Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της περασμένης Κυριακής, παρά τη συντριπτική επικράτηση του «Ναι», αφήνει μια πικρή γεύση στον Ζάεφ. Και τη Δύση, σε αμηχανία, να αναρωτιέται για τα επόμενα βήματα του πρωθυπουργού της FYROM.
Πράγματι, το περιβάλλον σήμερα είναι πιο σύνθετο και πιο βαρύ για τον κυβερνητικό συνασπισμό απ’ ότι πριν από μερικές εβδομάδες. Κυρίως γιατί η νομιμοποίηση των 666,7 χιλιάδων πολιτών είναι αναιμική σε σχέση με τους 1,8 εκατ. εγγεγραμμένους. Εστω και αν οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν σκόπιμα εκκαθαριστεί (κυρίως για να μην αποτυπωθεί η αλλαγή των δημογραφικών συσχετισμών υπέρ του αλβανικού στοιχείου) και πως περίπου 400 χιλιάδες πολίτες έχουν ήδη μεταναστεύσει, ο Ζάεφ βγαίνει λαβωμένος από το δημοψήφισμα.
Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, ακολούθησε μία – όπως αποδείχθηκε – έξυπνη τακτική της αποχής, ώστε αφενός να μην καταγραφούν οι δυνάμεις του «Οχι» σε μια αναμέτρηση με το «Ναι», αφετέρου προκειμένου να μην πολωθεί το κλίμα, συσπειρώνοντας τους οπαδούς του τελευταίου. Ετσι, αντί ο πρωθυπουργός της πΓΔΜ να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αμφιταλαντεύεται μεταξύ εκκίνησης των διαδικασιών συνταγματικής αναθεώρησης και πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, και μάλιστα όχι με τους απόλυτα δικούς του όρους. Ασφαλώς ο Ζάεφ θα προτιμούσε τη συμμετοχή ενός αριθμού αντίστοιχου των τελευταίων κοινοβουλευτικών εκλογών του Δεκεμβρίου του 2016 (1,2 εκατ.), έστω και αν η υπεροχή του «Ναι» ήταν ισχνή. Διότι σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι έλαβε την εξουσιοδότηση των συμπολιτών του ώστε να προχωρήσει στις συνταγματικές αλλαγές. Τότε θα ήταν ευκολότερη και η εξεύρεση των επιπλέον 11 ψήφων ώστε να διαμορφωθεί η πλειοψηφία των 2/3 στο Κοινοβούλιο και εν τέλει η πίεση θα μεταφερόταν στο VMRO και στους βουλευτές του. Εύλογα η αποσκίρτηση κάποιων εκ των 51 βουλευτών του VMRO (είχε έρθει πρώτο στις προηγούμενες εκλογές) θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι «έγινε σεβαστή η βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών».
Τώρα, ακόμη και αν μετερχόμενος διαφόρων μέσων πίεσης – είτε προς τον Γκρούεφσκι για τις ανοιχτές υποθέσεις του με τη Δικαιοσύνη, είτε με την απειλή προσφυγής στις κάλπες – καταφέρει να εξασφαλίσει τις απαραίτητες ψήφους στο Κοινοβούλιο, η ασθενική νομιμοποίηση λόγω της χαμηλότερης του αναμενομένου συμμετοχής σημαίνει πως ενδεχόμενες αναταράξεις, ακόμη και ενέργειες πρόκλησης αναστάτωσης, θα χρεωθούν στον πρωθυπουργό της χώρας. Ηδη τρίτες δυνάμεις που καραδοκούν, θέλοντας να αποτρέψουν την είσοδο της FYROM στο ΝΑΤΟ, προειδοποιούν για τις αντιδράσεις που θα ακολουθήσουν αν υπό αυτές τις συνθήκες προκριθεί η λύση διά του Κοινοβουλίου. Ακόμη και αν αυτό συνιστά μια απειλή που περισσότερο προσπαθεί να προκαταλάβει τις εξελίξεις, είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί σε ένα κομμάτι του σλαβικού στοιχείου.
Με τους Σλαβομακεδόνες, λοιπόν, διαιρεμένους και τους Αλβανούς να μην κινητοποιούνται σε ικανοποιητικό βαθμό (αποτέλεσμα εσωτερικών ερίδων), η μόνη ορθή (έστω και ρίσκου) επιλογή για τον Ζάεφ είναι η προκήρυξη εκλογών (οι αλβανοί κυβερνητικοί εταίροι είναι προσώρας αντίθετοι στις πρόωρες κάλπες). Κατόπιν αυτών, ακόμη και αν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δεν διαφοροποιηθούν δραματικά υπέρ του κυβερνητικού συνασπισμού, αν μη τι άλλο οι πολίτες της FYROM θα επικυρώσουν ή θα ακυρώσουν τη συμφωνία με την Ελλάδα και τα συνεπαγόµενα οφέλη, καθώς αυτό θα είναι το µοναδικό διακύβευµα των εκλογών.

