Η δίκη του δημάρχου της γραφικής γερμανικής πόλης Ρέγκενσμπουργκ, Γιόακιμ Βόλμπεργκς, που ξεκίνησε στις 24 Σεπτεμβρίου, φέρνει στο προσκήνιο την απειλή που συνιστά για τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης το «πληθωρικό» τραπεζικό της σύστημα. Διότι στη Γερμανία λειτουργούν 1.775 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα! Τα περισσότερα (πάνω από 1.000) είναι συνεταιριστικές τράπεζες. Την απειλή, ωστόσο, συνιστούν εν προκειμένω τα 385 ταμιευτήρια που λειτουργούν στη χώρα: οι περίφημες Sparkassen.
Ο Βόλμπεργκς κάθισε στο σκαμνί με την κατηγορία της διαφθοράς. Κατηγορείται για ένα χαμηλότοκο δάνειο 4,5 εκατ. ευρώ που ενέκρινε ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της τοπικής Sparkassen, όντας βεβαίως δήμαρχος του Ρέγκενσμπουργκ. Δανειολήπτης ήταν ένας μεγαλομεσίτης της περιοχής, που συμπτωματικά ήταν και χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του δημάρχου.
«Η υπόθεση αποκαλύπτει τους κρυφούς κινδύνους που απειλούν το γερμανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς γιγαντιαία στελέχη του, όπως η Deutsche Bank και η Commerzbank, βρίσκονται ήδη σε στενωπό εξαιτίας των περιορισμένων κερδών τους και στρατηγικών λαθών που κατά καιρούς κάνουν» σημείωνε την περασμένη Παρασκευή το Bloomberg σε ρεπορτάζ που υπογράφουν οι Στέφαν Καλ, Πιότρ Σκολιμόφσκι και Μπόρις Γκρένταλ.

Εκτός ελέγχου

Πού έγκειται το πρόβλημα; Κάθε ταμιευτήριο είναι θεωρητικά ανεξάρτητος – υπό κρατικό (ακριβέστερα δημόσιο) έλεγχο βεβαίως – χρηματοπιστωτικός οργανισμός, ο οποίος όμως είναι πολύ μικρός σε ενεργητικό και ως εκ τούτου δεν υπόκειται στους ελέγχους και τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων εποπτικών θεσμών της ΕΕ. Δεν είναι, όπως οι μεγάλες εμπορικές τράπεζες της χώρας, «too-big-to-fail», ώστε να προστατεύονται δηλαδή.
Παρά το ότι από τη δεκαετία του 1990 ο αριθμός των γερμανικών ταμιευτηρίων έχει μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ έπειτα από σειρά συγχωνεύσεών τους, το σύστημα παραμένει «κλειστό», καλά προστατευμένο θεσμικά και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο οικονομικά. Και αν υπολογίσει κανείς ότι διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία 1,2 τρισ. ευρώ, διαπιστώνει ότι στο σύνολό τους τα γερμανικά ταμιευτήρια συνιστούν το δεύτερο σε μέγεθος αποταμιευτικό σύστημα στη Γερμανία μετά την Deutsche Bank. Η μεγαλύτερη σε ενεργητικό γερμανική τράπεζα λειτουργεί, εξάλλου, κατά κύριο λόγο ως επενδυτική. Οι Γερμανοί, που διατηρούν παραδοσιακά στενούς δεσμούς με την αποταμίευση, τοποθετούν τις οικονομίες τους στα ταμιευτήρια και βεβαίως στις επίσης αδιαφανείς και εκτός κεντρικών ελέγχων συνεταιριστικές τράπεζες.
Το πρόβλημα που εντοπίζουν οι ειδικοί δεν συνίσταται μόνο στο ότι η γερμανική τραπεζική αγορά είναι εντυπωσιακά κατακερματισμένη κατά τρόπο μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά (περίπου το 60% επί του συνόλου του γερμανικού πληθυσμού έχει καταθέσεις στις Spasrkassen, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης DBRS). Είναι και το ότι «το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού τραπεζικού συστήματος ελέγχεται και παρακολουθείται από ανθρώπους με αμφίβολη ειδίκευση και γνώσεις περί τα τραπεζικά» όπως σημειώνει στο Bloomberg ο Ραλφ Γιάσνι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών της Φρανκφούρτης.

