Το σχέδιο για συνταγματική μεταρρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ περιέχει μια πρόταση για την ένταξη δημοψηφισμάτων στον καταστατικό χάρτη της χώρας. Στον δημόσιο διάλογο η πρόταση δεν έγινε καθολικά αποδεκτή. Υπάρχουν υπέρμαχοι και αντίπαλοι του δημοψηφίσματος. Οι υπέρμαχοι υπογραμμίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο θεσμοποιείται «η θέληση του λαού». Οι αντίπαλοι, από την άλλη, ανατρέχουν σε μια σειρά δημοψηφισμάτων με ολέθρια αποτελέσματα, τα οποία είτε ακυρώθηκαν (όπως το ελληνικό του 2015, που ανατράπηκε με απόφαση του Πρωθυπουργού, και η απόσχιση της Καταλωνίας, που επίσης ακυρώθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο) ή που ακόμα ταλανίζουν τις χώρες που πήραν τις αποφάσεις, όπως το BREXIT. Σύμφωνα με τους αντιπάλους της διαδικασίας, ένα δημοψήφισμα μπορεί να καταλήξει σε «απερισκεψίες», που είναι δύσκολο να διορθωθούν.
Αν η συζήτηση παραμείνει σε αυτό το πλαίσιο μεταξύ «θέλησης του λαού», που σε μια δημοκρατία είναι απόλυτα σεβαστή, και «απερισκεψίας», που είναι εξ ορισμού ανεπιθύμητη, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σύγκλιση (στοιχείο απαραίτητο για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις). Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να διαχωρίσουμε στην κάθε άποψη τα στοιχεία αλήθειας που περιέχει ώστε να γίνει εφικτή η αναγκαία σύγκλιση.
Στη γλώσσα μας έχουμε μόνο μία λέξη για «δημοψήφισμα», ενώ στη διεθνή βιβλιογραφία και σε όλες τις άλλες γλώσσες υπάρχουν δύο: referendum και plebiscite. Υπάρχουν πολύ λίγοι υποστηρικτές του plebiscite, και πολύ λίγοι αρνητές του referendum. Ο πολιτικός αγώνας πολλές φορές διεξάγεται για το αν μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή ήταν referendum (άρα κοινά αποδεκτό) ή plebiscite (άρα απορριπτέο). Για παράδειγμα, ο Ντε Γκωλ προκήρυξε πέντε referendums, αλλά η αντιπολίτευση (συγκεκριμένα ο σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός Μαντές Φρανς) απαντούσε: «plebiscites, δεν τα συζητάς· τα πολεμάς».  Ποια είναι η διαφορά των δύο όρων που προκαλεί τόση σύγχυση;
Η διαφορά είναι στην ταυτότητα του «παίκτη» που καθορίζει τους όρους του δημοψηφίσματος, δηλαδή εκείνου που θέτει το προς ψήφιση ερώτημα και αποφασίζει τον χρόνο διεξαγωγής της διαδικασίας. Αν ένας «παίκτης» έχει το μονοπώλιο αυτής της διαδικασίας, τότε είναι plebiscite.
Να ξεκαθαρίσω ότι σε κάθε περίπτωση, μιας και οι ψηφοφόροι παίρνουν την τελική απόφαση, ένα «ναι» είναι η εκφρασμένη λαϊκή υποστήριξη. Από αυτή την άποψη, οι υποστηρικτές του δημοψηφίσματος έχουν δίκιο: εκφράζει τη θέληση του λαού. Ομως και οι επικριτές έχουν δίκιο όταν ερωτούν: επί ποίου ερωτήματος αποφάνθηκε ο λαός; Πρέπει λοιπόν οι διαδικασίες επιλογής του ερωτήματος και η ταυτότητα του «ερωτώντος» να αποτελέσουν αντικείμενα σοβαρής θεσμικής ανάλυσης. Βασικός μας στόχος θα πρέπει να είναι: ΟΧΙ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΣΕ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΑΤΖΕΝΤΑΣ (ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΥ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ).
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η ατζέντα του δημοψηφίσματος χωρίζεται σε δύο μέρη: ποιος θέτει το ερώτημα και ποιος υποκινεί το δημοψήφισμα. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, οι πολίτες μπορούν να κινητοποιηθούν και να ζητήσουν δημοψήφισμα (καθορισμός χρόνου) για να ακυρώσουν έναν νόμο (καθορισμός θέματος από κυβέρνηση). Στη Δανία η αντιπολίτευση έχει αυτή τη δυνατότητα.
Στη δική μας περίπτωση μπορούμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο πολύ στον «αντιμονοπωλιακό αγώνα». Οι διατάξεις του δημοψηφίσματος θα είναι χρήσιμο να προβλέπουν και να διευκρινίζουν:
1. Το δημοψήφισμα να μην μπορεί να προέρχεται από την κυβέρνηση μόνο, αλλά να χρειάζεται την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγεται η μονοπώληση των διαδικασιών από την κυβέρνηση.
