Ο Μιχάλης Μοδινός έχει κρατήσει μια φωτογραφία από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Είναι μικρούλης, καθισμένος σ’ ένα τζιπ, δίπλα στον οδηγό του πατέρα του. Ηταν τα πρώτα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, όταν οι στρατιωτικοί έμεναν ενίοτε σε υπαίθριες σκηνές. «Ο πατέρας μου, ως αξιωματικός του Πυροβολικού, ήταν και εξαιρετικός γεωγράφος, εννοώ ότι ήξερε τον χώρο και τον ανέλυε με συναρπαστικούς τρόπους. Μπορούσε λ.χ. όχι μόνο να σου περιγράψει πώς ο Σαμουήλ, τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, είχε φτάσει ως τον Σπερχειό – κι όλα ζωντάνευαν στη φαντασία μου καθώς περνούσαμε από εκεί – αλλά και να σου πει πού υπήρχαν σιτηρά και πού παραγωγή τυριού ανά την Ελλάδα. Νομίζω ότι εκεί βρίσκονται οι ρίζες του έντονου ενδιαφέροντός μου για τον φυσικό κόσμο και τη σχέση μας με αυτόν, που πέρασε τόσο στον επιστημονικό όσο και στον λογοτεχνικό μου βίο» ανέφερε στο «Βήμα» ο γνωστός πεζογράφος, ο οποίος πρόσφατα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος 2017 για την «Εκουατόρια», ένα βιβλίο που κορύφωσε μια ιδιαίτερα παραγωγική πορεία στα γράμματα, η οποία έχει πλέον ξεπεράσει τη δεκαετία και συνεχίζεται ακάθεκτη.

Στην Αφρική

Ως συγγραφέας ωστόσο είχε και παρελθόν πριν από τη μυθοπλασία. Ο όρος «Οικογεωγραφία», τον οποίο ο ίδιος – ως θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος – έχει χρησιμοποιήσει στα παλαιότερα δοκίμιά του, καλύπτει και ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής του θεματικής. «Τέλειωσα το Πολυτεχνείο εν μέσω χούντας. Το 1975 έφτασα άρον-άρον στην Αφρική. Ηθελα να φύγω από την Ελλάδα. Ενας βασικός λόγος ήταν ότι δεν πολυκατανοούσα τον πολιτικό διάλογο της εποχής που δεν άγγιζε καθόλου τα πραγματικά μας προβλήματα. Για μένα το σημαντικότερο ήταν η καθημερινή, πρακτική ζωή που άλλαζε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, η Αθήνα που εκθεμελιωνόταν, οι πολυκατοικίες που φύτρωναν παντού, η ρύπανση, ο θόρυβος, η υπερσυγκέντρωση, ο αστικός ιστός που από τότε άρχισε να καταργείται και να κατακλύζεται από τα αυτοκίνητα. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Είχα από πολύ νωρίς αγαπήσει τη μαύρη κουλτούρα, η οποία ήρθε σε μένα μέσω των ΗΠΑ, μέσω της μουσικής (τζαζ και μπλουζ) και των αναγνωσμάτων μου, κυρίως της αμερικανικής λογοτεχνίας του Νότου».

