Ελλάδα και κρυπτο-αποικιοκρατία: συνωμοτικές θεωρίες και ιδεολογικές παρερμηνείες

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οφείλω να ευχαριστήσω την κυρία Βάσω Κιντή, η οποία με το πρόσφατο άρθρο της «Η Ελλάδα είναι ένα κρυπτο-αποικιακό κράτος;» («Το Βήμα», 11 Αυγούστου 2019) αναβάθμισε μια έως τώρα καθαρά ακαδημαϊκή συζήτηση σε δημοσίως ενδιαφέρον θέμα. Θεωρώ όμως αναγκαία τη διόρθωση των παρερμηνειών που προκύπτουν από το επιχείρημά της προτού διαχυθούν ακόμη πλατύτερα και εμποδίσουν τη σοβαρή και ψύχραιμη συζήτηση του θέματος.
Η κυρία Κιντή επικαλείται τον μεγάλο φιλόσοφο της επιστήμης, τον Karl Popper, και το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της σκέψης του, δηλαδή το κριτήριο της διαψευσιμότητας. Αλλά η ίδια δεν προσαρμόζει αυτό το κριτήριο στο δικό της κείμενο. Ισχυρίζεται, χωρίς να τεκμηριώσει το συμπέρασμά της, ότι ο Popper δεν είναι δημοφιλής γιατί έκανε κάποια κριτικά σχόλια για τον μαρξισμό και προσπαθεί, χωρίς πάλι να εξηγήσει σε τι βασίζει την άποψή της, να υπαινιχθεί – τακτική, εξάλλου, εκείνων που αποφεύγουν ακριβώς αυτό το κριτήριο της διαψευσιμότητας – ότι η περιγραφή της Ελλάδας ως κρυπτο-αποικιακού κράτους οφείλεται σε αριστερής έμπνευσης συνωμοτική θεωρία.
Συμφωνούμε απόλυτα ότι οι συνωμοτικές θεωρίες δεν μπορούν ποτέ, καθ’ ορισμόν, να ικανοποιήσουν το αυστηρό κριτήριο της διαψευσιμότητας. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι μια περιγραφή ή ένα πρότυπο δεν αποτελεί αναγκαστικά και «θεωρία». Θα ήθελα επιπλέον να επισημάνω το γεγονός ότι δεν είμαι «υποστηρικτής» του προτύπου της κρυπτο-αποικιοκρατίας, αλλά εκείνος που πρώτος, όσο γνωρίζω, το χρησιμοποίησε με την υπό συζήτηση επιστημονική έννοια. Μακριά από το να είναι μια θετικιστικά ταξινομική κατηγορία, το πρότυπο της κρυπτο-αποικιοκρατίας αποτελεί απλά ένα ευριστικό εργαλείο, το οποίο θα μπορούσε να μας βοηθήσει να ανιχνεύσουμε πιο συνειδητά την επίδραση της αποικιοκρατίας εκεί που οι φορείς αρνούνται να την αναγνωρίσουν. Αρα, γιατί και με ποια κίνητρα η κυρία Κιντή αναβάθμισε το πρότυπο αυτό στο επίπεδο θεωρίας;
Προφανώς η συνωμοτική θεωρία δεν βρίσκεται εκεί που την ψάχνει η κυρία Κιντή. Βρίσκεται, αντίθετα, στους ισχυρισμούς της ίδιας, η οποία, χωρίς να τεκμηριώσει την άποψή της, συνδυάζει τον περιγραφικό όρο «κρυπο-αποικιοκρατία» με τη θέση ενός πολιτικού κόμματος για την οποία εκφράζει σαφή δυσαρέσκεια. Ποιος, άραγε, παράγει συνωμοτικές θεωρίες; Αν υπάρχει κάποια συρροή μεταξύ της άποψής μου και της θέσης εκείνου του κόμματος, μήπως οφείλεται, όχι σε συνωμοσία, αλλά σε συμπεράσματα βγαλμένα από εμπειρικά δεδομένα, παράλληλα αλλά τελείως ανεξάρτητα, από μέλη εκείνου του κόμματος και από μένα; Εδώ ο ισχυρισμός περί συνωμοτικής θεωρίας αρχίζει να λαμβάνει όλο και σαφέστερα την εμφάνιση μιας πραγματικής συνωμοτικής θεωρίας στα χέρια της κυρίας Κιντή, ιδιαίτερα μάλιστα διότι αναφέρεται η ίδια σε ιδεολογικές αντιπαραθέσεις (μαρξισμού – φιλελευθερισμού) που επιδεικνύουν τις δικές της πολιτικές προθέσεις. Και επειδή δεν παραδέχεται ευθέως την προκατάληψή της, από την άποψή της λείπει πλήρως ακριβώς εκείνο το σεβαστό κριτήριο της διαψευσιμότητας.
