Ο Δημήτριος Γιατρομανωλάκης (Τμήμα Κλασικών Σπουδών, Τμήμα Ανθρωπολογίας και Τμήμα Συγκριτικής Σκέψης, Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, Συνιδρυτής και Συνδιευθυντής, Seminar Series Cultural Politics, Weatherhead Center for International Affairs, Πανεπιστήμιο Harvard) δεν χαρακτηρίζεται τυχαία ένας από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της διανόησης στις ΗΠΑ. Οπως χαρακτηριστικά άλλωστε έχει πει για εκείνον ο διάσημος καθηγητής Μαρσέλ Ντετιέν, ανήκει μαζί με τον Ι.Θ. Κακριδή (1901-1992) και την Κριστιάν Σουρβίνου-Ινγουντ (1945-2007) στους τρεις σπουδαιότερους ελληνιστές της σύγχρονης Ελλάδας, όντας σήμερα «ένας από τους πιο καινοτόμους και ιδιοφυείς ελληνιστές παγκοσμίως».

Κύριε Γιατροµανωλάκη, ξεκινήσατε την πορεία σας από την Οξφόρδη, η οποία, όπως έχετε πει, σας προσέφερε αυστηρή επιστηµονική εξειδίκευση στους χώρους της επιγραφικής, της παπυρολογίας και της αρχαίας ελληνικής αγγειογραφίας. Τι σας έστρεψε σε αυτά τα πεδία;

«Είχα την τύχη να μελετήσω εις βάθος τους ερευνητικούς αυτούς χώρους με την καθοδήγηση κάποιων από τους σημαντικότερους επιστήμονες των τελευταίων δεκαετιών. Πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα να εξοπλισθώ με τα εφόδια αυτά, τα οποία θεωρώ απαραίτητα σε όποιον θέλει να μελετήσει με σοβαρότητα και επιστημονική αυστηρότητα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Είναι ακριβώς η μεθοδολογική συνέπεια και πειθαρχία που απαιτούν οι συγκεκριμένοι αυτοί χώροι που με κέρδισε».

Εχετε κάνει λόγο σε κείµενά σας για µια εξιδανίκευση των Ευρωπαίων απέναντι στην αρχαία Ελλάδα. Αυτή η «ωραιοποίηση» τι αποτελέσµατα είχε για τον παγκόσµιο πολιτισµό αλλά και για την ίδια τη χώρα µας;

«Η εξιδανίκευση αυτή πολλές φορές στην παγκόσμια Ιστορία έγινε μέσο καταστροφικής προπαγάνδας στα χέρια φορέων άκρως συντηρητικής πολιτικής εξουσίας. Οχι σπάνια η ωραιοποιημένη και εξιδανικευμένη αρχαιότητα λειτούργησε ως άλλοθι για να καλύψει, μέσω της απαράμιλλης, όπως εθεωρείτο, αίγλης τού πολιτισμικού της κεφαλαίου κάθε λογής ρατσιστικές, σεξιστικές και άλλες βαρβαρότητες. Σας θυμίζω, π.χ., τη διαστρέβλωση της αρχαιότητας από τον Ρόζενμπεργκ, ένα από τα δημοφιλέστερα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου χιτλερικά φερέφωνα. Ως προς την Ελλάδα, η εξιδανίκευση αυτή είχε συχνά σχηματίσει υπερβολικές προσδοκίες στο φαντασιακό πολλών Ευρωπαίων, οι οποίες διαψεύδονταν από την πραγματικότητα και ενίοτε τους οδηγούσαν σε μία χλευαστική στάση απέναντι στους νεότερους Ελληνες».

Αυτή η εξιδανικευµένη προσέγγιση επηρεάζει µέχρι σήµερα, θεωρείτε, την εικόνα που σχηµατίζουν οι άλλοι για εµάς τους Ελληνες;

«Ναι, ακόμη και σήμερα αυτή η προσέγγιση, σχεδόν αυτόματα, μέσω ενός κατ’ έθος εσωτερικευμένου μηχανισμού πολιτιστικών ανακλαστικών, οδηγεί σε συγκρίσεις της αρχαίας Ελλάδας με τη νεότερη. Και βεβαίως η τελευταία βγαίνει ζημιωμένη από αυτήν την αντιπαράθεση».

