά με σημαντικές ελλείψεις. Ο Σαμπουαζό πήρε τη Νίκη από τη Σαμοθράκη, αφήνοντας πίσω την πλώρη στην οποία πατούσε το άγαλμα, γιατί λανθασμένα πίστευε ότι ανήκε σε άλλο γλυπτό. Χωρίς την πλώρη, όμως, το άγαλμα δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο. Το πρόβλημα έλυσαν αυστριακοί αρχαιολόγοι το 1875, όταν συνειδητοποίησαν ότι τελικά η πλώρη ήταν μέρος της σύνθεσης της Νίκης. Ο Σαμπουαζό κατάφερε να πάρει και αυτό το κομμάτι στη Γαλλία.

Το άγαλμα της ελληνιστικής εποχής αποτελεί μία από τις φτερωτές Νίκες. Οι άλλες δύο εκτίθενται η μεν πρώτη, που αποτελεί ρωμαϊκό αντίγραφο και το βρήκαν αυστριακοί αρχαιολόγοι, στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης, η δε δεύτερη, που βρέθηκε από την αμερικανική αποστολή του Καρλ Λέμαν και της Φίλις Γουίλιαμς-Λέμαν το 1949, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης.

Την ίδια στιγμή, στο Λούβρο βρίσκεται ο λίθος VII από την ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα. Πρόκειται για τη λεγόμενη «Πλάκα των Εργαστίνων», καθώς απεικονίζει τις νεαρές παρθένες της Αθήνας που ύφαιναν το ιερό πέπλο της Αθηνάς για τη μεγάλη πομπή των Παναθηναίων. Βρίσκεται επίσης και μία μετόπη από τη νότια πλευρά του Παρθενώνα στην οποία απεικονίζεται μία σκηνή από την Κενταυρομαχία.

Στην αίθουσα του Λούβρου με τις ελληνικές αρχαιότητες συναντάμε μεταξύ άλλων και την Κεφαλή Rampin, η οποία ανήκει στο άγαλμα του Ιππέα Rampin (γύρω στο 550 π.Χ.). Του δόθηκε το συγκεκριμένο όνομα από τον γάλλο συλλέκτη Georges Rampin, πρώτο κάτοχο του αγάλματος. Το υπόλοιπο μέρος του αγάλματος βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης.

Τέλος, στα πολύ σημαντικά αρχαιοελληνικά εκθέματα που ξεχωρίζουν στο Μουσείο του Λούβρου συγκαταλέγονται τμήματα από τις ανάγλυφες μετόπες του ναού του Δία στην Ολυμπία (η ανέγερσή του άρχισε το 470 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 456 π.Χ.) που μεταφέρθηκαν εκεί τον 19ο αιώνα από τη Γαλλική Αποστολή του Μεζόν.

Η Γλυπτοθήκη του Μονάχου

Πρόκειται ουσιαστικά για το Μουσείο που φιλοξενεί τη συλλογή του βαυαρού βασιλιά Λουδοβίκου Α’ (πρόκειται για τον πατέρα του βασιλιά Οθωνα). Ανάμεσα στα διασημότερα γλυπτά της περιλαμβάνονται δύο εξαιρετικοί κούροι της αρχαϊκής περιόδου: ο Κούρος του Μονάχου (έργο αττικού εργαστηρίου του 540 π.Χ.) και ο Κούρος της Τενέας (έργο κορινθιακού εργαστηρίου του 6ου αιώνα π.Χ.). Αναμφισβήτητα βέβαια το σπουδαιότερο έκθεμα είναι τα γλυπτά αετώματα από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα.

Ηταν Απρίλιος του 1811 όταν ο βρετανός αρχιτέκτονας Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ μαζί με τον Χάλερ φον Χάλερσταϊν, επίσης αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαυαρίας, έναν ακόμη βρετανό αρχιτέκτονα, τον Τζον Φόστερ, και τον ζωγράφο Γιάκομπ Λινκ έφτασαν στην Αίγινα προκειμένου να μελετήσουν τον ναό του Πανελληνίου Διός, όπως θεωρούσαν τότε το ιερό της Αφαίας. Εκεί οι αρχαιοθήρες φυγάδευσαν τα γλυπτά αετώματα του ναού με τις παραστάσεις από τις εκστρατείες της Τροίας, τα διεκδίκησαν ο καθένας για λογαριασμό της χώρας του και τέλος τα πούλησαν σε δημοπρασία, για να βρεθούν στην κατοχή του Λουδοβίκου Α’.