Είναι φανερό ότι η συγγραφέας δεν εξέτασε τα επιστημονικά κείμενά μου για την κρυπτο-αποικιοκρατία τα οποία παρουσιάζουν ποικιλόμορφες τεκμηριώσεις για την εξάρτηση του ελληνικού κατεστημένου από δυτικά συμφέροντα ήδη από τα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου κράτους. Προτίμησε να κρύψει το επιχείρημά της πίσω από μια επιπόλαιη ανάγνωση δύο συνεντεύξεων και αγνοώντας τον εμπειρικό χαρακτήρα των ισχυρισμών μου για τη σχέση ελληνικού κατεστημένου και δυτικών δυνάμεων. Ισως, ως φιλόσοφος, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να προσφέρει εμπειρικές αποδείξεις, παρ’ όλο που επιμένει θεωρητικά στην αναγκαιότητά τους. Αλλά αν είναι έτσι τα πράγματα, φαίνεται ακόμη πιο παράδοξη η εμμονή της στο κριτήριο της διαψευσιμότητας.
Η θέση της κυρίας Κιντή θυμίζει τις αντιθέσεις των πιο συντηρητικών – και, προφανώς, αφοσιωμένων στα ξενόφερτα πρότυπα της αρχαιολατρίας – στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τις απόψεις του Μάρτιν Μπερνάλ για τις αφρικανικές ρίζες, όπως ισχυρίσθηκε εκείνος, σημαντικών στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού. Στόχος μου εδώ δεν είναι να υπερασπισθώ τη θέση του Μπερνάλ, του οποίου η μεθοδολογία και τα συμπεράσματα δικαίως, τουλάχιστον εν μέρει, δέχθηκαν τα αποτελεσματικά πυρά διάφορων διακεκριμένων ειδικευμένων επιστημόνων. Είναι, αντίθετα, να θέσω το ερώτημα: τι όφελος μπορεί κανείς να αντλήσει από μια απληροφόρητη επίθεση κατά ιδεών, επίθεση η οποία εξάλλου ξεφεύγει εντελώς από το φιλελεύθερο όραμα ανοικτού διαλόγου διεξαγομένου βάσει σοβαρής και εξαντλητικής εξέτασης των δεδομένων;
Για να υποστηρίξει τη θέση της, η κυρία Κιντή επέλεξε ορισμένα σχόλιά μου, εκτός συμφραζομένων, που προφανώς της φαίνονταν να εξυπηρετούν τους δικούς της καθαρά ιδεολογικούς σκοπούς. Ετσι, ασχολήθηκε, παραδείγματος χάριν, με ένα σχόλιο όπου περιγράφω μια συζήτηση περί κοινωνικής τάξης και ευρωπαϊκότητος στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Μα γιατί της φαίνεται οριενταλιστική η παρατήρηση; Αντίθετα, ο στόχος μου ήταν να αποκρούσω τον αυτο-οριενταλισμό εκείνων που, όπως και η ίδια η κυρία Κιντή, ενδύονται αδιάκριτα το πέπλο εκείνης της ευρωπαϊκότητας που στο παρελθόν γέννησε εκφράσεις όπως «εις τας Ευρώπας», φράσεις, εξάλλου, που τράβηξαν την κριτική προσοχή αντιφρονούντων ελλήνων παρατηρητών της εποχής.
Εκείνοι, μακριά από το να είναι «περιπλανούμενοι» (περιγραφή που άδικα μου αποδίδει η κυρία Κιντή), αλλά δυσκολευόμενοι λόγω πολιτικών συνθηκών να ανατρέψουν την επιρροή του ξενόφερτου κατεστημένου, ωστόσο άσκησαν την προσωπική ανεξαρτησία τους ειρωνευόμενοι την υποδουλωτική μίμηση της δήθεν ευρωπαϊκότητας και αποδεικνύοντας έτσι πού ακριβώς βρισκόταν ο οριενταλισμός – στο ίδιο κατεστημένο, δηλαδή, το οποίο αντιπροσωπεύει στην εποχή μας η κυρία Κιντή.
