Δεύτερη ιατρική γνώμη

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
του ιωάννη χατζάρα
Συχνά εγείρεται το ερώτημα «πότε πρέπει να ζητήσει κάποιος ασθενής δεύτερη ιατρική γνώμη;». Ακόμα και σήμερα, και σε ανεπτυγμένες χώρες, το ερώτημα αυτό θεωρείται συχνά ταμπού, με τον ασθενή να φοβάται μήπως τεθεί θέμα δυσπιστίας απέναντι στον πρωταρχικό ιατρό του και τον ιατρό να φοβάται τυχόν κακή διάγνωση από μέρους του ή την πρόκληση μεγαλύτερης ανησυχίας του ασθενούς σε περίπτωση μη ολοκληρωμένης δεύτερης γνώμης.
Μια πρόσφατη μελέτη από τη Mayo Clinic στην Αμερική επισημαίνει τη σημασία της δεύτερης γνώμης, καθώς επίσης και της αναγκαιότητας παραπομπής των ασθενών από τους ίδιους τους ιατρούς σε πιο εξειδικευμένους συναδέλφους όταν πρόκειται για μια δύσκολη διάγνωση (Van Such et al. 2017). Στο σημείο αυτό να πούμε ότι ως «δύσκολη διάγνωση» συνήθως θεωρούνται εξ ορισμού ο καρκίνος, τα περιστατικά που δεν ακολουθούν συγκεκριμένα διαγνωστικά κριτήρια, σπάνια αυτοάνοσα και αρκετές από τις περιπτώσεις που χρειάζονται χειρουργική εκτίμηση και επέμβαση. Με βάση τη μελέτη του Van Such, 66% των ασθενών που ζήτησαν δεύτερη ιατρική γνώμη είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της διάγνωσης και μια διαφοροποίηση της θεραπευτικής προσέγγισης σε σχέση με αυτό που είχε προταθεί την πρώτη φορά· 21% των ασθενών είχαν σημαντική διαφοροποίηση της τελικής διάγνωσης και του θεραπευτικού πλάνου! Για τον λόγο αυτόν καταλαβαίνουμε ότι η αναζήτηση μιας δεύτερης ιατρικής γνώμης όχι μόνο δεν πρέπει να θεωρείται ταμπού, αντιθέτως πρέπει να αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας κατά των λανθασμένων διαγνώσεων.
Ειδικά για τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με κάποια μορφή καρκίνου, αν και η αναζήτηση δεύτερης γνώμης μπορεί να φαντάζει κουραστική, ίσως και εξαντλητική για τον άρρωστο, τα οφέλη της μπορεί να είναι καταλυτικά, καθώς η φύση της συγκεκριμένης νόσου είναι ιδιαίτερη και με πολλές διαφορετικές εκφάνσεις.
Ο ασθενής μπορεί να ενημερώσει τον αρχικό θεράποντα ότι πάντοτε αναζητεί δεύτερη γνώμη όταν πρόκειται να παρθούν σημαντικές αποφάσεις υγείας. Μπορεί μάλιστα να ρωτήσει τον ίδιο ιατρό για κάποια παραπομπή. Κανένας γιατρός ή χειρουργός δεν πρέπει να θίγεται όταν ο άρρωστος που έχει μπροστά του αναφέρει την επιθυμία να αναζητηθεί μια δεύτερη γνώμη. Ενίοτε συνάδελφοι, ιδιαίτερα οι νέοι στο επάγγελμα, βλέπουν τη δεύτερη γνώμη ως μια απειλή στην επιστημονική τους κατάρτιση και ως έναν κίνδυνο να χάσουν τη φροντίδα του ασθενούς τους, ή και τη πιθανή απώλεια μιας αμοιβής που αυτή μπορεί να συνεπάγεται.
Και τι γίνεται μετά τη δεύτερη γνώμη; Εάν ο δεύτερος ιατρός συμφωνεί, μπορεί ο ασθενής να αισθάνεται πολύ ασφαλής και σίγουρος ότι η προτεινόμενη θεραπεία είναι η καλύτερη για τον ίδιο και έτσι να προχωρήσει με τον πρωταρχικό του ιατρό. Σε αυτή την περίπτωση γιατρός, άρρωστος και οικογένεια είναι ευχαριστημένοι και καθησυχασμένοι πως έχει γίνει το βέλτιστο. Σε περίπτωση όμως που η γνώμη διαφέρει τη δεύτερη φορά, προτείνονται τα εξής: Ο ασθενής μπορεί να ρωτήσει και τους δύο για τα κριτήρια με τα οποία κατέληξαν στη διάγνωση και τους πιθανούς λόγους για τους οποίους αυτή διαφέρει ανάμεσα στους δύο ιατρούς. Ιδανικό θα ήταν οι δυο γιατροί που αξιολόγησαν τον άρρωστο να επικοινωνήσουν και να εξετάσουν την περίπτωσή του μαζί.
Δεν προτείνεται φυσικά στον πάσχοντα να χαθεί σε μια ατέρμονη αναζήτηση ιατρών και πληροφοριών σχετικά με την πιθανή νόσο από την οποία πάσχει και τον πληρέστερο τρόπο αντιμετώπισής της – αυτό θα ήταν μια λάθος προσέγγιση. Πολλαπλές δεύτερες γνώμες είναι δύσκολο να αξιολογηθούν συστηματικά. Βλέπουμε λοιπόν πως η έννοια «δεύτερη γνώμη» έχει ένα εύρος: πρέπει να ζητηθεί μία, αλλά όχι πολλαπλές.
Το σίγουρο είναι πως η διασταύρωση στοιχείων από δύο ιατρούς ίδιας ειδικότητας μόνο να βοηθήσει μπορεί τον ασθενή – και τους ιατρούς να είναι πιο συνειδητοποιημένοι απέναντι στο λειτούργημά τους. Ο ασθενής δεν πρέπει να νιώσει πίεση να πάρει βιαστικά μια απόφαση σχετικά με τη θεραπεία του, ακόμα και αν πρόκειται για μια επιθετική νόσο. Συνήθως είναι ασφαλές να παίρνει λίγο περισσότερο χρόνο ώστε να ζητήσει μια δεύτερη γνώμη. Ετσι επιτυγχάνεται ο κάθε ασθενής να είναι πιο σίγουρος και καλύτερα προετοιμασμένος για την όποια επικείμενη θεραπεία ή χειρουργείο. Αλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κανόνας είναι ασθενής και συγγενείς να αισθανθούν σύμμαχοι με τον θεράποντα γιατρό, δημιουργώντας μια ομάδα που στόχο έχει την παροχή τής όσο το δυνατόν καλύτερης ιατρικής φροντίδας.
Ο δρ Ιωάννης Χατζάρας είναι καθηγητής Χειρουργικής – Ογκολογίας στο New York University (NYU), διευθυντής της Κλινικής Χειρουργικής Ογκολογίας του NYU Brooklyn Hospital και συνεργάτης σε μεγάλα ογκολογικά κέντρα της Ελλάδας.

