Εκδότες της διακοσιετηρίδας
Από τον 19ο στον 21ο αιώνα, από το έντυπο στο διαδραστικό βιβλίο. Πέντε από τους παλαιότερους έλληνες εκδότες σκιαγραφούν το προφίλ του έλληνα αναγνώστη και την πορεία του ελληνικού βιβλίου μέσα από πολέμους, κρίσεις και πανδημίες

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο νεαρότερος ιδρύθηκε μέσα στην Κατοχή. Ο αρχαιότερος μετρά ήδη 136 χρόνια ζωής. Επιβίωσαν από την πτώχευση του 1893 και του 1932, από τον πόλεμο του 1897 και παγκόσμιους πολέμους, πολιτική αστάθεια και δικτατορίες. Νέες εκδοτικές φωνές της μεταπολίτευσης κυριαρχούν σήμερα στο εκδοτικό τοπίο, αλλά οι «Μαθουσάλες» του χώρου δίνουν μαρτυρίες διάρκειας και ανθεκτικότητας. Μετρώντας εφέτος 200 χρόνια ανεξάρτητου ελληνικού βίου, αναζητήσαμε πέντε από τους αρχαιότερους εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα που παραμένουν δραστήριοι και δυναμικοί στο γενικό, στο επιστημονικό και στο παιδικό βιβλίο, και ζητήσαμε να μάθουμε το μυστικό της αντοχής τους στον χρόνο και τις εκτιμήσεις τους για το παρόν και το μέλλον του χώρου. Συμφωνούν ότι ο Ελληνας διαχρονικά διαβάζει Ιστορία, ότι θέλει βιβλίο φθηνό μεν, ποιοτικό δε. Οικογενειακές επιχειρήσεις, με έμφαση στην παράδοση αλλά και διάθεση ευελιξίας και προσαρμογής σε νέα δεδομένα, ζητούν τον διαρκή εμπλουτισμό των συλλογών των βιβλιοθηκών και την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας στο σχολείο και στο σπίτι με την υπομονετική ανάγνωση των κλασικών. Οσο για τον κλάδο, υπάρχει μεράκι, θα πουν όλοι, ποιότητα, ταχύτητα και πλουραλισμός. Η συνεργασία με τον διπλανό ως τώρα ήταν δύσκολη, με τους εκδότες να αλληλοϋποβλέπονται, φαίνεται όμως πως οι νέες γενιές έχουν διάθεση να συνεργαστούν.
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
«Την πρωτιά την αναζητήσαμε στην καλή φήμη»
Η «γιαγιά» του ελληνικού εκδοτικού κόσμου. Ιδρύεται ως γενικό βιβλιοπωλείο το 1885 από τον τήνιο δημοσιογράφο και δάσκαλο Γεώργιο Κασδόνη και περνάει στον ανιψιό του Γιάννη Κολλάρο. Για την Εύα Καραϊτίδη, πέμπτη γενιά στη διοίκηση της Εστίας, η ανθεκτικότητά της οφείλει «διαφορετικά πράγματα σε κάθε γενιά, που φέρει τα δικά της χαρακτηριστικά και τα αποτυπώματα της εποχής της. Στην Κατοχή δεν εξέδιδαν βιβλία, έζησαν δύσκολα, όπως οι πλείστοι. Στην ιστορία της Εστίας εντοπίζουμε καλό σχολικό βιβλίο και εκπαιδευτικό βιβλίο, λεξικά, ποίηση, λογοτεχνία, το περιοδικό Νέα Εστία που εκδίδεται αδιαλείπτως από το 1927, τους πεζογράφους της γενιάς του 1930, που εκδίδονται σε μας από τη δεκαετία του 1950, νεότερους έλληνες και ξένους λογοτέχνες, από τη δεκαετία του 1980, έμφαση στην Ιστορία και στις μαρτυρίες τις τελευταίες δεκαετίες, στο δοκίμιο, στη φιλοσοφία, στην ψυχανάλυση. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό σε όλες τις γενιές είναι το αίσθημα ευθύνης, προσφοράς, εργατικότητας, η προσήλωση στην εκπαίδευση υψηλής ποιότητας μαθητών και ενηλίκων, η πίστη στον σκοπό αυτόν και η εμπιστοσύνη που δημιουργούσε η φερεγγυότητα των συναλλαγών. Ποτέ δεν είλκυσαν την Εστία οι εκδοτικές μόδες του αφρού. Τιμούμε την παράδοση – πράγμα εξαιρετικά απαιτητικό έτσι κι αλλιώς – και δεν πιστεύουμε πως χρειάζεται να καινοτομούμε, το κάνουν άλλοι καλύτερα από μας. Οι τελευταίες γενιές είδαμε τον ρόλο του εκδότη σαν ένα σύνολο δεοντολογικών ιδιοτήτων. Την πρωτιά την αναζητήσαμε στην καλή φήμη και στην αξιοπιστία, κάνοντας εκδοτικές επενδύσεις κάποτε αβέβαιες αλλά σημαντικές». Είναι μύθος ότι κινείται κυρίως η (καλή) λογοτεχνία, λέει. «Πολύ πουλάει η Ιστορία και το παιδικό βιβλίο που έχει μπει στο ελληνικό σπίτι, δεν το φοβούνται πλέον οι γονείς». Για τις πρόσφατες κρίσεις παραδέχεται: «Ανήκουμε σε αυτούς που επωμίσθηκαν χρέη δυσθεώρητα και τα βγάλαμε πέρα. Καπάκι ήρθε η υγειονομική κρίση, που έφερε όμως νέους αναγνώστες και μια εικόνα άνθησης του βιβλίου». Τι θέλει για τη συνέχεια; «Εναν θεσμό για το βιβλίο που να μην είναι κατ’ όνομα θεσμός αλλά να εκπληροί τον ρόλο του».
