«Λίγο χλωμή, κάπως φασματική», έτσι περιέγραψε ο κριτικός των «New York Times» τη Μαρία Κάλλας τον περασμένο Ιανουάριο. Οχι, δεν πρόκειται για άρθρο που ανασύρθηκε από το πλούσιο αρχείο της έγκριτης αμερικανικής εφημερίδας, αλλά για τις εντυπώσεις του αρθρογράφου από την παράσταση «Callas in Concert» που έκανε πρεμιέρα στο Τόκιο πριν από μερικούς μήνες και περιοδεύει αυτές τις ημέρες στην Ευρώπη (στο Λονδίνο θα παρουσιαστεί σήμερα Κυριακή, ενώ αύριο θα κάνει μια στάση στο Αμστερνταμ). Τεχνολογίας επιτρεπούσης πάντα, διότι δεν αναφερόμαστε φυσικά στη σάρκινη Κάλλας αλλά στο τρισδιάστατο ολόγραμμά της. Η περίφημη ντίβα της όπερας, ντυμένη με λευκό φόρεμα και με ένα κόκκινο σάλι να στολίζει τους ώμους της, συνοδεύεται από πενηνταμελή ζωντανή ορχήστρα και ερμηνεύει οκτώ τραγούδια του λυρικού θεάτρου ξεκινώντας από το «Je veux vivre» από την όπερα «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαρλ Γκουνό και την άρια «Vieni t’affretta» από τον «Μάκβεθ» του Βέρντι – εδώ είναι μάλιστα που ερμηνεύει έναν στίχο ο οποίος λέει πως οι νεκροί δεν σηκώνονται από τον τάφο τους. Εξαρτάται…
Στις συναυλίες αυτές δεν χρησιμοποιούνται ήδη υπάρχουσες βιντεοσκοπήσεις της Κάλλας, της «La Divina» όπως την αποθέωναν. Δεν έχουν απομονωθεί δηλαδή κάποια πλάνα από παλιές εμφανίσεις της. Το ολόγραμμα είναι μια καινούργια Κάλλας που δημιουργήθηκε με τη βοήθεια μιας body double (σωσίας) και κάνει lip-syncing σε κάποιες από τις πιο γνωστές ηχογραφήσεις της. Βασίζεται φυσικά σε ντοκουμέντα που υπάρχουν, στις εκφράσεις και στις χειρονομίες της, αλλά είναι σκηνοθετημένη εκ νέου. Οσοι την έχουν παρακολουθήσει μιλούν για μια αλλόκοτη εμπειρία που συνδυάζει συναισθηματικό αντίκτυπο (ειδικά για τους φανατικούς θαυμαστές της που δεν την πρόλαβαν εν ζωή), με στιγμές αμηχανίας, αφού ο ήχος παραμένει σταθερά στην ίδια ένταση ακόμα και όταν η τραγουδίστρια αλλάζει θέση πάνω στη σκηνή – πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ στην πραγματικότητα. Δεν πρόκειται για τη μοναδική περιοδεία του είδους. Ηδη έχει ξεκινήσει την τουρνέ του ο Ρόι Ορμπισον, ενώ το 2019 σειρά θα έχει η Εϊμι Γουάινχαουζ. Οι ειδικοί θεωρούν πως το επόμενο βήμα, όσο αναπτύσσεται ο τομέας της τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί να περιλαμβάνει ολογράμματα των αγαπημένων μας καλλιτεχνών που θα «εμφανίζονται» στο σαλόνι μας, ανταποκρινόμενοι μάλιστα στις επευφημίες και στις παραγγελιές μας.
