Η τελευταία φορά που η Μαργαρίτα Ζορμπαλά τραγούδησε μπροστά στο ελληνικό κοινό ήταν το καλοκαίρι, ως καλεσμένη του Φοίβου Δεληβοριά στην «Ταράτσα» του. Οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις των θεατών την έπεισαν μάλλον να μας επισκεφθεί ξανά, για να μας πει «Ιστορίες και Τραγούδια», μια παράσταση που παρουσιάστηκε με επιτυχία την περασμένη άνοιξη στην τρίτη (μετά τη Ρωσία και την Ελλάδα) πατρίδα της, την Κύπρο, και θα φιλοξενηθεί στις 19 και 20 Οκτωβρίου στη σκηνή του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός.
«Ιστορίες και τραγούδια». Πείτε μας λίγα λόγια για τις εμφανίσεις σας.
«Πρόκειται για μια παράσταση – διότι δεν είναι αμιγώς συναυλία – με αρκετά θεατρικά στοιχεία, ο λόγος δίνει έντονα το «παρών». Ο τίτλος την περιγράφει επακριβώς: 13 ιστορίες, καθεμία από τις οποίες έχει το ταίρι της, το τραγούδι που της αναλογεί. Τα περισσότερα τραγούδια δεν είναι από το δικό μου ρεπερτόριο, πρόκειται για πασίγνωστα κομμάτια που έχουν πει πρώτοι άλλοι ερμηνευτές. Οι ιστορίες έρχονται από το παρελθόν, από τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια μου, μιλούν για τη ζωή μου στην πρώην Σοβιετική Ενωση, τη Μόσχα, την Τασκένδη, αναφέρονται σε μεγάλους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκα, βρέθηκα δίπλα τους και έμαθα πολλά, και φτάνουν μέχρι το σήμερα. Δεν υπάρχει ωστόσο ούτε ένα ξένο τραγούδι, ούτε ένα ρωσικό τραγούδι, για παράδειγμα».
Υπάρχει φαντάζομαι και αναφορά στη συνεργασία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη όταν ήσασταν έφηβη ακόμη. Τι πιστεύετε ότι είδε σε εσάς;
«Δεν έχω ιδέα. Κι εγώ απορώ. Ακόμη απορώ. Ημουν πολύ μικρή, πολύ άγουρη και δεν ήξερα να τραγουδάω. Αναπολώντας τη Μαργαρίτα των 17 χρόνων νιώθω ότι ήμουν πολύ άπειρη, η φωνή μου είχε αστάθεια. Δεν ξέρω τι είδε, θα πρέπει να μας πει ο ίδιος».
Είχατε άγνοια κινδύνου όταν κληθήκατε τόσο νέα να ερμηνεύσετε όλα αυτά τα αριστουργήματα;  
«Εντελώς. Δεν είχα άγχος. Είχα κάποιες φοβίες. Βρέθηκα ξαφνικά από τη Μόσχα στην Αθήνα, σε ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον και έπρεπε να προσαρμοστώ. Δεν είχα το αναμενόμενο άγχος σχετικά με το τραγούδι, με απασχολούσαν και άλλα πράγματα. Δούλεψα ωστόσο πολύ σκληρά, κάθισε και ο Θεοδωράκης μαζί μου, υπήρξε μεγάλος δάσκαλος. Τώρα κατόπιν εορτής απορώ με τον εαυτό μου γιατί δεν ήταν και απλά τραγούδια, μιλάμε για δύσκολες μελωδίες και την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Μάλλον στάθηκα στα πόδια μου γιατί ο δίσκος, οι «Μπαλάντες», θεωρείται πια κλασικός».
Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λουκιανός Κηλαηδόνης στο «Πάρτι στη Βουλιαγμένη». Καταλαβαίνατε τότε ότι βρισκόσασταν εκεί όπου γραφόταν μουσική ιστορία;
«Εκείνη την εποχή, τα πρώτα χρόνια που ήρθα στην Ελλάδα, έπεσαν όλα μαζί στις πλάτες ενός κοριτσιού που δεν ξέρω αν ήταν έτοιμο να τα δεχτεί. Τα έβγαλα πέρα χωρίς να έχω πλήρη συνείδηση του τι συνέβαινε. Οσο περνούσαν τα χρόνια άρχισα να καταλαβαίνω, και τρόμαξα, με τι ανθρώπους συνεργάστηκα, τι τραγούδια τραγούδησα. Τώρα νιώθω το βάρος της ευθύνης, θέλω να είμαι αντάξια αυτού που μου χαρίστηκε».
Ηταν αυτές οι συνεργασίες ένας από τους λόγους που μπήκε η καριέρα σας σε δεύτερη μοίρα; Θέλω να πω, ήταν πιο εύκολο να αισθανθείτε χορτάτη;
«Πιθανώς. Νιώθω χορτάτος άνθρωπος. Βέβαια ξέρω πολλούς καλλιτέχνες που δεν χορταίνουν ποτέ. Εμένα είναι μάλλον και ο χαρακτήρας μου έτσι και χρειάζομαι τις παύσεις. Θέλω να μου λείπει το τραγούδι γιατί μόνο τότε βγαίνω ξανά στη σκηνή με κέφι και όρεξη, σαν να είναι η πρώτη φορά, έχοντας ωστόσο στα μπαγκάζια μου την πείρα – και αυτός είναι ένας πολύ γοητευτικός συνδυασμός. Για αυτό δεν κάνω πολλές παραστάσεις, γιατί από ένα σημείο και μετά ήρθα αντιμέτωπη με την κούραση και τη συνήθεια, που είναι εχθροί της τέχνης. Εφυγα όταν είδα ότι γινόμουν επαγγελματίας. Αποσύρθηκα, φοβήθηκα. Ηθελα πάντα να μείνω ερασιτέχνης, εραστής της τέχνης».