Εκδόσεις Αγκυρα
«Απαραίτητες η ανανέωση και η προσαρμογή»
Η διαδρομή της οικογένειας Παπαδημητρίου στον χώρο του βιβλίου ξεκίνησε το 1890 με γενάρχη τον Δημήτριο Δράκο Παπαδημητρίου και πρώτη έκδοση τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Στο τιμόνι βρίσκεται τώρα η τέταρτη γενιά, η Αναστασία, η Δήμητρα και η Αννα Παπαδημητρίου. Οικογενειακή επιχείρηση, οφείλει τη διάρκειά της, σύμφωνα με την Αναστασία Παπαδημητρίου, «στη συνεκτικότητα της οικογένειας, στην πίστη για την πραγμάτωση των στόχων, στον συγκερασμό της παράδοσης με το μελλοντικό όραμα, στην εναλλαγή των ρυθμών από accelando (σταδιακή αύξηση της ταχύτητας) σε allegro (εύθυμο ρυθμό)». Ειδικεύεται κυρίως στο παιδικό βιβλίο. «Οι νέοι γονείς είναι περισσότερο συνειδητοποιημένοι για την αναγκαιότητα της καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας» λέει. Οσον αφορά τους ενηλίκους, «εξαιρώντας τους μυημένους αναγνώστες και όσους έχουν συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο, τα τελευταία χρόνια διαβάζουν περισσότερο βιβλία που ζωογονούν την προσδοκία για καλύτερες μέρες στα διάφορα πεδία ζωής. Τελευταία, δεδομένης της επετείου για τα διακόσια χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, υπάρχει ιδιαίτερη κίνηση στα βιβλία με ανάλογο περιεχόμενο». Η πρόσφατη οικονομική κρίση ήταν, λέει, ένα μάθημα. «Θεωρώ ότι υπάρχουν ακόμη απομεινάρια της οικονομικής κρίσης. Το εκδοτικό τοπίο άλλαξε, όπως όλα αλλάζουν. Εμείς πάθαμε και μάθαμε εκτιμώντας τα οφέλη της διαδρομής». Ρεαλισμός και ευελιξία είναι, υπογραμμίζει, βασικά εφόδια αντοχής. Η μετάφραση τίτλων ελληνικής μυθολογίας σε ξένες γλώσσες και η διάθεσή τους από μουσεία ήταν μια τολμηρή απόπειρα μέσα στην κρίση που απέφερε. «Ισως η τωρινή υγειονομική κρίση να είναι χειρότερη από την οικονομική, σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο…» λέει. «Οσο για τις εκδοτικές επιχειρήσεις, είναι απαραίτητο να ανανεώνονται και να προσαρμόζονται στις εξελίξεις. Αυτό προσπαθούμε κι εμείς, με τα audio books, αλλά και με σύγχρονα διαδραστικά βιβλία για παιδιά, που συνδέουν το έντυπο με διαδραστικά προγράμματα στον υπολογιστή».
