Διπλός προβληματισμός στο Eurogroup για την επόμενη μέρα
Πόσο θα διαρκέσει η δημοσιονομική χαλάρωση, τι θα γίνει με την υπερχρέωση των κυβερνήσεων και τον κίνδυνο εκτίναξης των χρεοκοπιών επιχειρήσεων
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Καθώς η εμβολιαστική διαδικασία στην Ευρώπη δείχνει να ομαλοποιείται μετά τα πρόσθετα εμπόδια που έφερε το τελευταίο κύμα κακοκαιρίας σε ολόκληρη την ήπειρο, στις Βρυξέλλες και στα εθνικά κυβερνητικά επιτελεία αναπτύσσεται ένας διπλός προβληματισμός που αφορά την επόμενη μέρα της πανδημίας. Το ένα σκέλος του προβληματισμού έχει να κάνει με τη διάρκεια εφαρμογής των μέτρων δημοσιονομικής χαλάρωσης και στήριξης των επιχειρήσεων, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος πρωτοφανούς εκτίναξης των πτωχεύσεων. Το δεύτερο σκέλος αφορά την αναπόφευκτη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης υπερχρέωση των κυβερνήσεων.
Στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης έκαναν μια πρώτη εκτίμηση του κινδύνου εκτίναξης των χρεοκοπιών επιχειρήσεων στις χώρες τους. Ταυτόχρονα έκαναν μια πρώτη συζήτηση για το πότε θα είναι σε θέση οι κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε σταδιακή άρση των μέτρων στήριξης των επιχειρήσεων. Επίσης εξέτασαν σειρά μέτρων και πολιτικών που σχεδιάζονται προκειμένου να αποφευχθούν οι χρεοκοπίες επιχειρήσεων που παραμένουν βιώσιμες.
Η αγωνία των επιχειρήσεων
Σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης των χειμαζομένων από την πανδημία επιχειρήσεων, όλα δείχνουν ότι δεν είναι εφικτό να αρθούν πριν από το τέλος του 2021. Διότι πέρα από την κατάρρευση της ζήτησης, οι επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν σε πάμπολλες περιπτώσεις ελλείψεις στην προμήθεια ηλεκτρονικού εξοπλισμού και κυρίως την εκτίναξη του κόστους των πρώτων υλών και των μεταφορικών δαπανών. Αντιμετωπίζουν επίσης δυσκολίες στη διαχείριση του εργατικού τους δυναμικού, που προκύπτουν από τους αυστηρούς υγειονομικούς κανόνες οι οποίοι αναγκαστικά εφαρμόζονται στους χώρους εργασίας.
Οπως ανέφερε στους ευρωπαίους ομολόγους του ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, η παράταση των περιοριστικών μέτρων, η οποία ήταν απαραίτητη στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της δημοσιονομικής χαλάρωσης. Ο κ. Σταϊκούρας τόνισε μάλιστα ότι η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη σε χώρες των οποίων η οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των υπηρεσιών και δη από τον τουρισμό.
Αρωγή δίχως ημερομηνία λήξεως
Ο έλληνας υπουργός υπογράμμισε τη σημασία της γρήγορης εκταμίευσης πόρων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και τη σημασία της αξιοποίησης του συνόλου της χρηματοδότησης που έχει προβλεφθεί για το πρόγραμμα SURE για τη στήριξη της απασχόλησης. Ετσι, αναφορικά με το σημείωμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη φερεγγυότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, η θέση της Αθήνας είναι ότι πρέπει να διατηρηθεί το «δίχτυ προστασίας» των επιχειρήσεων για όσο χρόνο απαιτηθεί.
Τα μέτρα τόνωσης της ρευστότητας θα χρειαστεί να γίνουν ακόμη πιο στοχευμένα, στηρίζοντας βιώσιμες επιχειρήσεις να ξεπεράσουν την κρίση και να επανεκκινήσουν, με τις καλύτερες δυνατές προοπτικές, στη φάση της ανάκαμψης της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό προκρίνεται η επιδότηση των παγίων δαπανών λειτουργίας των επιχειρήσεων, η οποία πρόκειται να αντικαταστήσει το μέτρο της ενίσχυσης της ρευστότητας μέσω των «επιστρεπτέων προκαταβολών», που απευθύνθηκαν ουσιαστικά σε επιχειρήσεις που είτε παραμένουν κλειστές είτε έχουν δραματική μείωση του τζίρου τους.
