Η Ειρήνη Παναγοπούλου είναι μια γυναίκα χαμηλών τόνων και όχι μόνο γιατί δεν δίνει συνήθως συνεντεύξεις – ακόμα και η φωνή της όταν μιλάει είναι σιγανή. Διαθέτει την, ενδεχομένως αντανακλαστική, μεγαλοαστική ευγένεια, απαλλαγμένη ωστόσο από την επιφανειακότητα των καλογυαλισμένων «τύπων». Είναι ένας άνθρωπος μαλακός, με την έννοια ότι όσες εμπειρίες διαπερνούν τον πυρήνα της ύπαρξής της δεν τη σκληραίνουν, αλλά μάλλον εμπλουτίζουν την ευαισθησία της και την εσωτερική βάσανο – καθόλου τυχαία κάποτε ήθελε να γίνει καλλιτέχνις. Τελικά ακολούθησε επαγγελματικά τα βήματα του πατέρα της, Περικλή Παναγόπουλου (1935-2019), πατριάρχη της ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας, αλλά παράλληλα είναι ένθερμη συλλέκτρια έργων τέχνης. Οχι για την τιμή των έργων, αλλά για τη χαρά τού να ζεις με την τέχνη. Θα το πει επανειλημμένα η ίδια, αλλά θα το φανερώσει και το ίδιο της το σπίτι, στο οποίο ένα πρώτο σάρωμα του βλέμματος αναγνωρίζει έργα καλλιτεχνών όπως ο Βλάσης Κανιάρης, ο Γιάννης Κουνέλλης, η Ετέλ Αντνάν, ο Takis, ο Αλέξης Ακριθάκης, η Λίντα Μπένγκλις. «Για εμένα είναι ένα κομμάτι της ψυχής μου αυτά τα έργα και απηχούν κάτι δικό μου. Ωστόσο ο όρος «συλλέκτης» είναι παρεξηγημένος».

Γιατί το λέτε αυτό;

«Γιατί τα τελευταία χρόνια ειδικά η τέχνη που ακούγεται πολύ είναι εκείνη που είναι ακριβή, οπότε έχει μπερδευτεί ο όρος «συλλέκτης» με εκείνον του «επενδυτή». Είμαι πολύ περήφανη για αυτή τη δραστηριότητά μου, το βιογραφικό μου ως συλλέκτρια είναι όσο κι εκείνο της επαγγελματικής μου ζωής».

Και παρ’ όλα αυτά ο όρος «συλλέκτρια» είναι ακόµα πιο παρεξηγηµένος απ’ ό,τι εκείνος του «συλλέκτη». Γιατί συµβαίνει αυτό;

«Ολοι νομίζουν ότι υπάρχει ένας άνδρας από πίσω να τη χρηματοδοτεί ή να κατευθύνει το γούστο της. Σπάνια θα δεις μια αυτούσια γυναικεία συλλογή σύγχρονης τέχνης. Υπάρχουν πολλά ζευγάρια στον πλανήτη που συλλέγουν, αλλά πολύ λίγες γυναίκες…».

Γιατί δεν έχετε δείξει τη συλλογή σας ή δεν έχετε µιλήσει γι’ αυτήν; Θεωρείτε ότι είναι µια προσωπική σας υπόθεση;

«Δεν ξέρω συλλέκτη που δεν θέλει να μοιραστεί τη συλλογή του. Πρέπει απλώς να έρθει η στιγμή που θα πεις: «Αισθάνομαι ότι έχει ωριμάσει η συλλογή». Γιατί προχωράει και εξελίσσεται σύμφωνα με την προσωπικότητά σου. Κάποια στιγμή αισθάνεσαι ότι μπορείς να μοιραστείς κάποια πράγματα».

Πώς ξεκινήσατε να συλλέγετε έργα τέχνης;

«Ξεκίνησα να συλλέγω καλλιτεχνικά βιβλία (σ.σ.: artist’s books) από τα φοιτητικά μου χρόνια. Κατάφερα και πήρα το πρώτο μου έργο πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Μετά πήρα ένα δεύτερο και κάπως έτσι ξεκίνησε η συλλογή. Πάντα είχα συλλεκτική διάθεση. Και ο πατέρας μου συνέλεγε έργα, όχι τόσο συστηματικά όπως εγώ, αλλά είχε κι εκείνος σημαντικά έργα ελλήνων ζωγράφων στην κατοχή του».