Εκδόσεις Ικαρος
«Χαμένοι της πανδημίας οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς»
Ιδρύθηκε το 1943 από τους Νίκο Καρύδη, Μάριο Πλωρίτη και Αλέκο Πατσιφά. Σήμερα στα ηνία είναι τα εγγόνια του Καρύδη, Νίκος Αργύρης και Μαριλένα Πανουργιά, ενώ παραμένει δραστήρια και η κόρη του, Κατερίνα Καρύδη. «Η σωστή και με σύνεση διαχείριση όλα αυτά τα χρόνια, η προσεκτική επιλογή των κειμένων που εκδίδουμε, σε συνδυασμό με έναν πολύ σημαντικό και διαχρονικό κατάλογο που αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς στα ελληνικά γράμματα» είναι το μυστικό της διάρκειας του οίκου, σχολιάζει ο Νίκος Αργύρης. Γι’ αυτόν οι χαμένοι της πανδημίας ήταν «οι νέοι, πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, των οποίων τα βιβλία ήταν δύσκολο να ανακαλύψουν οι αναγνώστες χωρίς την πρόταση του βιβλιοπώλη, το χάζεμα στους πάγκους και τις διά ζώσης παρουσιάσεις», αλλά πολύ πιο δύσκολη ήταν «η οικονομική κρίση των προηγούμενων ετών και οι συνέπειες μεγαλύτερες. Το εισόδημα του αναγνωστικού κοινού συρρικνώθηκε, ενώ ο υπέρμετρος δανεισμός από πλευράς επιχειρήσεων, με μεγάλα ανοίγματα στα οποία δυσκολευόντουσαν να ανταποκριθούν, έφερε αρνητικά αποτελέσματα σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία. Η υγειονομική κρίση της COVID-19, αν και έφερε αναστάτωση στη λειτουργία της αγοράς, δεν είχε τόσο σοβαρό αντίκτυπο στα οικονομικά μεγέθη των εκδοτικών εταιρειών. Ο κλάδος του λιανεμπορίου επλήγη σοβαρά, και πολλά βιβλιοπωλεία σίγουρα αντιμετώπισαν δυσκολίες, όμως μετά το σοκ του πρώτου διμήνου της πανδημίας οι βιβλιοπώλες και ο κλάδος ολόκληρος προσαρμόστηκε γρήγορα στα νέα δεδομένα και κατάφερε να βρει τρόπους να εξυπηρετήσει τους αναγνώστες. Ο αυξημένος ελεύθερος χρόνος στο σπίτι, καθώς και το αυξημένο διαθέσιμο εισόδημα για διασκέδαση που δεν κατευθύνθηκε σε άλλες δραστηριότητες (κινηματογράφος, θέατρο, συναυλίες, ταξίδια), λειτούργησε ως αντίβαρο, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις βιβλίων είτε να παραμείνουν σταθερές, ή σε κάποιες περιπτώσεις να καταγράψουν και μικρές αυξήσεις». Οπως παρατηρεί, «οι Ελληνες διαβάζουν κυρίως λογοτεχνία (αστυνομική, ρομαντική) και βιβλία non-fiction, όπως ιστορικού ενδιαφέροντος ή αυτοβελτίωσης. Οι γυναίκες διαβάζουν σαφώς περισσότερο από τους άνδρες. Οι έλληνες αναγνώστες είναι συνηθισμένοι σε υψηλής ποιότητας εκδόσεις, αλλά το πρώτο κριτήριο για οποιονδήποτε αναγνώστη είναι πάντα το περιεχόμενο. Μόνο σε περιπτώσεις πραγματικά κακής ποιότητας της έκδοσης θα αποφύγει έναν τίτλο».
Εκδόσεις Γκοβόστη
«Τα βιβλία είναι ζωντανά και χρειάζονται τον φυσικό τους χώρο»
Ιδρύθηκαν από τον Kώστα Γκοβόστη το 1926. Πρώτο βιβλίο το Ονειρο ενός γελοίου του Nτοστογέφσκι. «Η διάρκειά μας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αγάπη μας γι’ αυτό που κάνουμε, στον πλουραλισμό των επιλογών μας και οπωσδήποτε στη συσσωρευμένη εμπειρία η οποία μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. Η προσεκτική επιλογή των τίτλων, οι φροντισμένες μεταφράσεις, η ποικιλία στα θέματα και το εκδοτικό μας αισθητήριο μάς έχουν βοηθήσει να προσφέρουμε στο ελληνικό κοινό εμβληματικά έργα λογοτεχνίας, σημαντικά επιστημονικά πονήματα, έγκυρα ιστορικά βιβλία, ποιητικές δουλειές υψηλών αξιώσεων και δημοφιλείς περιοδικές εκδόσεις» λέει ο εγγονός του ιδρυτή, Κώστας Γκοβόστης. «Οι Ελληνες διαβάζουν κυρίως λογοτεχνία, κλασική, αλλά και σύγχρονη. Ομως, υπάρχει, ιδίως τα τελευταία χρόνια, ένα σημαντικό αναγνωστικό κοινό που διαβάζει βιβλία Ιστορίας. Αναλάβαμε τα τελευταία δύο χρόνια την έκδοση του περιοδικού “Στρατιωτική Ιστορία” και, μέσω αυτού βλέπουμε ένα κοινό που πραγματικά “διψάει” για θέματα της στρατιωτικής, και όχι μόνο, Ιστορίας». Το αναγνωστικό κοινό στράφηκε, λέει, στα δοκίμια και στα βιβλία της Ιστορίας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης «προσπαθώντας να κατανοήσει τα αίτια, τις συνέπειες, την προέλευση αλλά και το “γιατί” της πολύπλευρης παγκόσμιας κρίσης». Την τελευταία περίοδο της υγειονομικής κρίσης, «οι αναγνώστες διάβασαν κυρίως έργα της κλασικής λογοτεχνίας και ποίηση». Παρατηρεί ότι η καραντίνα άφησε θετική κληρονομιά: «Εδωσε την ευκαιρία να διαβάσουμε πολυσέλιδα έργα που δεν “τολμούσαμε” να ξεκινήσουμε». Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης και τα πρόσφατα lockdowns, «από οικονομικής απόψεως μας επηρέασαν σίγουρα. Αλλά δεν είναι μόνο οι μειωμένες πωλήσεις το πρόβλημα» υποστηρίζει. «Τα βιβλία είναι ζωντανά και χρειάζονται τον φυσικό τους χώρο, το βιβλιοπωλείο, όπου θα γίνουν συζητήσεις και παρουσιάσεις, όπου συγγραφείς και αναγνώστες θα συναντηθούν, όπου παρέες θα μιλήσουν για τα τελευταία καλά βιβλία που διάβασαν ή θα κριτικάρουν τα “κακά” βιβλία».