Αν θα θέλατε να περιγράψετε την Ελλάδα σε έναν άνθρωπο που δεν έχει ακούσει ποτέ τίποτα για τη χώρα µας, τι θα του λέγατε;

«Πρόκειται για μία χώρα με ιστορικά βουνά και θάλασσες, όπου κάποτε μεγαλούργησαν σημαντικοί άνθρωποι και παρήχθησαν σπουδαίοι πολιτισμοί, η οποία, ούσα μικρή, προσπαθεί να επιβιώσει ενοικιάζοντας ήλιο και θάλασσα».

Θεωρείτε ότι οι σύγχρονοι Ελληνες µε έναν τρόπο έχουµε «γαντζωθεί» στο ένδοξο παρελθόν µας;

«Δυστυχώς, ναι. Και το παρελθόν αυτό συχνά λειτουργεί ως στρουθοκαμηλιστικό άλλοθι για την αβελτηρία του παρόντος. Το παρελθόν αυτό δεν είναι δικό μας, στον βαθμό που δεν καλλιεργούμε οποιαδήποτε ουσιαστική, μη αφελή σχέση με αυτό. Τα προβλήματα της σύγχρονης Ελλάδας είναι σύνθετα, ειδικά στους χώρους του πολιτισμού και της πολιτικής».

Αυτές τις ηµέρες στην επικαιρότητα βρίσκεται το θέµα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα. Ποια είναι η δική σας θέση;

«Φρονώ ότι τα γλυπτά πρέπει να επιστρέψουν στο οικείο τους αρχαιολογικό περιβάλλον. Συχνά η επιθυμία αυτή των Ελλήνων αντιμετωπίζεται ως έκφανση εθνικισμού, αλλά μία τέτοια ερμηνεία είναι τουλάχιστον άστοχη, όταν οι υποστηρικτές της δεν καταδικάζουν, παράλληλα, την πολιτιστική αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό μιας τόσο μεγάλης, κάποτε, δύναμης όσο η Μ. Βρετανία».

Θα ήθελα να µιλήσουµε για το νέο σας βιβλίο «Αρχαϊκό Οντολογικό Παρελθόν: Προσωκρατική Φιλοσοφία και Ευρωπαϊκή Πρωτοποριακή Τέχνη και Διανόηση» (εκδ. Eurasia). Τι πραγµατεύεται;

«Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε από ένα ερευνητικό πρόγραμμα που πρότεινα σε, και στο οποίο συνεργάστηκα με, τρεις διαπρεπείς συναδέλφους από τη Γερμανία, την Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Απαρτίζεται από κεφάλαια γραμμένα από εμένα και τους συνεργάτες μου, Βόλφανγκ Ασχολτ, Αστριντ Ρούφα και Νιλ Κοξ, διεθνώς καταξιωμένους ειδικούς στην ιστορία της τέχνης, την ιστορία της επιστήμης, τη συγκριτική κριτική θεωρία και την ιστορία της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Εστιάζεται στη μελέτη της επίδρασης της λεγόμενης προσωκρατικής φιλοσοφίας σε σημαντικούς εκπροσώπους της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Μία από τις πρωτοτυπίες του βιβλίου είναι η σύλληψη και προσέγγιση του συγκεκριμένου χώρου, που εν πολλοίς είχε αγνοηθεί από τη μέχρι τώρα έρευνα, υπό το πρίσμα αυτού που ονομάζω «αρχαϊκό οντολογικό παρελθόν» της πρωτοπορίας. Δηλαδή, ένα αρχέγονο παρελθόν, το οποίο καθόρισε τη δυναμική ανταπόκριση σπουδαίων Ευρωπαίων στοχαστών και καλλιτεχνών του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, όπως των Ζωρζ Μπατάιγ, Αντρέ Μασόν, Σαλβαντόρ Νταλί, Μαξ Ερνστ, Μισέλ Λεϊρίς, σε επείγοντα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα του καιρού τους. Σε μεγάλο βαθμό το βιβλίο αυτό αποτελεί συμπλήρωμα ενός άλλου βιβλίου μου που δημοσιεύθηκε πριν κάποια χρόνια, το οποίο πραγματεύεται την πολύπλοκη επίδραση της μυθολογικής σκέψης και των «σκοτεινών» πτυχών της ελληνικής αρχαιότητας στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία – εννοώ τη μονογραφία μου «Greek Mythologies» (Harvard University Press)».