Τι έργα;

«Από τις δεκαετίες ’60 και ’70. Μόραλη, Μυταρά, Φασιανό, Σπυρόπουλο, καλλιτέχνες της εποχής του. Είχε και παλαιότερους, από τη γενιά του ’30. Του άρεσαν πολύ η αφαίρεση και το χρώμα. Μάλιστα έρχονταν φίλοι μας στο σπίτι και έλεγαν: «Τι έργα είναι αυτά, είναι πολύ μοντέρνα, πολύ αφηρημένα». Ορισμένα έργα δικά του έγιναν η βάση για να προσθέσω και να δημιουργήσω τη δική μου συλλογή. Ξεκίνησα με Ελληνες και άρχισα να προσθέτω ξένους καλλιτέχνες».

Ποιο ήταν το πρώτο έργο που αποκτήσατε;

«Ενα έργο του Λουκά Σαμαρά από τη σειρά «Reconstructions». Το είχε κάνει την εποχή που έχασε τη μητέρα του και είχε πάει στο ατελιέ της, είχε πάρει κομμάτια από υφάσματα με τα οποία έραβε και είχε κάνει κολλάζ. Είχα δει τα έργα σε μια έκθεση και είχα ενθουσιαστεί. Ηταν ένας Ελληνας της διασποράς, οπότε αυτός «ευθύνεται» που μπήκα στον κόσμο της Νέας Υόρκης και γνώρισα και άλλους καλλιτέχνες αυτής της συνομοταξίας, όπως τη Χρύσα Βαρδέα, τον Στίβεν Αντωνάκος».

Οπότε το βασικό σώµα της συλλογής είναι έλληνες καλλιτέχνες;

«Ναι, γιατί είμαι Ελληνίδα και είμαι πολύ περήφανη να δείχνω στον κόσμο τους δικούς μας καλλιτέχνες. Συλλέγω είκοσι χρόνια αλλά οι εικαστικοί που αγαπώ είναι της γενιάς μου, μεγαλώνουν μαζί μου. Δεν βασίζομαι στο να είναι κάποιος καταξιωμένος, αλλά στο να δημιουργεί κάτι που μου αρέσει. Δεν κοιτάζω ένα έργο βάσει της αξίας του, ούτε έχω σκοπό να πουλήσω κάτι. Δεν έχω δώσει ούτε ένα έργο. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν είμαι επενδύτρια τέχνης».

Γιατί συλλέγετε έργα τέχνης;

«Δένομαι με τα έργα. Κάθε έργο είναι μια διάσταση της πραγματικότητας που βίωσε ο καλλιτέχνης. Τα έργα του παρελθόντος μού φέρνουν νοσταλγία, κυρίως γιατί μου θυμίζουν ζωές ανθρώπων που δεν ζουν πια. Τα σύγχρονα έργα αντανακλούν τη σημερινή ζωή. Ολα με συγκινούν».

Ποιοι είναι οι αγαπηµένοι σας καλλιτέχνες/καλλιτέχνιδες;

«Κυρίως κάποιες γυναίκες που παρακολουθώ χρόνια. Η Μόνα Χατούμ, η Κίκι Σμιθ, η Λίντα Μπένγκλις. Μιλούν για τη χειραφέτηση της γυναίκας και οι τρεις. Για την εποχή τους αυτό ήταν πολύ θαρραλέο. Ειδικά την τελευταία, μια Ελληνίδα της διασποράς, τη θαύμαζα από όταν ήμουν φοιτήτρια, ήταν μία από τις μεγάλες φεμινίστριες της εποχής της. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα να έχω έργο της».

Από αµιγώς έλληνες/ελληνίδες καλλιτέχνες και δη νεότερους;

«Παρακολουθώ πολύ τους έλληνες καλλιτέχνες. Υπάρχουν καταπληκτικοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα. Θα αναφέρω ενδεικτικά την Ιριδα Τουλιάτου ή τον Κωστή Βελώνη. Το λοκντάουν και η καραντίνα μού έδωσε την ευκαιρία να στραφώ περισσότερο στην ελληνική σκηνή. Ηταν μια ευκαιρία και για τους καλλιτέχνες να μείνουν μέσα στο εργαστήριο. Νομίζω ότι θα δούμε καταπληκτικά πράγματα τώρα στην ελληνική σκηνή και αυτό με ενθουσιάζει πολύ».