Ούτε γάτα ούτε ζημιά

Κρούσμα χρεοκοπίας γερμανικού ταμιευτηρίου δεν έχει καταγραφεί από τη δεκαετία του 1970, όταν η τότε Δυτική Γερμανία είχε θεσμοθετήσει ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας για την προστασία των Sparkassen. Αλλά μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers αποκαλύφθηκε ότι οι Landensbanken, ένα δίκτυο τραπεζών που ελέγχονται από τα γερμανικά κρατίδια, είχαν επενδύσει ουκ ολίγα κεφάλαια των Sparkassen στην αμερικανική subprime market (την αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου που «έσκασε» πυροδοτώντας την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση).
Περί τα 30 δισ. ευρώ στοίχισε τότε η διάσωση των Landensbanken και των Sparkassen. Οι γερμανοί φορολογούμενοι κατέβαλαν αγόγγυστα το ποσό, αλλά είναι αμφίβολο αν γνωρίζουν ότι οι μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις των ταμιευτηρίων τους συνδέονται ακόμα με στεγαστικά δάνεια και άλλα χρηματοοικονομικά «προϊόντα» που μοιάζουν μεν ασφαλή σήμερα στο περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων που επικρατεί, κινδυνεύουν όμως να τιναχτούν στον αέρα αν αλλάξει το κλίμα. «Οι Sparkassen θα πληγούν σκληρότερα από τις μεγάλες τράπεζες, οι οποίες έχουν πιο διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια» σημειώνουν οι ρεπόρτερ του Bloomberg.

Η εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα

Η Γαλλία, η Ιταλία, η Αυστρία, η Ισπανία έχουν επίσης κρατικά δίκτυα χρηματοπιστωτικών οργανισμών ανάλογα με το γερμανικό. Αλλά κυρίως μετά την κρίση του 2008 οι κυβερνήσεις μερίμνησαν ώστε να μετριάσουν τον κίνδυνο. Στην Ισπανία, για παράδειγμα, «έσκασαν» πάμπολλες Cajas (πρόκειται για υπό κρατικό έλεγχο αποταμιευτικές τράπεζες αντίστοιχες με τα γερμανικά Sparkassen). Η κυβέρνηση της Μαδρίτης παρενέβη για να τις σώσει (αγόγγυστα επιβαρύνθηκαν και οι ισπανοί φορολογούμενοι), αλλά στη συνέχεια υποχρέωσε τις Cajas να συγχωνευθούν για να ισχυροποιηθούν και να σταθεροποιηθεί το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας.
«Δεν ήταν τυχαίο που τόσες χώρες της ΕΕ που έχουν ανάλογα τραπεζικά συστήματα έσπευσαν να τα μεταρρυθμίσουν. Η Γερμανία είναι βασικά η τελευταία που δεν το έπραξε» δήλωσε στο Bloomberg ο Νικολάς Βερόν, συνεργάτης του ονομαστού Ινστιτούτου Bruegel που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Δεν είναι τυχαίοι όμως και οι δεσμοί των Sparkassen με το γερμανικό πολιτικό σύστημα, που αποκάλυψε σε έρευνά του το Bruegel: «Περισσότερο από το 10% του συνολικού εισοδήματος ορισμένων γερμανών πολιτικών διαμορφώνεται χάρη στη συμμετοχή τους στα διοικητικά συμβούλια των Sparkassen» σημειώνει.

Το πλεονέκτημα

Είναι αλήθεια ότι ο σοσιαλδημοκράτης δήμαρχος του Ρέγκενσμπουργκ Γιόακιμ Βόλμπεργκς το παράκανε λιγάκι. Το συμβάν, ωστόσο, μάλλον θα καταγραφεί στα γερμανικά τραπεζικά χρονικά και θα ξεχαστεί ως ένα από τα «περιοδικά σκάνδαλα» που κατά καιρούς ξεσπούν στον αδιαφανή και διαπλεκόμενο χώρο των ταμιευτηρίων. Σε αντίθεση με τις τεράστιες, μακρινές και απρόσωπες διεθνούς εμβέλειας γερμανικές τράπεζες Deutsche Bank και Commerzbank, τα Ταμιευτήρια, όπως άλλωστε και οι συνεταιριστικές τράπεζες και όλοι οι τοπικού χαρακτήρα χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, θεωρούνται στη χώρα ότι «εξυπηρετούν τις ανάγκες του μέσου Γερμανού», όπως σημειώνει το Bloomberg.
«Δεν υπάρχει λόγος να ψάξει κανείς τη δομή των Sparkassen. Αποτελούν μέρος των τοπικών κοινοτήτων και αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημά τους έναντι των μεγάλων τραπεζών» εξήγησε ο Γιούργκεν Χούμπερ, εκ των αντιδημάρχων του Ρέγκενσμπουργκ που προέρχεται από το Κόμμα των Πρασίνων. Διότι η Γερμανία είναι μια ομοσπονδιακή χώρα και οι Γερμανοί έχουν πολύ έντονη την αίσθηση τού «ανήκειν» στην κοινότητα στην οποία ζουν.