Δεν θα ήθελες ποτέ να βρεθείς σε βίαιη αντιπαράθεση με τον Τζέισον Στέιθαμ, εκτός και αν οι γνώσεις σου στο καράτε, το MMA, το γουσού, το γουίνγκ τσουν κουνγκ φου, το βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου και το κικ-μπόξινγκ είναι – τουλάχιστον – επαρκείς. Διότι ο Τζέισον Στέιθαμ όχι απλώς είναι βαθύς γνώστης όλων των παραπάνω πολεμικών τεχνών αλλά εξασκείται σε αυτές σε καθημερινή βάση. Ετσι εξάλλου μπορεί να εξηγηθεί η άριστη φυσική του κατάσταση: ένα καλλίγραμμο, επιμελώς φροντισμένο σώμα που, βέβαια, είναι το πιο πολύτιμο εργαλείο του βρετανού ηθοποιού σε περίπου 50 ταινίες.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, οι ταινίες που ο Στέιθαμ γύρισε από το 2002 ως το 2017 έχουν αποφέρει κάτι παραπάνω από 1 δισ. δολάρια μόνο στα ταμεία των αιθουσών, χωρίς δηλαδή να μετράμε τα έσοδα των DVD ή άλλων μέσων ή merchandise. Μια μηχανή χρημάτων στην κυριολεξία που δείχνει να μη σκουριάζει εύκολα παρότι στις 26 του περασμένου Ιουλίου ο Στέιθαμ γιόρτασε τα 55α γενέθλιά του πλαισιωμένος από την επί σειρά ετών σύντροφό του, Ρόζι Χάντινγκτον-Γουάιτλι, και τα δύο τους παιδιά. Μαζί με τον πάντα δυναμικό χαρακτήρα των ηρώων που αναλαμβάνει, ένα ακόμα βασικό στοιχείο που έχει βοηθήσει τον Τζέισον Στέιθαμ να γίνει τόσο αγαπητός, σε γυναίκες και άνδρες όλων των ηλικιών και κάθε εθνικότητας σε κάθε γωνιά του πλανήτη, είναι η κάπως αντιστάρ γοητεία του. Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος, σπανίως γελάει, το βλέμμα του κυμαίνεται ανάμεσα στη βλοσυρότητα και την επιφυλακτικότητα και επιμένει μονίμως να μιλάει με μια βαριά, σχεδόν «cockney» βρετανική προφορά, η οποία ορισμένες φορές μπορεί να γίνει (και γίνεται) πραγματικά ενοχλητική. Ωστόσο όλα αυτά τα στοιχεία μαζί καταλήγουν σε ένα πρωτόγνωρο συνονθύλευμα «αγγλικής αρρενωπότητας» το οποίο μουντζουρώνει τελείως την εικόνα του κλασικού, κλασάτου Βρετανού, μια διαφορετικότητα η οποία, κατά τα φαινόμενα, αρέσει.

Η περίπτωσή του, μάλιστα, έχει απασχολήσει ακόμα και την επιστήμη. Αρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό «Times Higher Education» πριν από μερικά χρόνια ανέφερε ότι ο πανεπιστημιακός εκδοτικός οίκος Manchester University Press ανέθεσε ακαδημαϊκή μελέτη ανάλυσης του αντίκτυπου που είχε ο Τζέισον Στέιθαμ στη βρετανική και αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία από το ντεμπούτο του το 1998 έως το 2018. Tα συμπεράσματά της έγιναν βιβλίο με τίτλο «Crank it up Jason Statham: Star!».

Παραλίγο στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Σε κάθε περίπτωση, ο Τζέισον Στέιθαμ, τον οποίο αναμένεται να δούμε σε αρκετές νέες ταινίες στο άμεσο μέλλον, δύο από τις οποίες αποτελούν συνέχειες προηγούμενων εισπρακτικών επιτυχιών του – «Τhe Meg 2: The Τrench» και «Αναλώσιμοι 4» (γυρίσματα του τελευταίου έγιναν και στην Ελλάδα) -, πρώτον, δεν είναι καθόλου τυχαία περίπτωση και, δεύτερον, εργάστηκε σκληρά χύνοντας τόνους ιδρώτα για να καταφέρει να βρεθεί στο σημείο που όλοι γνωρίζουμε. Γιος της χορεύτριας Αϊλίν Γέιτς και του πλανόδιου πωλητή (και ενίοτε τραγουδιστή) Μπάρι Στέιθαμ, ο Τζέισον Στέιθαμ γεννήθηκε στο Σάιρμπρουκ του Ντέρμπισιρ της Αγγλίας και από πολύ μικρός είχε θέσει υψηλούς στόχους στον αθλητισμό. Για ένα μεγάλο διάστημα συμμετείχε στη Εθνική Ομάδα Καταδύσεων. Αν και κατά τη διάρκεια της 12ετούς καριέρας του στους βατήρες ο Στέιθαμ δεν κέρδισε ποτέ μετάλλιο, συμμετείχε στους αγώνες της Κοινοπολιτείας το 1990 και τρεις φορές έφτασε κοντά στο να αγωνιστεί για τη Μεγάλη Βρετανία σε Ολυμπιακούς Αγώνες (το 1988, το 1992 και το 1996). «Παρά τη σκληρή δουλειά, η αποτυχία μου να κερδίσω ένα μετάλλιο με έκανε πιο πειθαρχημένο, με έμαθε να επικεντρώνομαι στη σκληρή δουλειά και με καθόρισε για την επιτυχία των μελλοντικών μου προσπαθειών» είχε δηλώσει παλαιότερα (το 2014 εισήχθη στο International Sports Hall of Fame). Αργότερα, ο Στέιθαμ υπήρξε και μοντέλο μόδας και εν τέλει, βέβαια, μπήκε στον χώρο της υποκριτικής, όπου και παρέμεινε.