Ο κίνδυνος διχασµού και επαναφοράς των εθνοτικών αντιθέσεων είναι υπαρκτός. Και λογικό πως όσο διευρύνεται χρονικά το µεταβατικό στάδιο υλοποίησης της συµφωνίας, τόσο θα αυξάνονται οι δυνατότητες υπονόµευσής της. Οπως, επίσης, εύλογη είναι η ανησυχία το αποτέλεσµα να επισφραγίσει την ανστιστράτευση µεγάλης µερίδας των Σλάβων (ακόµη και της πλειονότητας) στη συµφωνία των Πρεσπών. Αν µάλιστα κάτι επιβεβαιώνεται (και) στην περίπτωση της πΓΔΜ είναι ότι οι κυρίαρχες ελίτ της Δύσης ή/και το αφήγηµά τους δεν «αρέσουν» και δεν ελκύουν στον επιθυµητό βαθµό, καθώς και πως εδραιωµένες πεποιθήσεις περί την ταυτότητα και την εθνική συνείδηση συγκινούν αρκετούς περισσότερο από την προοπτική ένταξης σε υπερεθνικούς οργανισµούς, ακόµη και αν αυτοί παρουσιάζονται ταυτόσηµοι µε τη σταθερότητα και την ευηµερία. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι αρκετοί εκ των οπαδών του «Ναι» (ιδίως µεταξύ των Σλαβοµακεδόνων) ούτε ενθουσιασµένοι είναι, ούτε απόλυτα βέβαιοι για το ορθό της επιλογής τους. Εξ ου και το βουβό κλίµα της περασµένης Κυριακής αλλά και των εβδοµάδων που προηγήθηκαν.

Από την άλλη, µε νωπή λαϊκή εντολή και το VMRO εν πολλοίς κατακερµατισµένο, οι συνθήκες για την ολοκλήρωση του σκέλους της συµφωνίας των Πρεσπών από τη γειτονική χώρα θα είναι ασφαλώς ευνοϊκότερες, αν και όχι χωρίς αντιρρήσεις (π.χ. αν ο πρόεδρος Ιβάνοφ κωλυσιεργήσει και καθ’ υπέρβασιν των αρµοδιοτήτων του) και ερωτηµατικά (πόσο καθοριστική δύναται να αποδειχθεί η χρονοτριβή ως προς ενδεχόµενες πολιτικές ανακατατάξεις στην Ελλάδα). Αν πάντως ο Ζάεφ επιµείνει στην αναζήτηση «προθύµων» από την παρούσα Βουλή, διατρέχει τον κίνδυνο να αιωρείται συνεχώς στην ατµόσφαιρα µια µόνιµη αµφιβολία ως άλλοθι στα χέρια της αντιπολίτευσης ότι στην υλοποίηση των συµφωνηθέντων µε την Ελλάδα δεν εισακούστηκαν οι πολίτες. Θα είναι συνεπώς εξαιρετικά δύσκολο, εφόσον επιβληθεί µε τέτοιον τρόπο, η συµφωνία να «σταθεί» απέναντι στον χρόνο. Εν τέλει, όταν µια χρονίζουσα εκκρεµότητα, µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «Μακεδονικού», εξελίσσεται σε γεωπολιτικό παίγνιο ευρύτερων διαστάσεων και ανταγωνισµών, τότε η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω και η έκβαση καθίσταται εξαιρετικά αβέβαιη.

O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.