Επιδιώκετε να έχετε σχέση µε τους καλλιτέχνες;

«Ναι. Θέλω να συζητάμε για τα έργα τους. Συχνά ανακαλύπτω ότι αυτό που εισπράττω δεν είναι εκείνο το οποίο επιδίωκαν αλλά δεν έχει σημασία, γιατί ένα έργο συνεχίζει και δίνει διαφορετικά πράγματα σε όποιον το βλέπει, ανάλογα με το βλέμμα του. Βέβαια πολλοί καλλιτέχνες δεν θέλουν να μιλούν για το έργο τους. Το καταλαβαίνω, κι εμένα με δυσκολεύει πολύ να μιλάω, με δυσκολεύει αυτή η συνέντευξη. Μπορεί επειδή βαθιά μέσα μου κι εγώ καλλιτέχνις ήθελα να γίνω. Αισθανόμουν από παιδί ότι ανήκω σε αυτή την ομάδα ανθρώπων».

 Πώς εκφραζόταν αυτό;

«Ζωγράφιζα πολύ. Με είχαν ξεχωρίσει οι δάσκαλοί μου, περίμεναν να δουν τι θα φτιάξω. Είχα την τύχη να έχω ορισμένες εξαιρετικές δασκάλες στη Σχολή Αηδονοπούλου όπου πήγα σχολείο. Οπως την Επη Πρωτονοταρίου, δημιουργό της Αίθουσας Τέχνης Δεσμός, μια σπουδαία γυναίκα. Μέσα σε όλα, έβρισκε τον χρόνο να είναι και δασκάλα! Μια άλλη δασκάλα μου ήταν η Ανθούλα Ξανθού που ήταν στη βασική ομάδα του Κουκλοθεάτρου Αθηνών ο μπαρμπα-Μυτούσης. Οι δυο τους με έπαιρναν στα κενά των μαθημάτων και έφτιαχνα κούκλες για τον μπαρμπα-Μυτούση μέχρι την τρίτη δημοτικού. Στο γυμνάσιο είχα επίσης πολλές σημαντικές δασκάλες, όπως η χαράκτρια/ζωγράφος Αγγελική Ντάγκαρη».

Oπότε οι σπουδές πάνω στο αντικείµενο της τέχνης στο Mills College ήταν µονόδροµος; Τι σπουδάσατε ακριβώς;

«Τελείωσα Καλές Τέχνες με ειδίκευση στη γλυπτική και τη φωτογραφία. Εφτασα σε ένα καλό επίπεδο αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε έπρεπε να βιοποριστώ, όσο και αν σας φαίνεται παράξενο. Σταμάτησα να κάνω τέχνη, γεννήθηκαν και τρία παιδιά. Είχα άλλες ανάγκες και προτεραιότητες. Δεν θα έλεγα ότι ήταν μονόδρομος η επιλογή μου, είχαμε πολλούς τσακωμούς με τους γονείς μου. Δεν συνηθιζόταν στην εποχή μου να είναι ευνοϊκοί οι γονείς με την καλλιτεχνική πορεία των θυγατέρων τους. Τη χρονιά που τελείωνα εγώ το σχολείο τα περισσότερα κορίτσια τα παντρεύανε, στα 18 τους είχαν αρραβώνες. Γι’ αυτό είναι σπάνιο να βρεις γυναίκες της ηλικίας μου σε αυτόν τον στίβο. Εχουμε κάποιες που ήταν πιο πριν, όπως τη Ναυσικά Πάστρα και την Μπία Ντάβου. Οι γυναίκες «εξαφανίζονταν», πόσω μάλλον οι δημιουργικές. Κάποιες ήταν το μισό ενός δημιουργικού ζευγαριού όπου ο σύζυγος ήταν εκείνος ο οποίος φαινόταν περισσότερο».

Ωστόσο,παρά τους τσακωµούς, επιµείνατε και σπουδάσατε.

