Είναι ιστορική η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και γιατί;
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η πρόσφατη απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης (21 Ιουλίου 2020) χαρακτηρίστηκε ιστορική για την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στη σύντομη αυτή παρέμβασή μου θα εξηγήσω πώς και γιατί δικαιολογείται αυτός ο χαρακτηρισμός. Προηγουμένως, όμως, χρειάζεται να τονιστεί ότι επί δεκαετίες, και με αφορμή τη δημοσιονομική πολιτική της λιτότητας, η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε εγκλωβιστεί σ’ ένα θεσμικό και νομικό αδιέξοδο, το οποίο η ίδια είχε κατασκευάσει. Τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τα πολιτικά συμπεράσματα αυτού του εγκλωβισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι παγκοσμίως γνωστά και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σε αναλυτική επεξεργασία τους. Αρκεί μόνο να επισημανθεί ότι οι «τεχνοκρατικές Βρυξέλλες» έπρεπε να πράξουν πολιτικά απέναντι στα κράτη-μέλη του Νότου και αυτό έκαναν με την πρόσφατη απόφασή τους. Κατά τη φάση (2010-2018) διαχείρισης της κρίσης χρέους, ούτε εκδόθηκε κοινό ευρω-ομόλογο, ούτε επιτεύχθηκε αμοιβαιοποίηση του χρέους.
Στην ευρωπαϊκή πολιτική δημόσια σφαίρα επικρατεί πράγματι η πολιτική άποψη ότι η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 27 κρατών-μελών με θέμα «Next Generation EU» είναι ιστορική. Η επιστημονική μου άποψη και η δική μου πολιτική ερμηνεία εξειδικεύονται σε τρία επίπεδα, σε τρεις σφαίρες.
Και αυτά τα τρία επίπεδα (χωρίς αξιολογική ιεράρχηση) είναι πρώτον το διαδικαστικό, δεύτερον το οικονομικό και τρίτον το πολιτικό.
Σχετικά με το διαδικαστικό ζήτημα, έγινε σαφές ότι κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Μάρτιος 2020) και στην τελική απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ιούλιος 2020) η μέθοδος που υιοθετήθηκε για να επιλυθούν οι διαφορές και να αμβλυνθούν οι συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη δεν ήταν η δύναμη του ισχυρότερου, αλλά ο διάλογος, οι διαβουλεύσεις και η ανταλλαγή ορθολογικών επιχειρημάτων. Ουσιαστικά θεσμοθετήθηκε η λογική του διαλόγου ως επικοινωνιακού κώδικα και ως πολιτικού κανόνα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ευρωπαϊκής πολιτικής κοινωνίας. Στην ορθολογική ζυγαριά ετέθησαν δύο μείζονα πολιτικά προβλήματα, των οποίων η σχέση μεταξύ τους είναι διαλεκτική, με την έννοια ότι η αντιμετώπιση του ενός (δηλαδή της υγειονομικής πανδημίας) συγκρούεται με το άλλο (δηλαδή τη θέση που διεκδικεί η Ευρωπαϊκή Ενωση στον διεθνή καταμερισμό ισχύος). Με άλλα λόγια, μπορεί η Ευρωπαϊκή Ενωση να παραμείνει από οικονομικής απόψεως ισχυρή διεθνώς, ακόμη και στην περίπτωση που αποδεχτεί τη μέθοδο των επιχορηγήσεων; Ή μήπως με τις επιχορηγήσεις διευθετείται βραχυπρόθεσμα η υγειονομική πανδημία, αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης διεθνώς;
Περιγράφω τα προβλήματα που ετέθησαν προς διαβούλευση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά προπάντων σκιαγραφώ την ορθολογική επιχειρηματολογία των ομιλητών. Και οπωσδήποτε, στη δική μου πολιτική ερμηνεία, δεν υφίσταται καμία διαμάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό (ο καλός Νότος και ο κακός Βορράς!).
Σχετικά με το οικονομικό ζήτημα, τα προβλήματα είναι περίπλοκα. Αυτό που διά γυμνού οφθαλμού καθίσταται σαφές είναι το εξής: ένα αμύθητο ποσό χρημάτων διανέμεται στα κράτη-μέλη της ΕΕ για να αντιμετωπίσουν την υγειονομική πανδημία και να σχεδιάσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές τους. Η κριτική που ασκείται στο πρόγραμμα «Next Generation EU» τολμώ να πω ότι είναι πολλές φορές μηδενιστική. Σε άλλους δεν αρέσει η αναλογία «επιχορηγήσεων και δανείων» και σε άλλους οι μηχανισμοί εκταμίευσης των χρημάτων και τα συστήματα ελέγχου αξιοποίησης των πόρων.
Επειδή όμως τα προβλήματα είναι ριζικά, χρειάζεται όλοι μας (πολιτικοί και πολίτες στην Ευρώπη) να σκεφτούμε με διαφορετικό τρόπο. Εάν δεχτούμε αυτό που υποστηρίζει ο γερμανός κοινωνιολόγος Niklas Luhmann (1927-1998), δηλαδή ότι δύο είναι οι επικοινωνιακοί κώδικες στο οικονομικό σύστημα: η οικονομία της παραγωγής και η οικονομία του χρήματος, τότε σχετικά με την πρόσφατη απόφαση της Συνόδου Κορυφής καταλήγουμε στο εξής κριτικό – πολιτικό συμπέρασμα: επειδή η οικονομία της παραγωγής τέθηκε (έστω μερικώς) σε αναστολή κατά τη φάση της καραντίνας, η οικονομία του χρήματος απέκτησε τα πρωτεία στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Η νέα αυτή πραγματικότητα, την οποία δημιούργησε το καθεστώς της καραντίνας, συνδέεται άρρηκτα με την παντοκρατορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή ενός συστήματος το οποίο διαχειρίζεται το χρήμα ως εμπόρευμα. Και η Ευρωπαϊκή Ενωση, με την πρόσφατη απόφασή της, επιχειρεί να επιλύσει (αποτελεσματικά ή αναποτελεσματικά, αυτό θα κριθεί στο μέλλον) τη διαμάχη ανάμεσα στην παραγωγή και στο χρήμα. Διαθέτει υπέρογκα ποσά χρήματος για να «πάρει μπρος» η παραγωγή!
Σχετικά με το πολιτικό ζήτημα που θέτει προς συζήτηση στην ευρωπαϊκή πολιτική δημόσια σφαίρα η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορώ συνοπτικά να αναφέρω τα εξής: πρώτον, ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουμε μια κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση η οποία απηχεί και εκφράζει την «ιδέα της Ευρώπης» (κατά τον Husserl), η οποία δεν είναι άλλη από το να είναι η Ευρώπη «η συνείδηση της οικουμένης». Και δεύτερον, αυτή η κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση λαμβάνεται από μια συλλογική οντότητα (δηλαδή από τους αρχηγούς των κρατών-μελών της ΕΕ) χωρίς αυτή η οντότητα να είναι «πολιτικό υποκείμενο». Η ιστορική πολιτική απόφαση για την αντιμετώπιση της πανδημίας ελήφθη χωρίς να έχει προχωρήσει στοιχειωδώς η πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών. Και από αυτή την άποψη και μόνο μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική.
Ο κ. Θεόδωρος Γεωργίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