Γιατί θεωρείτε ότι εξαιρετικά επιδραστικοί στοχαστές και εικαστικοί της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας του πρώτου µισού του 20ού αιώνα άσκησαν έντονη κριτική στην κλασική αρχαιότητα, όπως αυτή τουλάχιστον είχε εξιδανικευθεί στην ευρωπαϊκή επιστήµη από τα µέσα του 18ου αιώνα και µετά, ενώ αντίθετα, στράφηκαν προς τους προσωκρατικούς φιλοσόφους;

«Στην ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψης και τέχνης από την Αναγέννηση και τον Ουμανισμό και εξής, αλλά ιδιαίτερα μετά τον Διαφωτισμό και τον γερμανικό ιδεαλισμό και Ρομαντισμό, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε ουσιαστικά προβληθεί και επιβληθεί ως το επιστέγασμα της ανθρώπινης διανόησης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του και την επικράτηση του αριστοτελισμού στη σχολαστική παράδοση της λεγόμενης Δύσης κατά τον μεσαίωνα, η σχεδόν απόλυτη ηγεμονία του οποίου άρχισε σταδιακά να υποσκελίζεται από την επίδραση της πλατωνικής φιλοσοφίας και του νεοπλατωνισμού ήδη από την πρώιμη Αναγέννηση, η ασφυκτική επίδραση της αρχαιοελληνικής σκέψης στον δυτικό κόσμο μετρούσε ήδη περίπου δεκαπέντε αιώνες την περίοδο που άρχισαν να αναπτύσσονται τα διάφορα ρεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ο εξιδανικευμένος αρχαιοελληνικός ορθολογισμός και οι αρχές της συμμετρίας και της αρμονίας στην αρχαιοελληνική τέχνη (όπως αυτές είχαν ερμηνευθεί κυρίως από τον Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν) αποτελούσαν τα απόλυτα κριτήρια με τα οποία αξιολογούνταν τα επιτεύγματα των νεότερων. Αντίθετα, σημαντικοί εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, όπως για παράδειγμα ο Ζωρζ Μπατάιγ και πολλοί άλλοι, έβλεπαν μία τέτοια ερμηνεία και ηγεμονία της ελληνικής αρχαιότητας ως μία τροχοπέδη που εμπόδιζε την ουσιαστική πρόοδο της σκέψης και της τέχνης, καθώς την κρατούσε δέσμια συντηρητικών ιδεολογιών και αισθητικών αρχών που δεν μπορούσαν πια να ανταποκριθούν στα φλέγοντα ζητήματα και τις προτεραιότητες της μοντερνικότητας. Στην εκδοχή εκείνη της κλασικής Ελλάδας, τέτοιοι πρωτοπόροι έβλεπαν όχι το απόγειο της ανθρώπινης δημιουργίας, αλλά, απεναντίας, τις απαρχές μιας στατικής και άκρως πατριαρχικής μεταφυσικής, που ήταν υπεύθυνη για πολλά από τα δεινά τα οποία, όπως πίστευαν, είχε κληροδοτήσει ο ανθρωπισμός στον σύγχρονο κόσμο. Αντίθετα, η προσωκρατική σκέψη, για παράδειγμα οι προσεγγίσεις του Ηράκλειτου με την έμφασή τους στην αέναη αλλαγή και τη συνύπαρξη αντιθετικών αρχών και δυνάμεων στον κόσμο, εκπροσωπούσε την πιο δυναμική έκφανση της αρχαίας ελληνικής διανόησης που τους επέτρεπε να δουν τον κόσμο από μία σύνθετα ολιστική, όπως την ονομάζω, οπτική».

