Μια δολοφονία εν μέση οδώ στη Θεσσαλονίκη, ένας διαφημιστής που αναλαμβάνει ανεπιγνώστως χρέη πράκτορα, πολλά ταξίδια (στον Αθω, στο Ρέθυμνο, στην Κοζάνη και στη Βιέννη), ένα προικοσύμφωνο από τη δεκαετία του 1920 και το κυνηγητό του κατόχου του (τουλάχιστον ενός μέρους του), αλλά και η Χάρτα του Ρήγα ή οι αγιορείτες μοναχοί. Υπάρχουν ακόμα οι βραχονησίδες του Αιγαίου και η προσπάθεια για την απόδειξη του ελληνικού τους χαρακτήρα και ένας παππούς που μιλάει ακατάπαυστα για τον χαμένο γιο του στο ελληνοϊταλικό μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πώς μπορεί να συνδέονται αυτά τα τόσο ετερόκλητα στοιχεία (και μαζί τους πολλά άλλα) σε ένα μυθιστόρημα το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που σκοπεύει να ολοκληρωθεί σύντομα; Ο Μανόλης Ξεξάκης εκφράζει τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία του ένα ανορθόδοξο πνεύμα που ρίχνει πάντοτε μια λοξή ματιά στους ανθρώπους και στο περιβάλλον τους – και το καινούργιο βιβλίο του δεν είναι διαφορετικό. Νομίζω πως θα πρέπει ευθύς εξαρχής να αποφύγουμε την οποιαδήποτε μονολιθική απάντηση ως προς το γενικό νόημα των προθέσεών του. Στην αφήγηση μπορούμε να βρούμε, σε διάχυτη ανάπτυξη, πλήθος προβληματισμών: για το νόημα της ψυχής και του θανάτου, για τη σημασία του έρωτα, ακόμα και για τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνικών σχηματισμών και των κρατικών συστημάτων. Κοντά σε αυτά δεν θα δυσκολευτούμε να ανιχνεύσουμε μια σειρά υπαρξιακών, καλλιτεχνικών και φιλοσοφικών ερωτημάτων. Οπως κι αν έχει, ας μη βιαστούμε να φορτώσουμε σε έναν τέτοιο περίπλοκο αστερισμό έναν ενιαίο και αδιαίρετο προσανατολισμό.

Διαβάζω το μυθιστόρημα του Ξεξάκη λιγότερο σαν ένα εξαντλητικά θεμελιωμένο οικοδόμημα και περισσότερο σαν παρωδία – παρωδία τόσο στο επίπεδο του διαλόγου με πολλαπλές πηγές και παραδόσεις, όσο και στο πεδίο της διακωμώδησης του κοινωνικού του περίγυρου και των ιστορικών του αναγωγών. Γιατί όμως το βιβλίο δεν εκπροσωπεί ένα σύνολο αυστηρής αρχιτεκτονικής; Μα, γιατί πέρα από το ότι δεν μοιάζει να έχει αρχή, μέση και τέλος (χρειάζεται βεβαίως να δούμε τι ακριβώς θα συμβεί στους δύο τόμους που έπονται), επιμένει να παραμένει χωρίς επίκεντρο: συνεχείς μεταπηδήσεις από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν, πλοκή που μένει υπό αίρεση μέχρι και την τελευταία σελίδα και πρόσωπα ή χαρακτήρες με ένα περίγραμμα το οποίο τους τοποθετεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο γκροτέσκο. Ετσι όμως βρισκόμαστε ήδη στην περιοχή της παρωδίας και στο διαρκές ράβε-ξήλωνε ειδών όπως η ταξιδιωτική λογοτεχνία και το ιστορικό ή το κατασκοπικό μυθιστόρημα. Και ας προσθέσουμε εδώ και μια μπορχεσιανή διάσταση: το παιχνίδι με τον εγκυκλοπαιδισμό και την ιστορία των τεχνών και των επιστημών (όπως και με τη αχανή ποικιλία ονομάτων που προϋποθέτει το ίδιο παιχνίδι).

Αν πρόκειται όντως για παρωδία (όλες οι ερμηνείες είναι ανοιχτές), τότε σίγουρα το βιβλίο του Ξεξάκη δεν διαθέτει ούτε τις αναρχικές λογικές εκρήξεις που υιοθετεί ο Νάνος Βαλαωρίτης στα πεζογραφικά του έργα, ούτε τις υπερρεαλιστικής καταγωγής επιδόσεις που έχει να επιδείξει ο Δημήτρης Καλοκύρης στα ποιητικά του ψευδο-δοκίμια. Ο Ξεξάκης είναι λιγότερο επινοητικός και τολμητίας και από τους δύο, χωρίς επιπλέον να επιδιώκει να αφεθεί εξ ολοκλήρου στα ειρωνικά χέρια της παρωδίας, προτιμώντας για τον λόγο του ένα ασαφέστερο καθεστώς. Μπορεί ωστόσο να καυχηθεί σε αυτό το πλαίσιο για την πλούσια ίντριγκα και την κινητικότητα της δράσης του, καθώς και για την ικανότητά του να ξετρυπώνει κάθε τόσο μια σπαρταριστή έκπληξη. Μένει ασφαλώς να παρακολουθήσουμε τη συνέχεια.