Από το Βατικανό μέχρι τη Νέα Υόρκη

Οπως προαναφέρθηκε, έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης βρίσκονται διασκορπισμένα στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Για παράδειγμα, στα Μουσεία του Βατικανού σώζεται έργο ενός από τους μεγαλύτερους αγγειογράφους και αγγειοπλάστες της αρχαιότητας, του Εξηκία (η καλλιτεχνική του δραστηριότητα τοποθετείται από το 550 έως και το 520 π.Χ.). Η υπογραφή του έχει σωθεί σε αρκετά αγγεία, κυρίως αμφορείς και κύλικες. Πρόκειται για έναν μελανόμορφο αμφορέα ο οποίος φέρει παράσταση του Αίαντα και του Αχιλλέα να παίζουν πεσσούς.

Η κατασκευή τώρα του Μουσείου της Περγάμου στο Βερολίνο συνδέεται με τα ευρήματα των γερμανικών αρχαιολογικών αποστολών του 19ου αιώνα. Ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1930, και εντός του στεγάζονται τα ανακατασκευασμένα οικοδομήματα μεγάλου μεγέθους του βωμού της Περγάμου και της πύλης της αγοράς της Μιλήτου, των οποίων τα μέρη μεταφέρθηκαν από την αρχαία πόλη της Μιλήτου στην Ιωνία. Την ίδια στιγμή, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης εκτίθεται η λεγόμενη σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βρέθηκε το 1887 στη βασιλική νεκρόπολη της Σιδώνας στη Φοινίκη (σημερινό Λίβανο) και χρονολογείται μεταξύ 320 και 310 π.Χ. Συνδέθηκε με τον Αβδαλώνυμο, τον τελευταίο βασιλιά της τοπικής δυναστείας της Σιδώνας, τον οποίο ανέβασε στην εξουσία ο Αλέξανδρος μετά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. Στις τέσσερις πλευρές και στα αετώματα υπάρχουν περίτεχνες ανάγλυφες παραστάσεις με σκηνές κυνηγιού και μαχών ανάμεσα σε Ελληνες και Ανατολίτες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι ζωφόροι των δύο μακρών πλευρών: Στη μία πλευρά βλέπουμε μια μάχη στην οποία γυμνοί έλληνες πολεμιστές αντιμετωπίζουν Πέρσες. Στην αριστερή άκρη εικονίζεται έφιππος ο Αλέξανδρος. Εχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για τη μάχη της Ισσού. Η ζωφόρος της άλλης πλευράς δείχνει ένα βασιλικό κυνήγι όπου συμμετέχουν Ελληνες και Ανατολίτες και το κύριο θήραμα είναι ένα μεγάλο λιοντάρι. Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και πάλι έφιππος, εδώ όμως τον συνοδεύει και ένας επίσης έφιππος Ανατολίτης, που πρέπει να είναι ο Αβδαλώνυμος.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, από την πλούσια συλλογή αρχαίας τέχνης του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστώνης ξεχωρίζουν το χρυσό σκουλαρίκι (350-325 π.Χ.) που αναπαριστά μία Νίκη να οδηγεί άρμα και η κεφαλή της Αφροδίτης Βartlett (330-300 π.Χ.) σε παριανό μάρμαρο που θεωρείται ότι προέρχεται από το εργαστήριο του Πραξιτέλη. Ωστόσο πλούσια συλλογή διαθέτει και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Ανάμεσα στα πιο διάσημα εκθέματά του είναι αναμφισβήτητα το κυκλαδικό αγαλματίδιο του Αρπιστή (2800-2300 π.Χ.) από παριανό μάρμαρο και το κυκλαδικό γυναικείο ειδώλιο, γνωστό ως αριστούργηµα του Μπάτση (2400 π.Χ.).