Προς νέο Σύμφωνο Σταθερότητας
Εναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας στην Ευρώπη ουδείς αμφισβητεί τη σημασία και ουδείς αμφιβάλλει για τη λειτουργική χρησιμότητα των δημοσιονομικών μέτρων που έλαβαν οι εθνικές κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στον επιπλέον «δημοσιονομικό χώρο» που απέκτησαν οι κυβερνήσεις μετά την αναστολή των κανόνων και των ρυθμίσεων του περίφημου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τον Μάρτιο του 2020.
Εν προκειμένω η παγίως λοιδορούμενη για τις αργές αντιδράσεις της ΕΕ, κινητοποιήθηκε τάχιστα και μάλιστα σε ένα θέμα-ταμπού για ορισμένες επιδραστικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Βερολίνο. Η έγκαιρη αναστολή της ισχύος των κανόνων και των αξιών της δημοσιονομικής ευταξίας κατάφερε να αποτρέψει τη μετεξέλιξη της υγειονομικής κρίσης σε κρίση ανθρωπιστική και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουν όχι μόνο οι συστηματικοί γκρινιάρηδες περί τα ευρωπαϊκά, αλλά και οι ακραιφνείς ευρωσκεπτικιστές.
Και είναι μάλλον ενθαρρυντικό το ότι επίσης εγκαίρως τέθηκε για πρώτη φορά – στην τηλεδιάσκεψη του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας – το ζήτημα ότι θα πρέπει «να οργανωθεί ο τρόπος συζήτησης για την επόμενη μέρα του Συμφώνου Σταθερότητας». Για τους κανόνες που θα ισχύσουν δηλαδή από το 2022 πλέον, ώστε να αποτραπεί (να προληφθεί ακριβέστερα) μια ενδεχόμενη νέα κρίση χρέους στο μέλλον.
Κανόνες για την ανάκαμψη και το χρέος
Δεν είναι νωρίς για να ανοίξει η συζήτηση για την επόμενη μέρα της πανδημίας. Δεν μιλάμε για το 2021, διότι για την εφετινή χρονιά είναι… πάνδημη η συναίνεση ότι οι αβεβαιότητες της υγειονομικής κρίσης είναι τέτοιες – οι μεταλλάξεις του ιού κυρίως – που η στήριξη των ευάλωτων τομέων της οικονομίας πρέπει να συνεχιστεί. Για το τι θα πρέπει να γίνει μετά τη χρονιά που διανύουμε, που όλοι ελπίζουν να είναι μεταβατική προς μια κατάσταση «νέας κανονικότητας», οι απόψεις διίστανται. Οπως σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο του που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Bruegel ο πρώην επικεφαλής του EuroWorking Group Τόμας Βίζερ, «τα οικονομικά ρίσκα και οι ανάγκες διαφοροποιημένης αντιμετώπισης των προβλημάτων που θα προκύψουν στις χώρες και στις γεωγραφικές περιοχές της ΕΕ, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στη βάση ενός κοινοτικού πλαισίου».
«Το θεμελιώδες οικονομικό και πολιτικό ζήτημα για τις χώρες της ΕΕ είναι πώς να διαχειριστούν τη στήριξη της ανάκαμψης της ευρωοικονομίας και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των κυβερνητικών χρεών που αναπόφευκτα θα προκύψουν από την όλη διαδικασία.
Οι ανησυχίες για τις μακροοικονομικές εξελίξεις και τα επίπεδα των χρεών είναι υψηλές όχι μόνο στην Ευρώπη. Οι κίνδυνοι να επηρεαστούν τα οικονομικά των νοικοκυριών, των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων αλλά και οι ισολογισμοί των τραπεζών είναι υπαρκτοί. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει ίσως να απορροφήσουν μέρος του χρέους του ιδιωτικού τομέα» σημειώνει ο αυστριακός οικονομολόγος.
Δεν διαθέτουν όμως όλες οι κυβερνήσεις της ΕΕ την ίδια δυνατότητα για πειστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Για παρεμβάσεις δηλαδή που πείθουν για το εφικτό της μακροπρόθεσμης διαχείρισης των ρίσκων που προϋποθέτουν. «Χώρες με χαμηλά χρέη, όπως η Γερμανία, είναι ικανές να εφαρμόσουν τεράστια προγράμματα στήριξης των οικονομιών τους, ενώ υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ιταλία, βρίσκονται αντιμέτωπες με εύλογους περιορισμούς» σημειώνει ο Βίζερ.