«Το έκανα χωρίς να τους πω ότι σπουδάζω τέχνες. Πήγα στην Αμερική και υποτίθεται ότι σπούδαζα «Administration Legal Processes», κάτι σαν ένα προπαρασκευαστικό στάδιο πριν από τη Νομική, κάτι βολικό και πρακτικό. Το προσπάθησα για δύο χρόνια, ενώ παράλληλα είχα ξεκινήσει και την Καλών Τεχνών, αλλά δεν μπόρεσα περισσότερο γιατί τα εργαστήρια απαιτούσαν πλήρη απασχόληση. Επρεπε κάτι να εγκαταλείψω και αυτό δεν θα ήταν η τέχνη. Οι γονείς μου το έμαθαν όταν ήρθαν στην αποφοίτηση».

Πώς αντέδρασαν;

«Στην ανακοίνωση του τίτλου σπουδών είδα με την άκρη των ματιών μου τον πατέρα μου ανάμεσα στον κόσμο να σηκώνει το χέρι του και να λέει: «Μα είναι λάθος αυτό!». Μετά δεν μου μιλούσε για κάποιον καιρό. Νομίζω ότι μια ζωή μού το κράταγε».

Μα τελικά ασχοληθήκατε µε τα ναυτιλιακά. Τι τον είχε πειράξει τόσο πολύ;

«Δεν το συζητήσαμε ποτέ. Δεν ήταν από τα πράγματα που είχα το θάρρος να συζητήσω με τους γονείς μου. Ξεκίνησα μια γραφιστική καριέρα στην Αμερική αλλά γύρισα στην Ελλάδα και μπήκα στη ναυτιλία κανονικά».

Μετανιώσατε στην πορεία που δεν γίνατε εικαστικός;

«Οχι, νιώθω ότι η ζωή είχε άλλο ρόλο για εμένα στην τέχνη και νομίζω ότι αυτό που κάνω είναι εξίσου σημαντικό. Οπότε δεν έχω κάποιο απωθημένο, μπορεί και να σώθηκε ο πλανήτης από την τέχνη μου! Επειτα, τα πρώτα έργα που συνάντησα και με είχαν ενθουσιάσει, για παράδειγμα του Λουκά Σαμαρά, αισθάνθηκα ότι ήταν σε μια κατεύθυνση στην οποία θα είχα κινηθεί δημιουργικά – όσον αφορά τη θεματολογία και τα υλικά. Ας πούμε ότι είπαν άλλοι ό,τι θα έλεγα ενδεχομένως εγώ».

Είστε ενεργή στη Whitechapel Gallery, στην Tate, στο Dia Art Foundation και στο Βρετανικό Μουσείο. Tι κάνετε ακριβώς στο καθένα;

«Στο Βρετανικό Μουσείο είμαι μέλος μιας ομάδας που αναλαμβάνει να συλλέγει σύγχρονη τέχνη σχετική με τα εκθέματα του μουσείου. Στη Whitechapel μέσω του Commission αναθέτουμε 1-2 φορές τον χρόνο σε έναν καλλιτέχνη να δημιουργήσει ένα έργο αποκλειστικά για την γκαλερί – η τελευταία ήταν η Σιμόν Φατάλ. Στην Tate είμαι στο International Council το οπoίο υποστηρίζει τα νέα αποκτήματα του μουσείου. Στο Dia είμαι trustee, είναι πολύ σημαντική θέση, κυρίως γιατί είναι πολύ δύσκολο να σε δεχθούν στη Νέα Υόρκη. Το θεωρώ ένα από τα επιτεύγματά μου ότι έχω γίνει αποδεκτή από αυτή την πολύ δύσκολη, απαιτητική ομάδα».

Γιατί είναι απαιτητική;

«Είναι πολύ υψηλό το επίπεδο όσον αφορά τους συλλέκτες. Νομίζω ότι το να μπω εγώ, μια Ελληνίδα που δεν έχω σχέση με τη Νέα Υόρκη στο κύκλωμα των εικαστικών ιδρυμάτων της πόλης, είναι σημαντικό. Και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ο Δάκης Ιωάννου και ο Γιώργος Οικονόμου είναι μέλη και είναι σημαντικό ότι μας ακούνε».