Μια προσωπικότητα σαν τη Μαρία Αννα Σοφία Σεσιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, δεν θα πάψει ποτέ να συγκινεί και να εξάπτει την περιέργεια του κοινού. Πέρυσι, με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από τον θάνατό της, προβλήθηκε στα σινεμά το ντοκιμαντέρ του Τομ Βολφ «Maria by Callas» με κάποιες εντυπωσιακές επιχρωματισμένες κινηματογραφήσεις από εμβληματικές εμφανίσεις της στη σκηνή, στην «Tosca» και στη «Norma», δύο ρόλους στους οποίους θεωρείται αξεπέραστη. Στη σημερινή Αθήνα εκκωφαντικό είναι το χειροκρότημα σε κάθε παράσταση του εφετινού ανεβάσματος του «Master Class» στο θέατρο «Μικρό Χορν», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου. Ολα δείχνουν πως η πρωταγωνίστρια, μια θαρραλέα, συγκινητική, εντυπωσιακή υποκριτικά Μαρία Ναυπλιώτου στον ρόλο της Κάλλας, θα διανύσει μια επιτυχημένη σεζόν.
Το έργο του Τέρενς Μακ Νάλι, εμπνευσμένο από μια σειρά διαλέξεων που έδωσε πράγματι η Μαρία Κάλλας την περίοδο 1971-72 σε σπουδαστές της φημισμένης σχολής Juilliard στη Νέα Υόρκη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1995, με βασικές ηθοποιούς τις Ζόι Κάλντγουελ και Οντρα Μακ Ντόναλντ, οι οποίες τιμήθηκαν μάλιστα με βραβείο Tony για τις ερμηνείες τους. Εκτοτε, πολλά γνωστά ονόματα έχουν λάμψει (πότε εκτυφλωτικά, πότε πιο θαμπά) στον κεντρικό ρόλο. Τη μεγάλη ελληνίδα ντίβα έχουν, για παράδειγμα, ενσαρκώσει η Φέι Ντάναγουεϊ, η φίρμα του Μπρόντγουεϊ Πάτι Λουπόν, αλλά και η Φανί Αρντάν στο Παρίσι, σκηνοθετημένη μάλιστα από τον Ρομάν Πολάνσκι. Στην Ελλάδα, το έργο πρωτοανέβηκε το 1997 σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, με την Κάτια Δανδουλάκη στον κεντρικό ρόλο.
Είκοσι τρία δίωρα μαθήματα είχε διδάξει, πέντε μόλις χρόνια πριν από τον πρόωρο θάνατό της, η σπουδαία ντίβα σε 25 επίδοξους λυρικούς τραγουδιστές που επιλέχθηκαν από την ίδια ανάμεσα σε 300 που είχαν δηλώσει αρχικά συμμετοχή. Ο Τέρενς Μακ Νάλι την παρουσιάζει πληγωμένη, μονομανή, σκληρή και με σαρκαστική διάθεση. Με ραγισμένη φωνή και καρδιά, χάνεται κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας στη δίνη προσωπικών αναμνήσεων: οι πληγές που της άφησε ο Ωνάσης, ο δύσκολος χωρισμός με τον Μενεγκίνι, οι συγκρούσεις με τους καλλιτεχνικούς διευθυντές των μεγάλων σκηνών, η πολυτάραχη, παθιασμένη σχέση με το κοινό. Η Μαρία Ναυπλιώτου εμβάθυνε περισσότερο στην περίπτωση Κάλλας πρώτη φορά κατά την εφηβεία της. «Νομίζω ότι σχεδόν όλοι γνωρίζουν από παιδιά ακόμα το όνομα Μαρία Κάλλας, ακόμα κι αν δεν έχουν πραγματικά ιδέα για τη ζωή και το έργο της. Υπήρξε ένας αληθινός μύθος και όσο ζούσε και μετά τον θάνατό της. Την έμαθα κάπως καλύτερα γύρω στην εφηβεία λόγω του μπαλέτου και της γενικότερης ενασχόλησής μου με την τέχνη» εξηγεί. «Επειδή δεν ξέρω πολλά από μουσική, δεν μπορούσα φυσικά να συλλάβω το μέγεθος της ιδιοφυΐας της. Ωστόσο αυτή η γυναίκα μάγευε τους ανθρώπους και η μαγεία που ασκούσε είχε διάφορες εκφάνσεις. Ημουν λοιπόν κι εγώ ένα «θύμα» αυτής της προσωπικότητας. Αργότερα, όταν έγινα ηθοποιός, άρχισα συμπτωματικά να πέφτω πάνω της χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη αφορμή και έχω μάλιστα καταλήξει με διάφορα βιβλία για εκείνη».