Θα ήθελα να µας µιλήσετε µέσα από παραδείγµατα. Ο Ηράκλειτος σε ποιον βαθµό επηρέασε διανοητές και καλλιτέχνες της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας;

«Θα ήθελα να αναφέρω χαρακτηριστικά τους Ζωρζ Μπατάιγ, Αντρέ Μασόν, Σαλβαντόρ Νταλί. Ειδικά οι δύο πρώτοι είχαν προσλάβει τον Ηράκλειτο κυρίως μέσα από το φίλτρο της ανάγνωσής του από τον Νίτσε. Ο Μασόν είχε μάλιστα φιλοτεχνήσει κάποιους εξαιρετικούς πίνακες και πορτρέτα εμπνευσμένα από τις φιλοσοφικές αρχές αλλά και τη φιγούρα του Ηράκλειτου. Σε ένα του κείμενο-μανιφέστο, αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ένα του όνειρο, όπου η αενάως ανανεούμενη δυναμικότητα της ηρακλείτειας σκέψης τού αποκαλύφθηκε σαν ένας ορμητικός χείμαρρος, εν αντιθέσει προς τη «βαλτωμένη» στατικότητα ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους φιλοσόφους, του Εντμουντ Χούσερλ, «πατριάρχη» της φαινομενολογίας. Από την πλευρά του, ο Νταλί διαμόρφωσε τις σύνθετες εικαστικές του επιλογές και την αισθητική του υπό την επίδραση της θεωρίας του Ηρακλείτου «φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ»».

 

Είστε καθηγητής στο Τµήµα Κλασικών Σπουδών, στο Τµήµα Ανθρωπολογίας και στο Τµήµα Συγκριτικής Σκέψης στο Πανεπιστήµιο Johns Hopkins και Συνιδρυτής και Συνδιευθυντής των Seminar Series Cultural Politics, Weatherhead Center for International Affairs στο Πανεπιστήµιο Harvard. Πώς βλέπετε σήµερα την υποχώρηση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστηµών παγκοσµίως; Μπορεί να είναι αναστρέψιµη;

«Η υποχώρηση αυτή οφείλεται στο ότι, σύμφωνα με μία απολύτως επιφανειακή λογική, οι συγκεκριμένες επιστήμες δεν συμβάλλουν στην παραγωγική διαδικασία, καταναλώνουν, δηλαδή, πόρους, χωρίς να παράγουν. Μία τέτοια ωφελιμιστική, κοντόφθαλμη λογιστική αντιμετώπιση των επιστημών αυτών έχει αρχίσει ήδη να αποδεικνύεται καταστροφική. Οσο η πολιτική ασκείται κατεξοχήν από τεχνοκράτες που αρέσκονται σε μία στατιστική αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων, δεν είμαι αισιόδοξος».

Μία από τις εµπειρίες της πλούσιας ακαδηµαϊκής πορείας σας είναι η θητεία σας στο Διεπιστηµονικό Κέντρο Society of Fellows του Πανεπιστηµίου Harvard. Πώς θα περιγράφατε αυτά τα χρόνια; Τι αποκοµίσατε; Ποια προσωπικότητα των εταίρων που συναντήσατε εκεί σας γοήτευσε περισσότερο;

«Το ερευνητικό περιβάλλον εκεί ήταν μοναδικό και ουσιαστικά, όχι επιφανειακά, διεπιστημονικό. Είναι αδύνατον να ξεχάσω τις συναντήσεις και συζητήσεις μου με τον θεωρητικό φυσικό Στίβεν Χόκινγκ και τον νομπελίστα γενετιστή Τζέιμς Γουάτσον στις επισκέψεις τους στο Harvard, καθώς και με τον νομπελίστα βιοχημικό Γουόλτερ Γκίλμπερτ, τη συμπεριφοριστική βιολόγο Ναόμι Πιρς, που ερευνούσε τον γοητευτικό κόσμο των λεπιδοπτέρων, τον φιλόσοφο Στάνλεϊ Καβέλ, την Ελέιν Σκάρι και τη Μάρθα Μίνοου, πρύτανη της Νομικής Σχολής του Harvard. Το βιβλίο «Archaic Ontological Past» το έχω αφιερώσει στη Mάρθα Μίνοου. Με κάποιους από αυτούς κτίσθηκαν σχέσεις ζωής, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα».