Παρά τους μεγάλους, σε κάποιες περιπτώσεις τεκτονικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς σε τοπική, περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα, κάποιες από τις βασικές αρχές οργάνωσης του διεθνούς συστήματος παραμένουν. Η κρατική κυριαρχία και η σχετική ισορροπία ισχύος (ως βασική στρατηγική επιλογή των κρατών) είναι ίσως οι δύο πιο σημαντικές που υποστυλώνουν την όποια νομιμοποίηση απολαμβάνει το διεθνές σύστημα.

Στην αρχή της κρατικής κυριαρχίας θεμελιώνεται η «ονομαστική» ισοτιμία των κρατών την εποχή της νεωτερικότητας αλλά και της μετα-νεωτερικότητας και στην ισορροπία ισχύος η ουσιαστική ιεραρχία σε ένα διεθνές σύστημα λίγων μεγάλων δυνάμεων, πολλών μεσαίων δυνάμεων και ακόμη περισσότερων μικρών κρατών. Οταν ένα από τα δύο στοιχεία αμφισβητείται, αποσταθεροποιείται ή καταρρέει – πολύ δε περισσότερο και τα δύο ταυτόχρονα -, τότε συνήθως το αποτέλεσμα είναι η σύγκρουση και ο πόλεμος. Η γεωγραφία έρχεται σχεδόν πάντοτε να ενισχύσει ή να μετριάσει δυναμικές αλλαγής ή συνέχειας. Αυτή είναι μια αναγκαστικά απλουστευτική περιγραφή της λειτουργίας της διεθνούς πολιτικής.

Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που πολλοί και πολλές υποστηρίζουν ότι διαμορφώνει την Ιστορία. Η φύση των καθεστώτων, η δημοκρατική ή αυταρχική λειτουργία των κρατών. Για πολλούς και πολλές, ο πόλεμος στην Ουκρανία και το ζήτημα της συν-ύπαρξης μεταξύ δημοκρατιών και αυταρχικών καθεστώτων και ο ρόλος της στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης είναι κομβικής σημασίας. Για άλλες και άλλους, ο πόλεμος της Ουκρανίας δεν είναι (μόνο) μια μάχη μεταξύ δημοκρατίας και αυταρχισμού αλλά (και) μια σύγκρουση για το διεθνές δίκαιο και το απαραβίαστο των συνόρων. Εδώ η αναφορά στο δίκαιο και στην κυριαρχία δεν έχει τόσο ηθικό περιεχόμενο όσο γεωπολιτικό και αφορά την προτίμηση για το status quo ενάντια σε βίαιους αναθεωρητισμούς. Υπάρχει δηλαδή μια ψυχρή γεωπολιτική πραγματικότητα και πίσω από την επίκληση του διεθνούς δικαίου.

Αυτή η αναλυτική προσέγγιση μπορεί να ενοχλεί το φιλελεύθερο δημοκρατικό ηθικό μας πρόταγμα, αλλά θέτει το ζήτημα της διαχείρισης αυτών των αυταρχικών, συχνότατα αναθεωρητικών, καθεστώτων. Πώς συνυπάρχει μια δημοκρατία με ένα τέτοιο καθεστώς; Πώς συνεργάζονται στα πλαίσια διεθνών οργανισμών ή συμμαχιών;

Απαντήσεις – ενοχλητικές είναι η αλήθεια – δίνει η ίδια η πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής. Τον Μάρτιο που πέρασε, το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας εφάρμοσε τη θανατική ποινή σε 81 άτομα. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν επισκέφθηκε το Ριάντ.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, το ζήτημα είναι συνήθως το ελλειμματικά δημοκρατικό ή ημι-αυταρχικό καθεστώς στην Τουρκία, ο τουρκικός αναθεωρητισμός και το αν είναι δυνατόν με ένα τέτοιο πολιτικό σύστημα να συνυπάρξουμε ειρηνικά και να συνεργαστούμε. Υπάρχουν πολλές και πολλοί που απορρίπτουν μια τέτοια προοπτική καθώς θεωρούν ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός δεν είναι μόνο γεωπολιτικός αλλά και πολιτισμικός. Δηλαδή είναι απότοκος μια σταθερής ιστορικά και κοινωνικά διαμορφωμένης τουρκικής κουλτούρας και δεν πρόκειται να αλλάξει.

Από το 1974 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν εξελιχθεί συγκρουσιακά και με όρους πολιτισμικούς ή ταυτοτικούς. Η χώρα όλα αυτά τα χρόνια έχει προσπαθήσει λιγότερο ή περισσότερο να εξομαλύνει τις διμερείς σχέσεις χωρίς επιτυχία. Αλλά δεν είναι η φύση του καθεστώτος στην Αγκυρα το μείζον πρόβλημα. Αν ήταν έτσι, η Ελλάδα δεν θα είχε αναπτύξει εξαιρετικές σχέσεις στρατηγικής συνεργασίας με καθεστώτα πολύ πιο προβληματικά από την Τουρκική Δημοκρατία. Αν η φύση μιας πολιτείας ήταν το πρόβλημα, η σοσιαλιστική Σοβιετική Ενωση δεν θα είχε πολύ καλές σχέσεις με την Τουρκία του 1970 ή την Ελλάδα της χούντας των συνταγματαρχών. Δεν θα «συμμαχούσε» η Κίνα του Μάο με τις ΗΠΑ εναντίον της ΕΣΣΔ μετά το 1970. Δεν θα συνεργάζονταν οι ΗΠΑ με τη στρατιωτική δικτατορία του Πακιστάν και η δημοκρατική Ινδία με την ΕΣΣΔ.

Μπορεί, όπως έχει πει η κορυφαία ιστορικός Anne Applebaum, τα αυταρχικά καθεστώτα να υπάρχουν για να καταστρέψουν τις δημοκρατίες, αλλά και το σταυροφορικό «ήθος» των φιλελεύθερων δημοκρατιών – ιδιαίτερα αν είναι μεγάλες δυνάμεις – μπορεί να απειλεί εξίσου τη νομιμοποίηση του συστήματος. Με άλλα λόγια, στο τέλος ο πόλεμος ή η ειρήνη είναι πρωτίστως αποτέλεσμα συμφερόντων που συγκρούονται ή συγκλίνουν. Ετσι και η ειρηνική συνύπαρξη. Οι σχέσεις με την Τουρκία εδώ και μισό αιώνα είναι σχέσεις μιας ικανοποιημένης ιστορικά χώρας και μιας μη ικανοποιημένης από το status quo δύναμης. Η «ηθική» σε αυτή τη δυάδα δεν έχει άλλες πηγές: κρατική κυριαρχία και ισορροπία ισχύος. Σε έναν τέτοιο άξονα οι δύο χώρες μπορεί να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν. Ο πλήρης «εκδημοκρατισμός» της τουρκικής πολιτείας – μετέωρος εδώ και έναν αιώνα – θα βοηθήσει. Αλλά δεν θα λύσει από μόνος του τα ζητήματα. Οι δημοκρατίες είναι και αυτές εγωιστικοί παίκτες.

O κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.