Ελλάδα και οικολογία

Σε πρώτη φάση έμεινε για δύο χρόνια στο Καμερούν, όπου έφτιαξε δρόμους ως τοπογράφος. Εκεί συναισθάνθηκε ότι η περιέργειά του για τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο δεν θα τον εγκατέλειπε εύκολα. Υστερα πήγε στη Σκωτία, για ένα μεταπτυχιακό στον αναπτυξιακό σχεδιασμό. «Από μηχανικός άρχισα σταδιακά να επικεντρώνομαι, και επαγγελματικά πια, στα περιβαλλοντικά ζητήματα». Ταξίδεψε αρκετά, δούλεψε πολύ, ώσπου κάποια στιγμή επέστρεψε στην Ελλάδα. Ακολούθησαν πολλά, η αρθρογραφία στον «Πολίτη» του Αγγελου Ελεφάντη και στο «Αντί», η ίδρυση και η έκδοση στα μέσα της δεκαετίας του 1980 του εμβληματικού περιοδικού «Νέα Οικολογία», αλλά και η σκληρή αρένα της πολιτικής. «Το 1990 μάλιστα διεκδίκησα τον Δήμο Αθηναίων, απέναντι στη Μελίνα και τον Τρίτση» σημείωσε. Επειτα, κατά τη δεκαετία του 1990, χρημάτισε πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος. Το 2004 συντελέστηκε μια σημαδιακή στροφή για τον ίδιο και, παράλληλα, η γραφή επανήλθε ως λυτρωτική διέξοδος. «Κατάλαβα ότι ο κύκλος εκείνος είχε κλείσει οριστικά και ότι στην Ελλάδα πολλά οικολογικά πράγματα δεν μπορείς να κάνεις. Είμαστε δυστυχώς μια κοινωνία που μισεί το περιβάλλον. Ούτε καν μια ανακύκλωση της προκοπής δεν μπορούμε να κάνουμε ακόμη και σήμερα. Μιλώ για ένα μίσος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, είναι η λατρεία της κατανάλωσης και της ιδιοτελούς ανάπτυξης, ο περίκλειστος οίκος, ο άκρατος ατομικισμός, ο οποίος μάλιστα ενδύεται, πολύ πονηρά, λαϊκά αιτήματα. Στέγη για τον λαό, ίσως… Διπλή πισίνα ή τριπλό πάρκινγκ για τον λαό μες στο δάσος, αποκλείεται… Τέτοια αιτήματα είχε ο λαϊκός αγωνιστής που εξαργύρωσε τις γνωριμίες του, που μπάζωσε το ρέμα, έχτισε παράνομα και μετά σκότωσε εμμέσως άλλους συμπολίτες του, σε μια πλημμύρα, σε μια πυρκαγιά. Λοιπόν, ως εδώ. Πέραν της φυσικής καταστροφής, η αυθαίρετη δόμηση είναι έμμεση παρότρυνση σε δολοφονία, κι αυτό πρέπει επιτέλους να ειπωθεί καθαρά» υπογράμμισε. «»Η φύση είναι ο ορίζοντας της κοινωνίας», αυτή είναι μια υπέροχη φράση του Λούντβιχ Τρεπλ, την οποία προτάσσω και στα μυθιστορήματά μου».

Η σχέση με τον κόσμο

Ο Μιχάλης Μοδινός πραγματεύεται σε αυτά ευρείς θεματικούς άξονες, την παγκοσμιοποίηση, τη σύγκρουση ή τη συνομιλία διαφορετικών πολιτισμών, τη φυγή και το ταξίδι, την ανθρώπινη περιπέτεια, την τεχνολογική αλλοτρίωση, την ανάπτυξη και την υπανάπτυξη, πρωτίστως όμως τη σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, συχνότατα με μια στοχαστική διάθεση που εμποτίζει τις αφηγήσεις του. «Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι απλώς ένα καχύποπτο σύνολο που διαρκώς καταγγέλλει και κατηγορεί τους πάντες εφευρίσκοντας εχθρούς, αρνούμαι να συμβιβαστώ με αυτό». Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μετουσιώνει συστηματικά την έννοια της εξωστρέφειας σε λογοτεχνία αξιώσεων. «Δίπλα σε όλα τα υπόλοιπα, λ.χ. τις υφολογικές μου αναζητήσεις, θεωρούσα ότι χρωστούσα μια δίδυμη αφήγηση για την αναζήτηση των πηγών του Νείλου», είπε για τη βραβευμένη «Εκουατόρια», η οποία συνιστά ένα μυθιστορηματικό δίπτυχο με τον «Μεγάλο Αμπάι», ένα βιβλίο-τομή στο έργο του. «Η αιφνίδια στροφή μου στην καθημερινότητα με το πιο πρόσφατο «Πλέγμα» είναι κατ’ ουσίαν η κάθοδος από τα ψηλά στα χαμηλά και η εστίαση στον μύχιο διάκοσμο του ανθρώπινου υλικού που στα προηγούμενα εμφανίζεται με πιο συντετμημένη μορφή».