Και αν η κυρία Κιντή διαφωνεί με την άποψη ότι ορισμένοι τουλάχιστον Ελληνες (οι ανθρωπολόγοι δεν καταφεύγουν σε γενικεύσεις του είδους «ο Ελληνας είναι αυτό η εκείνο») δυσαρεστήθηκαν με τη σύγκριση Ελλάδας και Ταϊλάνδης λόγω υποκειμένων προκαταλήψεων, μια άποψη που βασίζεται εν μέρει σε συζητήσεις με έλληνες παρατηρητές, πώς θα αποδείξει το αντίθετο έχοντας πάντα υπόψη το κριτήριο της διαψευσιμότητας; Ηδη σε κάποια συζήτηση στο Facebook απορρίπτεται ως αυτονόητα απαράδεκτη η σύγκριση Ελλάδας – Ταϊλάνδης. Αλλά καμία θέση δεν είναι αυτονόητη, όσο και να φαίνεται να είναι στους ήδη πεπεισμένους.
Γιατί δεν δέχονται ορισμένοι να τη συζητήσουν; Επειδή, όπως ήδη υπαινίσσεται η κυρία Κιντή στην ίδια συζήτηση στο Διαδίκτυο, φοβούνται μήπως εκμεταλλευθώ την άρνησή τους για να ισχυριστώ ξανά τα περί συνωμοσίας; ‘Η μήπως είχα δίκιο εγώ με τον ισχυρισμό μου περί προκαταλήψεως; Και αν είναι έτσι, ποιος άραγε είναι ο οριενταλιστής; Οταν ένας αντιπρόσωπος της φιλοδυτικής συντήρησης κατηγορεί για οριενταλισμό, θυμίζει, ως τακτική αν όχι ακριβώς από την ίδια ιδεολογική θέση, τα χουντικά συνθήματα περί «ερυθρού φασισμού».
Η σύγκριση με την Ταϊλάνδη, εξάλλου, παρουσιάζει, όπως έχω τονίσει, και σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Κάθε άλλο παρά ισοπεδωτική είναι (ο όρος είναι πάλι της κυρίας Κιντή). Μια «σύγκριση» που αναγνώριζε μόνο ομοιότητες δεν θα προσκόμιζε μεγάλα διανοητικά κέρδη. Και όντως, ενώ η Ταϊλάνδη, μετά το λαμπρό μάθημα δημοκρατικότητας που προσέφεραν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Θαμασάτ της Μπανγκόκ στους ήρωες του Πολυτεχνείου, γρήγορα ξανάπεσε στα χέρια αλλεπάλληλων στυγνών δικτατόρων, η Ελλάδα, καθοδηγημένη με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα από τον τότε εκ νέου διαφωτισμένο Κωνσταντίνο Καραμανλή, οδηγήθηκε στη σταθερή δημοκρατικοποίηση που άνοιξε τον δρόμο στις εκλογικές νίκες ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στην επανειλημμένη επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας. Τι κρίμα που ορισμένοι λεγόμενοι φιλελεύθεροι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν αυτό το ανεκτίμητο κατόρθωμα και προσπαθούν, με τις συνωμοτικές θεωρίες τους και την αφοσίωσή τους σε ιδεολογικές θέσεις που αρνούνται να αναγνωρίσουν ως τέτοιες, να ξαναβυθίσουν την Ελλάδα στην κρυπτο-αποικιοκρατία αναβιώνοντας πρότυπα και συνθήματα που απέχουν πολύ από την πραγματική έννοια της φιλελεύθερης σκέψης. Ποιοι, άραγε, είναι οι πραγματικοί φορείς της κρυπτο-αποικιοκρατίας, αν όχι εκείνοι που επιδιώκουν να την κρύψουν;
Στην αρχή αυτής της απάντησης, εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου στην κυρία Κιντή για την ευρύτερη ορατότητα που έδωσε στη σκέψη μου με το άρθρο της. Αλλά αυτή η ευγνωμοσύνη έχει μία ακόμη πιο ουσιαστική διάσταση. Γιατί η πιο σαφής τεκμηρίωση της θέσης μου, και η πιο σαφής ενσάρκωση της κρυπτο-αποικιοκρατούμενης κοσμοθεωρίας, είναι η βαθιά υπεραμυντικότητα που εκφράζεται τόσο ξεκάθαρα, και μάλιστα με τη μορφή οριενταλιστικής και ψυχροπολεμικής συνωμοτικής θεωρίας, στο επιχείρημα της κυρίας Κιντή.
Ο κ. Μάικλ Χέρτσφελντ είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