Εχετε κι εσείς ενδιαφέρον να ενισχύσετε την ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα, όπως το κάνει ο Δασκαλόπουλος ή όπως το έκανε ο Ιωάννου µε τα βραβεία ΔΕΣΤΕ;

«Ναι, θα θέλαμε. Για το στήσιμο ενός οργανισμού χρειάζεται ομάδα που θα υποστηρίξει αυτόν τον σκοπό. Εχουμε την ομάδα και υποστηρίζουμε οικονομικά πολλούς θεσμούς εδώ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και δανείζουμε έργα της συλλογής».

Θα θέλατε να ιδρύσετε έναν οργανισµό σαν τον ΝΕΟΝ που να το κάνει µε ορατό τρόπο;

«Το σκεπτόμαστε και αυτό. Ο κ. Δασκαλόπουλος ήταν πάντα επιφανής όπως με τον ΣΕΒ παλαιότερα. Αυτός και ο Δάκης Ιωάννου είναι δύο συλλέκτες που εκτιμώ πάρα πολύ γιατί προσφέρουν και στον κόσμο της τέχνης. Προσωπικά, δεν ξέρω αν έχω το θάρρος να είμαι τόσο ορατή. Νομίζω έχω χρόνο μπροστά μου να καθορίσω πώς θέλω να είναι ο χαρακτήρας μιας πιο επιφανούς δραστηριότητας. Αυτή τη στιγμή έχουμε έναν χώρο στη Βούλα τον οποίο θέλουμε να καταστήσουμε επισκέψιμο, όπως και να δημιουργήσουμε χώρο βιβλιοθήκης και αρχείου ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε θέλει να έρθει με ραντεβού. Θέλει οργάνωση και βασικά θέλει αφοσίωση. Ολοι εμείς κάνουμε και κάτι άλλο παράλληλα. Η τέχνη είναι ένα πάθος το οποίο εντάσσεται περισσότερο στα χόμπι διότι βασικά χρηματοδοτούμε χωρίς να έχουμε κάποιο κέρδος. Πιστεύω τελικά ότι ένας αληθινός συλλέκτης πιο πολύ δίνει παρά παίρνει».

Πώς σας φαίνεται η επανεκκίνηση του ΕΜΣΤ;

«Θα δημιουργήσει έναν κύκλο γύρω του. Πρέπει να κάνουμε βέβαια υπομονή και να μην είμαστε πολύ αυστηροί».

Από ποια άποψη;

«Εχει κάνει μισά ξεκινήματα μέχρι τώρα. Ανοίγει και κλείνει. Για πολλά χρόνια η Αννα Καφέτση – να ‘ναι καλά – προσπάθησε να συγκροτήσει έναν θεσμό χωρίς μουσείο. Της οφείλουμε πολλά. Μετά η Κατερίνα Κοσκινά τα έδωσε όλα με την έναρξη της λειτουργίας του ΕΜΣΤ και μετά σταμάτησε. Και τώρα τα περιμένουμε όλα από την Κατερίνα Γρέγου. Πρέπει να κάνουμε λίγη υπομονή γιατί το ΕΜΣΤ είναι μια μηχανή που έσβησε και για να πάρει μπρος κανονικά θα πάρει λίγο χρόνο. Είμαι αισιόδοξη ότι θα αναπτυχθεί πολύ το ΕΜΣΤ και θα δημιουργήσει ένα κλίμα γύρω από τη σύγχρονη τέχνη. Ερχονται τα παιδιά από τα σχολεία να δούνε αρχαία και τέχνη στην Αθήνα. Υπάρχει κενό στη σύγχρονη τέχνη και δεν την έχουμε αναδείξει όπως της αξίζει».

Πώς σας φάνηκε η κίνηση δωρεάς του κ. Δασκαλόπουλου για την οποία µάλιστα ο Πρωθυπουργός προέτρεψε τους έλληνες συλλέκτες να ακολουθήσουν το παράδειγµά του;

«Συγχαίρω τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο για τη μεγάλη δωρεά των έργων της συλλογής του σε τέσσερα μουσεία και στο ΕΜΣΤ. Σημαίνει πως πολλοί έλληνες καλλιτέχνες θα πλαισιώσουν τις συλλογές αυτών των διεθνών μουσείων. Ειδικά για το ΕΜΣΤ, η δωρεά σηματοδοτεί εμπιστοσύνη απέναντι στο μουσείο και τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα. Είναι μία σωστή κίνηση που ανοίγει δρόμους για να ακολουθήσουν και άλλοι».