Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας…

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
– Πώς περνάς τις ώρες της καραντίνας;
– Διαβάζω.
– Διαβάζεις τι; Εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία; Και τι βιβλία; Μυθιστορήματα – αστυνομικά, περιπετειώδη, ιστορικά, αισθηματικά -, δοκίμια, μελέτες…
– Από όλα. Αλλά κυρίως συμπληρώνω κενά. Διάβαζα ήδη πριν να πάω σχολείο. Τα βιβλία που έχω διαβάσει ως την εφηβεία ήταν εκατοντάδες. Κυκλοφορούσα κρατώντας μπροστά μου ένα ανοιχτό βιβλίο και το καταβρόχθιζα. Εκτός από την οικογενειακή συλλογή είχα κατασπαράξει τις βιβλιοθήκες γνωστών μου: της καθηγήτριας των Γαλλικών, του σχολείου όπου φοιτούσα και μερικών φίλων. Τα σχολικά μαθήματα δεν με απασχολούσαν καθόλου – είχα την ικανότητα να τα μαθαίνω από την παράδοση.
Μετά τα δεκαπέντε άρχισαν να με απασχολούν και άλλα πράγματα: τα πρώτα πάρτι, ταξίδια, εκδρομές, Το αδηφάγο και μανιακό διάβασμα υποχώρησε. Το αποτέλεσμα: έμειναν πολλά κενά. Παράδειγμα: είχα διαβάσει, παιδί ακόμα, τον «Τομ Σόγερ» αλλά δεν είχα διαβάσει τη συνέχειά του, τον «Χοκ Φιν» (όπως μεταφράζουν ελληνικά τον «Huckleberry Finn»). Τον διάβασα τώρα, ύστερα από 80 χρόνια, και κατάλαβα γιατί ο Χεμινγκγουέι είχε πει ότι «όλη η αμερικανική λογοτεχνία ξεκινάει από αυτό το βιβλίο». Ο «Τομ Σόγερ» είναι ένα υπέροχο παιδικό ανάγνωσμα, αλλά ο «Χοκ Φιν» είναι αριστούργημα. Στα οκτώ χρόνια που πέρασαν ανάμεσα στα δύο βιβλία, ο Μαρκ Τουέιν ωρίμασε και κατέβηκε σε μεγάλο βάθος – χωρίς να χάσει το κέφι του.
Επειτα: ξαναδιαβάζω κλασικά βιβλία που όταν τα πρωτοδιάβασα δεν ήμουν έτοιμος να τα αφομοιώσω – όπως την «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ. Ως έφηβος τη βρήκα βαρετή – σήμερα απλώς αποκαλύπτομαι.
Αλλά τώρα κυρίως απασχολούμαι με τις στοίβες των βιβλίων που μου στέλνουν εκδότες και συγγραφείς. Ποτέ δεν κατάφερνα να προλάβω τον ποταμό που ερχόταν και συνεχώς πλημμύριζε το σπίτι. Πριν από δέκα μήνες χάρισα 208 τόμους πολύτιμων βιβλίων στην Εθνική Βιβλιοθήκη (σαν αρχή για μία έκθεση που θα αντιμετώπιζε «το βιβλίο σαν έργο τέχνης»). Εφυγαν τα διακόσια βιβλία και την άλλη μέρα η γυναίκα μου έψαχνε να βρει από πού έλειπαν. Οι βιβλιοθήκες δεν είχαν κανένα κενό. Τις είχα γεμίσει με τους σωρούς που υπήρχαν στα τραπέζια, τις καρέκλες, τις πολυθρόνες.
Πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του πρέσβη Βασίλη Παπαδόπουλου «Διπλωματία και Ποίηση – Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη» (Ικαρος), όπου δείχνει, ιχνηλατώντας και τα γραφτά του ποιητή και τα σημειώματα του διπλωμάτη, πόσο δύσκολα ισορροπούσε ανάμεσα στις δύο ιδιότητές του και πόσο τού κόστισε αυτή η αντιπαράθεση.
Αλλά το βιβλίο που διαβάζω τώρα είναι μια μεγάλη έκπληξη από τον χαλκέντερο μελετητή της φιλοσοφίας και της Ελλάδας – τον Στέλιο Ράμφο. Θαυμάζω σε αυτόν τον άνθρωπο όχι μόνο την ευρυμάθεια και τη βαθιά σκέψη αλλά, κυρίως, τη γενναιότητα να επιστρέφει, να αναθεωρεί και συχνά να αντιφάσκει, να συγκρούεται με τον παλαιότερο εαυτό του. Συνέπεια; Μα μόνο οι βλάκες παραμένουν πεισματικά συνεπείς. Η ζωντανή σκέψη εξελίσσεται, αλλάζει, βελτιώνεται, ανοίγει νέες προοπτικές.
Διαβάζω τώρα το τελευταίο του βιβλίο. Τίτλος: «Η Ελλάδα των ονείρων». Υπότιτλος (σημαντικός): «Σπουδή στο συλλογικό μας φαντασιακό». (Αρμός). Πρόκειται για ένα είδος εθνικού ονειροκρίτη 560 σελίδων. Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν ότι μέσα στα συναξάρια και τους «Βίους» των Αγίων εμπεριέχονται όνειρα προφητικά ή οραματικά. Ο συγγραφέας έχει συλλέξει δεκάδες τέτοιες αφηγήσεις που κυκλοφόρησαν ευρύτατα (και κυκλοφορούν ακόμα) από τους πρώτους μεταχριστιανικούς χρόνους. Αναλύοντας αυτά τα όνειρα, συναντά κοινά σημεία που αποτελούν εκφράσεις του «συλλογικού μας φαντασιακού».
Τα κοινά αυτά σημεία τα έχει συναντήσει ο Ράμφος και σε άλλες αναλύσεις της νεοελληνικής νοοτροπίας: «Προκειμένου να απαλλαγούν από την απειλητική αβεβαιότητα της ιστορίας… προτιμούσαν την επανάληψη από την ενεργό δράση». «Ενας είναι ο ασύνειδος σκοπός: να μην αλλάξει κατ’ ουσίαν τίποτα». Ενώ «το ιδανικό θα ήταν: να βιώνουμε την αιωνιότητα ως αέναη μεταβολή και όχι σαν τυποτελετουργική αναπαραγωγή ή ανασύνταξη του ίδιου».
Η άποψη αυτή για τη στατικότητα και ουσιαστική ακινησία της ελληνικής κοινωνίας επανέρχεται σε όλα τα τελευταία βιβλία του Ράμφου (όπως το «Αδιανόητο τίποτα»). Εδώ τεκμηριώνεται με έναν πρωτότυπο και… ονειρικό τρόπο.