2. Σε κάθε περίπτωση (είτε η πρόταση προέρχεται από την κυβέρνηση, είτε από συλλογή υπογραφών), το Συμβούλιο της Επικρατείας θα πρέπει να ελέγχει την ερώτηση που τίθεται προς ψήφιση με βάση μια σειρά κριτηρίων πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Για παράδειγμα, σύνθετα ερωτήματα που επιδέχονται απαντήσεις όπως: «συμφωνώ με το πρώτο μισό, αλλά διαφωνώ με το δεύτερο» επιτρέπεται να είναι αντικείμενα δημοψηφίσματος; (στην Ιταλία το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει ακυρώσει τέτοια δημοψηφίσματα). Επιτρέπεται να μπαίνουν υπό έγκριση προσχέδια συμφωνιών ή νόμων και όχι το τελικό κείμενο; Επιτρέπονται δημοψηφίσματα επί θεμάτων που άπτονται ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Επιτρέπεται να εισάγονται προτάσεις που δημιουργούν ελλείμματα στον προϋπολογισμό (για παράδειγμα, μια πρόταση μείωσης φόρων); Τέτοια θέματα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο σοβαρής συναινετικής διαβούλευσης, πριν από την ψήφιση του σχετικού νόμου. Με τον τρόπο αυτόν αποφεύγονται καταχρηστικά ή παραπλανητικά ερωτήματα.
3. Τρόπους για την εισαγωγή ανταγωνισμού ανάμεσα σε «παίκτες» που δυνητικά επιθυμούν να καθορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του ερωτήματος. Για παράδειγμα, εάν επιτρέπονται πολλαπλές εναλλακτικές προτάσεις/διατυπώσεις για το ίδιο ερώτημα, όπου οι ψηφοφόροι μπορούν να επιλέγουν όσες εναλλακτικές τούς ικανοποιούν, δημιουργείται ανταγωνισμός μεταξύ των «παικτών» που θέλουν να ελέγξουν τη διαδικασία, άρα μειώνεται σημαντικά η δυνατότητα ελέγχου. Αυτός ο ανταγωνισμός οδηγεί de facto σε επικράτηση προτάσεων που πλησιάζουν περισσότερο στις θέσεις του «μέσου» πολίτη.
4. Τέλος, η συμμετοχή του λαού στο δημοψήφισμα είναι ένας καθοριστικός παράγων που μπορεί να αποτρέψει επιπόλαιες λύσεις και βιαστικές αποφάσεις. Καθορίζοντας ένα υψηλό ποσοστό συμμετοχής ως αναγκαία συνθήκη για εγκυρότητα του δημοψηφίσματος οδηγούμαστε σε αποφάσεις σεβαστές από όλους. Για παράδειγμα, ακόμα κι αν το δημοψήφισμα της Καταλωνίας ήταν σύμφωνο με το Σύνταγμα, η μη συμμετοχή του λαού ήταν αρκετή για να το θέσει σε αμφισβήτηση (όπως το δημοψήφισμα για τη συμφωνία των Πρεσπών).
Το δημοψήφισμα είναι αναμφίβολα δημοκρατικός θεσμός, διότι εξασφαλίζει αποτελέσματα πλησιέστερα στις προτιμήσεις του «μέσου ψηφοφόρου». Αυτό μάλιστα συμβαίνει απλά με τη θεσμική του κατοχύρωση, χωρίς απαραίτητα τη χρήση του. Ο λόγος είναι ότι το πολιτικό σύστημα δεν θα προωθεί λύσεις που είναι ενάντια στις προτιμήσεις του «μέσου ψηφοφόρου», όταν γνωρίζει ότι αυτές μπορούν να επιφέρουν δημοψήφισμα και να ακυρωθούν. Εξάλλου είναι φανερό ότι η εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα κάνει πολύ πιο εύκολη τη χρήση δημοψηφισμάτων στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια, θεσμοί όπως το δημοψήφισμα πρέπει να γίνουν και θα γίνουν μέρος της θεσμικής μας συγκρότησης. Αντί λοιπόν να εξαντλείται η συζήτηση ατελέσφορα σε γενικότητες περί καλού ή κακού, θα ήταν προτιμότερο να συζητηθούν και να διευκρινισθούν επακριβώς όροι, συνθήκες, πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή τους. Ετσι, η ενσωμάτωση και η χρήση τους θα στηρίζουν τη δημοκρατία αντί να τη δυσκολεύουν, ενισχύοντας μιαν άνευ περιεχομένου πόλωση.
Ο κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).