Coco Chanel: τα θεαματικα γευματα στη βιλα «La pausa»
Σχεδόν 50 χρόνια μετά τον θάνατό της, η κορυφαία designer ξαφνιάζει ακόμη με τις εκλεπτυσμένες στυλιστικές της επιλογές και με τον εντυπωσιακό τρόπο που υποδεχόταν τους καλεσμένους της στη Γαλλική Ριβιέρα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Κάθε λεπτομέρεια που αποκαλύπτεται για τη ζωή της συναρπάζει. Κάθε βιογραφία της ή βιβλίο που την αφορά γίνεται ανάρπαστο. Ενα από τα πιο πρόσφατα, το «Chanel’s Riviera – Life, Love and the Struggle for Survival on the Côte d’Azur, 1930-1944», από την Anne de Courcy δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2019. Περιγράφει, με επίκεντρο την Κοκό Σανέλ και την πολυτελή βίλα της «La Pausa», την ανέμελη και υπερβολικά πολυτελή ζωή της ελίτ εκείνης της περιόδου στη Γαλλική Ριβιέρα, πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Chanel No 5, το θρυλικό άρωμα που δημιούργησε το 1921, εξακολουθεί μέχρι σήμερα, 100 χρόνια αργότερα, να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων παγκοσμίως. Παράλληλα, μια σημαντική έκθεση στο Palais Galliera, το Μουσείο Μόδας της πόλης του Παρισιού, είναι αφιερωμένη σε εκείνη. Η έκθεση έχει τίτλο «Gabrielle Chanel: Fashion Manifesto», αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τις 14 Μαρτίου 2021 (το Palais Galliera θα παραμείνει κλειστό έως και τις 6 Ιανουαρίου στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση της COVID-19) και περιλαμβάνει περισσότερα από 350 εντυπωσιακά εκθέματα – ρούχα, κοσμήματα, τσάντες, προσωπικά αντικείμενα -, χωρισμένα σε 10 ενότητες, που δείχνουν την πορεία της σχεδιάστριας στον χρόνο. Ακόμη και οι αποκαλύψεις για τις σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητάς της που εξακολουθούν να έρχονται στην επιφάνεια, και κυρίως οι ομοφοβικές της απόψεις και η φιλογερμανική στάση της στη διάρκεια του πολέμου, δεν έχουν καταφέρει να καταστρέψουν τον μύθο της ισχυρής, χειραφετημένης, επιτυχημένης, ιδιοφυούς, κομψής γυναίκας, η οποία κατάφερε, ξεκινώντας ως μια φτωχή μοδίστρα, να χτίσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία.
H Γκαμπριέλ που έγινε Coco
Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι η γυναίκα που ζούσε επί 30 χρόνια σε σουίτα του εμβληματικού «Hôtel Ritz» στο Παρίσι, ενώ το διαμέρισμά της βρισκόταν ακριβώς απέναντι μαζί με το κατάστημα και το ατελιέ της, γεννήθηκε – το 1883 –
σε πτωχοκομείο και ότι μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο με καλόγριες, όπου την άφησε ο πατέρας της όταν ήταν 12 ετών, μετά τον θάνατο της μητέρας της. Στα έξι χρόνια που έμεινε στο ορφανοτροφείο η Γκαμπριέλ Μπονέρ Σανέλ, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έμαθε από τις μοναχές να ράβει. Αυτό τη βοήθησε, όταν στα 18 της μετακόμισε στην πόλη Μουλέν, να βρει δουλειά ως μοδίστρα, αλλά και, όπως φάνηκε μερικά χρόνια αργότερα, να γίνει η πιο σημαντική σχεδιάστρια μόδας του 20oύ αιώνα. Παράλληλα με την πρωινή της εργασία, τα βράδια τραγουδούσε σε καμπαρέ. Εκεί απέκτησε το ψευδώνυμο «Κοκό» και γνώρισε τον Ετιέν Μπαλσάν, τον άνθρωπο που θα άλλαζε για πάντα τη μοίρα της.
Οι άνδρες της ζωής της
Ο Μπαλσάν θα γίνει ο πρώτος σε μια σειρά άλλων εύπορων ανδρών που θα συμβάλουν στην κοινωνική ανέλιξη της Κοκό Σανέλ και θα χρηματοδοτήσουν τα πρώτα της βήματα στον κόσμο της μόδας. Η συμβίωση μαζί του την εισάγει στον κόσμο των ισχυρών του χρήματος, όπου ξεκίνησε την επιχειρηματική της δραστηριότητα σχεδιάζοντας καπέλα για τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας. Τρία χρόνια αργότερα θα αφήσει τον Μπαλσάν για τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον φίλο του Αρθουρ Εντουαρντ «Μπόι» Κάπελ.
