Εφη Λογγίνου: «Η περιέργεια και η παρατήρηση είναι μέρος της καθημερινότητάς μου»
Η φωτογραφία δρόμου είναι πλέον γένους θηλυκού και μια από τις εκπροσώπους της είναι Ελληνίδα και ζει στο Βερολίνο.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μπορεί να γνωρίζετε ήδη το πρόσωπό της αλλά και το όνομά της, αλλά να θυμάστε την άλλη ιδιότητά της, αυτή της ηθοποιού. Η Εφη Λογγίνου έχει παίξει στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, όμως εδώ και περίπου επτά χρόνια, από όταν μετακόμισε στο Βερολίνο, οι καλλιτεχνικές της ανησυχίες πήραν άλλη μορφή και εστίασαν στο μέσο της φωτογραφίας. Αμέσως ξεχώρισε, όχι επειδή επανεφηύρε το μέσο με μια νέα, πρωτοποριακή τεχνική, αλλά γιατί στην εποχή που όλοι είμαστε εν δυνάμει φωτογράφοι εκείνη αποστρέφει τον φακό της από τον εαυτό της και από το άμεσο, ασφαλές περιβάλλον της και φωτογραφίζει ανθρώπους που συναντάει τυχαία στον δρόμο. Με ευαισθησία και σεβασμό, τους «τσακώνει» σε απολύτως ανθρώπινες, ακόμα και τετριμμένες στιγμές τους, αλλά τους προσδίδει ορατότητα, ακόμα και μεγαλείο, μέσα στην καθημερινότητά τους. Ηδη από το 2012 «παιδί» του Instagram
(@efi_o), όπου σχετικά γρήγορα κατάφερε να αποκτήσει περισσότερους από 35.000 followers και να βγει μάλιστα δύο φορές προτεινόμενη (suggested user), η Εφη Λογγίνου ανήκει σε μια νέα γενιά γυναικών που επιλέγουν τη φωτογραφία δρόμου (street photography) για να εκφραστούν με σοβαρή επιμονή. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που η δουλειά της εμφανίζεται σε εκθέσεις σε πολλές χώρες του κόσμου, από τον Ευρωπαϊκό Μήνα Φωτογραφίας στο Βερολίνο έως τα Φεστιβάλ Φωτογραφίας σε Μαϊάμι και Ινδία, ενώ φωτογραφίες της περιλαμβάνονται στο λεύκωμα «Women Street Photographers» που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις βρετανικές εκδόσεις Prestel Publishing. Πρόσφατα έγινε μέλος των Burn Μy Εye, μιας διεθνούς κολλεκτίβας street photographers.
Εχει ενδιαφέρον που φωτογραφίζετε πρόσωπα τα οποία συναντάτε στον δρόμο. Παίρνετε άδεια για να το κάνετε;
«Η περιέργεια και η παρατήρηση είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Φωτογραφίζω για εμένα σημαίνει επικοινωνώ. Η πλειονότητα των φωτογραφιών μου είναι πορτρέτα αγνώστων στον δρόμο και ο εναρμονισμός ή η αλληλεπίδρασή τους με το αστικό τοπίο. Καταγράφω στιγμές που μου τραβούν την προσοχή, συνηθισμένες καταστάσεις της καθημερινότητας που μου κινούν το ενδιαφέρον.
Οταν έπειτα επεξεργάζομαι τη φωτογραφία και το αποτέλεσμα με ικανοποιεί, τότε τη δημοσιεύω, χωρίς να πάρω την άδεια του φωτογραφιζόμενου. Σε αυτή την περίπτωση, θα μιλούσαμε μάλλον για άλλου είδους φωτογραφία και όχι για τη φωτογραφία δρόμου όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι».
Εχουν, ωστόσο, επίγνωση ότι τους φωτογραφίζετε;
«Προσπαθώ να μη γίνομαι αντιληπτή. Βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση και εγρήγορση. Σκοπός είναι να μη γίνω εγώ το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ως φωτογράφος, αλλά να είμαι μέρος του συνόλου. Στην ουσία, η καταγραφή των στιγμών να γίνεται αθόρυβα και διακριτικά. Παρ’ όλα αυτά, όμως, έχω τραβήξει και αρκετές φωτογραφίες τη στιγμή που γίνεται η πρώτη οπτική επαφή με κάποιον τον οποίο επιλέγω να φωτογραφίσω. Μου αρέσει αυτού του είδους η επαφή, έχει μια άλλου είδους δυναμική».
Πόσο αλλάζουν η στάση και το στήσιμο ενός ανθρώπου που γνωρίζει ότι τον/τη φωτογραφίζετε;
«Πολύ. Οταν κάποιος γνωρίζει ότι φωτογραφίζεται, είτε νιώσει κολακευμένος είτε εκνευρισμένος, η γλώσσα του σώματος αλλάζει ραγδαία. Αυτός που νιώθει άνετα συνήθως χαμογελάει στον φακό ή ποζάρει και αυτός που ενοχλείται στρέφει το κεφάλι του στην καλύτερη περίπτωση ή φωνάζει θυμωμένος στη χειρότερη».