Εκδόσεις Παπαζήση
«Κριτήριό μας ήταν πάντα η εγκυρότητα των βιβλίων μας»
Ιδρύθηκαν το 1929 από τον Αργύρη Παπαζήση, συνιδρυτή της Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά, ήρωα του Αλβανικού Μετώπου και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. «Ξεκινήσαμε ως εκδοτικός οίκος με πολιτική χροιά. Ανήκαμε πάντα στον χώρο της προόδου και αφήσαμε το σημάδι μας στο πανεπιστημιακό σύγγραμμα και στο πολιτικό βιβλίο» λέει ο εγγονός του ιδρυτή, Αλέξανδρος Παπαζήσης. Οι πρώτες εκδόσεις απευθύνονταν σε ένα στοχευμένο κοινό της κομμουνιστικής Αριστεράς, που διάβαζε, «ένα κοινό που μας στήριξε», εξηγεί, διευκρινίζοντας ότι «κριτήριό μας ήταν πάντα η εγκυρότητα των βιβλίων μας, οι δε επιλογές μας καλύπτουν όλο το επιστημονικό όσο και το πολιτικό φάσμα».
Εκτιμά ότι «διαχρονικά οι Ελληνες διαβάζουν ιστορικά βιβλία, τελευταία μάλιστα για την Ιστορία του Εμφυλίου, που ήταν θέμα-ταμπού ως το 2000, όταν άρχισε να αναπτύσσεται σχετική βιβλιογραφία. Κάποια στιγμή υπήρξε ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική γραμματεία. Το πολιτικό βιβλίο, βιβλία πολιτικών ή βιβλία που ασχολούνται σοβαρά με την πολιτική ως θεωρία και ως πράξη, τις τελευταίες δύο δεκαετίες βρίσκεται σε ύφεση». Η υγειονομική κρίση δεν επηρέασε ιδιαίτερα τον χώρο του βιβλίου, αλλά σίγουρα η οικονομική κρίση τον επηρέασε βαθιά, όπως εξηγεί: «Η πτώση της συνολικής αγοράς του βιβλίου από το 2010 ως σήμερα ανέρχεται τουλάχιστον στο 45%». Στο επιστημονικό βιβλίο οι εξελίξεις διεθνώς είναι ραγδαίες, λέει. «Παρατηρούμε μια τάση προς την έκδοση ψηφιακών βιβλίων (digital books), αλλά πιστεύω πως το έντυπο βιβλίο, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον, θα διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Επενδύουμε, φυσικά, κι εμείς στον χώρο των νέων τεχνολογιών και θεωρώ ότι ως το τέλος του τρέχοντος έτους θα έχουμε την πιο πλήρη βάση ψηφιακών δεδομένων στην Ελλάδα, έντυπα συγγράμματα που συνοδεύονται από πλούσιο ψηφιακό υλικό, ολοκληρωμένες προτάσεις e-learning με έναν τρόπο». Μέριμνα για τις βιβλιοθήκες, τακτικό εμπλουτισμό των συλλογών τους και ένα Παρατηρητήριο Βιβλίου που να συλλέγει στοιχεία για τον χώρο του βιβλίου προκειμένου να χαράσσεται εκπαιδευτική και βιβλιακή πολιτική βάσει αυτών είναι, για τον ίδιο, τα ζητούμενα για τη συνέχεια.