Συνεργασίες με Γκάι Ρίτσι – Λικ Μπεσόν

Ο Γκάι Ρίτσι τον έκανε για πρώτη φορά γνωστό επιλέγοντάς τον για έναν από τους βασικούς ρόλους της βίαιης μα συγχρόνως χιουμοριστικής γκανγκστερικής περιπέτειας «Δύο καπνισμένες κάννες» (1998). Ο Στέιθαμ ανάπτυξε καλή συνεργασία με τον Ρίτσι σε ταινίες όπως το «Ρεβόλβερ» (2005) και πολύ πρόσφατα το «Ενας οργισμένος άντρας εκδικείται» (2021). Ωστόσο η μεγάλη έκρηξη του Τζέισον Στέιθαμ οφείλεται στον Γάλλο Λικ Μπεσόν, τον εγκέφαλο πίσω από την τεράστια επιτυχία του franchise «The Τransporter» (2002), που βοήθησε τον ηθοποιό να κατακτήσει την κορυφή παίζοντας τον μυστηριώδη, αμίλητο Φρανκ Μάρτιν, μεταφορέα «ύποπτων πακέτων» στη Γαλλική Ριβιέρα. Η επιτυχία της ταινίας ήταν τόσο μεγάλη που το αποτέλεσμα ήταν τρεις συνέχειές της, με τον Στέιθαμ και πάλι πρωταγωνιστή στις δύο εξ αυτών (του 2005 και του 2008). Στη δεκαετία του 2000 ο Στέιθαμ πρωταγωνίστησε σε αρκετά b-movies που έκαναν απροσδόκητα «τρελά» λεφτά, όπως π.χ. το «Εκτός ορίων» (2006) ενώ οι «Αναλώσιμοι», των οποίων την τέταρτη περιπέτεια θα δούμε σύντομα, έγιναν επίσης blockbuster το 2010. Επίσης, ο Στέιθαμ έχει παίξει και σε τέσσερις ταινίες της σειράς περιπετειών «Οι μαχητές των δρόμων».

Οσκαρ στους κασκαντέρ!

Επαγγελματίας με την απόλυτη έννοια του όρου, ο Τζέισον Στέιθαμ γνωρίζει πολύ καλά τον κόπο που απαιτείται και τους κινδύνους που υπάρχουν στα γυρίσματα επικίνδυνων σκηνών, όπου τις περισσότερες φορές οι αντικαταστάτες των ηθοποιών (κασκαντέρ), ενώ κάνουν την πιο δύσκολη και «βρώμικη» δουλειά, παραμένουν στην αφάνεια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κατά τη διάρκεια της καριέρας του ουκ ολίγες φορές ο Στέιθαμ έχει ζητήσει να υπάρξει κατηγορία για βραβείο Οσκαρ που να τιμά το έργο των ανδρών και γυναικών κασκαντέρ στις ταινίες. «Νομίζω ότι είναι μια παραμελημένη ιδιότητα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πόση ευθύνη έχουν αυτοί οι επαγγελματίες για ορισμένες από τις σκηνές των ταινιών» έχει δηλώσει στο παρελθόν. «Το μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχαγωγίας στις ταινίες δράσης είναι δική τους ευθύνη και γι’ αυτό οι κασκαντέρ είναι πραγματικά οι αφανείς ήρωες. Ρισκάρουν τη ζωή τους, αλλά κανείς δεν τους αποδίδει τα εύσημα. Και την ίδια ώρα βλέπεις τους ηθοποιούς που προσποιούνται ότι κάνουν όλα αυτά τα ακροβατικά».