Ποιοι άνθρωποι προσελκύουν το ενδιαφέρον σας;
«Αυτοί που έχουν μια ιστορία να μου πουν. Οι μοναχικοί ταξιδιώτες. Αυτοί που χάνονται στις σκέψεις τους. Οι άνθρωποι με καπέλα ή με όμορφα χρωματιστά ρούχα. Οι ηλικιωμένοι με την κούραση που φέρουν τα σώματά τους. Τα παιδιά. Θα έλεγα ότι αυτοί που επιλέγω να φωτογραφίσω, χωρίς να το συνειδητοποιώ τη στιγμή εκείνη, είναι αυτοί που με συνδέουν με τον εαυτό μου και με τα βιώματά μου, αυτοί που κινητοποιούν τα συναισθήματά μου».
Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να φωτογραφίζετε στη Γερμανία από ό.τι στην Ελλάδα;
«Οσο δύσκολο ή εύκολο είναι να φωτογραφίζω στην Ελλάδα, άλλο τόσο είναι και στη Γερμανία, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα, όπου ζούσα για πολλά χρόνια, γνώριζα κάθε γωνιά της πόλης και έλειπε, θα έλεγα, το στοιχείο της έκπληξης. Το Βερολίνο, ενώ θυμίζει σε πολλά την Αθήνα, ακόμα το ανακαλύπτω και το στοιχείο της έκπληξης με βοηθάει στη διαδικασία της δημιουργίας. Οι Γερμανοί είναι επιφυλακτικότεροι και πιο καχύποπτοι όταν βλέπουν κάποιον με κάμερα. Η οριοθέτηση του προσωπικού τους χώρου γίνεται με αυστηρότερο τρόπο από αυτόν των Ελλήνων. Η άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζω εδώ είναι η έλλειψη φωτός. Αν εξαιρέσεις κάποιες ημέρες την άνοιξη και το καλοκαίρι, συνήθως επικρατεί σκοτάδι. Στην Ελλάδα το φως είναι μαγικό και δίνει πολλές δυνατότητες στον φωτογράφο».
Πότε είναι μια φωτογραφία «καλή»;
«Η επιτυχία μιας φωτογραφίας δεν εξαρτάται μόνο από το φως, από την επιλογή των προσώπων ή από την ιστορία που αποτυπώνει, αλλά και από το πώς θα επιλέξει ο δημιουργός να την πει και αυτό εξαρτάται από τον ψυχισμό του και φυσικά από τη θεώρησή του για τον κόσμο. Οταν η φωτογραφία ξεφεύγει από το επίπεδο της προσωπικής καταγραφής της ανάμνησης, αλλά προκαλεί συναισθήματα και επικοινωνεί σε μια κοινή σε όλους γλώσσα, τότε ίσως είναι μια καλή φωτογραφία. Η τεχνική κατεργασία της φωτογραφίας είναι αναπόσπαστο μέρος της τελικής απόδοσης. Ο τρόπος που ο δημιουργός θα επιλέξει, για παράδειγμα, να αναδείξει ένα κόκκινο ή ένα μπλε στοιχείο σε μια εικόνα υπογραμμίζει και τονίζει κάτι που αυτός έχει «δει». Το πώς αργότερα θα το εκλάβει ο θεατής είναι μια άλλη ιστορία και αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που αφορούν τον θεατή».
Υπάρχει φωτογράφος ή καλλιτέχνης χωρίς κοινό;
«Ναι, υπάρχει. Από όσο γνωρίζω, είτε γιατί δεν θέλει, είτε γιατί είναι πολύ μπροστά από την εποχή του και κανείς δεν κατανοεί την καλλιτεχνική αξία του έργου του. Eνα παράδειγμα είναι η φωτογράφος δρόμου Βίβιαν Μάγιερ που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, η οποία δούλευε πάνω από σαράντα χρόνια ως νταντά και το χόμπι της ήταν η φωτογραφία. Η δουλειά της έγινε γνωστή μετά τον θάνατό της, επειδή κάποιος αγόρασε τα αρνητικά των φωτογραφιών της σε μια δημοπρασία και αφού κατάλαβε την καλλιτεχνική τους αξία, τις παρουσίασε στο κοινό».
Πόσο σας έχει βοηθήσει το Instagram;
«Το Instagram με κινητοποίησε να ασχοληθώ σοβαρότερα με τη φωτογραφία. Από το 2012, που ξεκίνησα να το χρησιμοποιώ ως πλατφόρμα, μέχρι σήμερα είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς καλλιτέχνες, να μάθω να φωτογραφίζω, αλλά και να βρω το κοινό μου. Τα τελευταία χρόνια συμμετείχα σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, μίλησα για τη δουλειά μου μέσω συνεντεύξεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και κάποιες φωτογραφίες μου επιλέχθηκαν και παρουσιάστηκαν σε περιοδικά που αφορούν τη φωτογραφία δρόμου».