Από το στυλ και το ντύσιμο του Κάπελ εμπνεύστηκε η Σανέλ τις δημιουργίες της, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο με τον οποίο ντύνονται οι σύγχρονες γυναίκες. Φορώντας τα ρούχα του και βλέποντας πώς αισθανόταν μέσα σε αυτά, αποφάσισε ότι και οι γυναίκες θα έπρεπε να νιώθουν την ίδια άνεση. Με χρηματοδότη λοιπόν τον Κάπελ άνοιξε, το 1913, την μπουτίκ της στην Ντοβίλ, όπου σχεδίαζε γυναικεία ρούχα κατάλληλα για τον ελεύθερο χρόνο και τα σπορ. Απέρριψε κάθε είδους κορσέ που περιόριζε το γυναικείο σώμα και στη θέση τους εισήγαγε καθημερινά, εύχρηστα υφάσματα όπως το ζέρσεϊ, το οποίο μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν μόνο για ανδρικά εσώρουχα. Καθιέρωσε το παντελόνι ως απαραίτητο ένδυμα για κάθε δραστήρια γυναίκα και σχεδίασε τη θρυλική της μαρινιέρα, την μπλούζα με τις οριζόντιες ρίγες που μέχρι σήμερα παραπέμπει στο σπορ γυναικείο ντύσιμο. Ακόμη και το σχέδιο του μπουκαλιού του αρώματος Chanel No 5 ήταν εμπνευσμένο από προσωπικά αντικείμενα του αγαπημένου της. Η επιτυχία της ήταν τόσο μεγάλη που μέχρι το 1916 κατάφερε να του ξεπληρώσει την αρχική του επένδυση και να απελευθερωθεί από οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντί του.
Μετά τον θάνατο του Κάπελ σε αυτοκινητικό δυστύχημα το 1919 ακολούθησαν σχέσεις με άλλους πλούσιους και ισχυρούς άνδρες, όπως ο Μέγας Δούκας Ντμίτρι Πάβλοβιτς Ρομάνοφ της Ρωσίας και ο Β’ Δούκας του Oυέστμινστερ, ο πιο πλούσιος άνδρας της Ευρώπης εκείνη την εποχή, οι οποίοι τη βοήθησαν οικονομικά σε κάθε της βήμα. Καμία σχέση της όμως δεν συζητήθηκε τόσο πολύ όσο εκείνη στη διάρκεια της Κατοχής με τον αριστοκράτη γερμανό αξιωματούχο Χανς Γκίντερ φον Ντινκλάγκε – το γεγονός και μόνο ότι είχε δεσμό μαζί του αποτελούσε εσχάτη προδοσία. Η αμφιλεγόμενη δράση της ως πράκτορος των Γερμανών και η φημολογούμενη συμμετοχή της σε σχέδιο των ναζί για τη συντομότερη παύση του πολέμου οδήγησαν στην αυτοεξορία της στην Ελβετία μετά το τέλος του πολέμου. Λέγεται ότι ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσόρτσιλ και προσωπικός φίλος της Σανέλ μεσολάβησε ώστε να μη διωχθεί ποινικά και να μπορέσει να επιστρέψει στη Γαλλία.
Πρέσβειρα του στυλ της απλότητας
Επιστρέφοντας στη βασική της ενασχόληση, τη μόδα, βασικό κριτήριο για τη δημιουργία των ρούχων της ήταν η άνεση και η πρακτικότητα. Οι γυναίκες θα έπρεπε να αισθάνονται σωματικά ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν, από ιππασία μέχρι yachting, και παράλληλα να είναι κομψές και με στυλ. Η Σανέλ υιοθέτησε τις λιτές γραμμές της αρσενικής γκαρνταρόμπας, στολίζοντάς τες με κοσμήματα faux – όπως πέρλες -, σχεδίασε τις, σήμα κατατεθέν μέχρι και σήμερα του οίκου Chanel, δίχρωμες γόβες (μπεζ για να φαίνεται το πόδι πιο μακρύ και μαύρες στη μύτη για να μη λερώνονται και φθείρονται) και έβαλε αλυσίδα στις τσάντες για να μπορούν να φοριούνται στον ώμο, αφήνοντας ελευθερία στα χέρια. Επίσης, τη δεκαετία του ’10 σχεδίασε και στα μέσα της δεκαετίας του ’20 τελειοποίησε το πιο διαχρονικό της ρούχο, που πλέον βρίσκεται σε κάθε γυναικεία ντουλάπα και θεωρείται η επιτομή της κομψότητας: το «μικρό μαύρο φόρεμα».
Η μεγάλη επιστροφή
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Κοκό Σανέλ έκλεισε τις μπουτίκ της, απέλυσε όλο το προσωπικό και περνούσε τις ημέρες της στο «Ηôtel Ritz» – εκεί διέμεναν οι γερμανοί αξιωματικοί στο Παρίσι – μαζί με τον Φον Ντινκλάγκε. Το 1954, σε ηλικία 71 ετών, η αντισυμβατική σχεδιάστρια έκανε τη δυναμική της επανείσοδο στον κόσμο της μόδας. Το πρωτοποριακό ταγέρ της έκανε θραύση κυρίως στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, εκτοξεύοντας και πάλι την Κοκό Σανέλ στην κορυφή. Η εικόνα της Τζάκι Κένεντι-Ωνάση με το ροζ Chanel ταγέρ της την ημέρα της δολοφονίας του JFK μετέτρεψε το συγκεκριμένο ένδυμα σε θρύλο.
Το 1971 η Κοκό Σανέλ άφησε την τελευταία της πνοή στην πολυτελή σουίτα της στο κέντρο του Παρισιού. Η τελευταία φράση της, που απηύθυνε στην οικιακή της βοηθό – «Βλέπεις, έτσι πεθαίνει κανείς» -,
αποτυπώνει απόλυτα τον χαρακτήρα και τον τρόπο με τον οποίο έζησε τη ζωή της: μόνη ουσιαστικά, με αποφασιστικότητα, θάρρος, αλλά και αρκετή ψυχρότητα.