Το υλικό μοιάζει ανεξάντλητο για αυτή την τόσο επιδραστική προσωπικότητα του λυρικού θεάτρου. Από πού ξεκίνησε για την έρευνά της η πρωταγωνίστρια του τωρινού «Master Class»; «Διαβάζοντας ξανά τις εκδόσεις για τη ζωή και το έργο της, ψάχνοντας πράγματα που έχουν γράψει για εκείνη διάφοροι άνθρωποι των γραμμάτων, παρακολουθώντας βίντεο στο YouTube με συνεντεύξεις και αποσπάσματα από παραστάσεις της, βλέποντας ταινίες και ντοκιμαντέρ με θέμα τον βίο και την πολιτεία της. Πιστεύω πως έχω δει ό,τι υπάρχει διαθέσιμο στην Ελλάδα. Είχα επίσης φίλους που μου μίλησαν για την Κάλλας, που μου μετέφεραν ιστορίες που γνώριζαν από ανθρώπους οι οποίοι την είχαν συναναστραφεί. Κάναμε «παρέα» πάρα πολύ καιρό γιατί το καλοκαίρι, παίζοντας παράλληλα την Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Εθνικού Θεάτρου, είχα ήδη αρχίσει να μαθαίνω το κείμενο. Τα δύσκολα και τα ωραία άρχισαν όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Εκεί πια μπήκαμε στα βαθιά, γιατί η προσωπικότητα αυτή είναι ισοπεδωτική, σαρωτική. Αυτό που είδα και με τάραξε πολύ είναι ότι συνάντησα ιδιοφυΐα, έμπνευση και ταλέντο στον ύψιστο βαθμό, μαζί με απόρριψη, σκοτεινιά, προδοσία, ματαίωση, παντελή απουσία αγάπης και φωτός. Ηταν τρομακτικό αυτό».
Αυτή την αντίστιξη τη συναντάμε συχνά σε αστέρια τέτοιου μεγέθους. Είναι πολύ ακριβό το τίμημα που μοιάζει να πρέπει να πληρώσει όποιος αγγίζει δυσθεώρητα επαγγελματικά ύψη. «Δεν ξέρω, δεν μπορώ παρά να υποθέσω», σχολιάζει η Ναυπλιώτου. «Νομίζω πως οι άνθρωποι που κάνουν κάποια υπέρβαση με το σώμα, το μυαλό, την ψυχή ή τη φαντασία τους την «πατάνε» πιο εύκολα. Ισως να είναι πολύ δύσκολο να βρίσκεσαι πολύ μακριά από το μέτριο, από εκεί όπου βρίσκονται οι περισσότεροι από εμάς, και ευτυχώς μάλλον. Διότι πρέπει να είναι τεράστιο το βάρος τού να υπερβαίνεις τα ανθρώπινα. Οι προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από εσένα γίνονται αβάσταχτες και είναι ταυτοχρόνως ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να σε καθαιρέσουν. Πρέπει να πρόκειται για έναν τρομακτικό κόσμο, όσο όμορφος κι αν φαντάζει απ’ έξω».
Για θρύλους σαν τη Μαρία Κάλλας νομίζουμε συχνά ότι ξέρουμε τα πάντα. Η ηθοποιός από τι ξαφνιάστηκε όταν μπήκε στη διαδικασία να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της απόλυτης ντίβας; «Δεν ήξερα ότι η μητέρα της την εγκατέλειψε στην κυριολεξία τέσσερις ημέρες μετά τη γέννησή της, ότι δεν ήθελε καν να πλησιάσει το βρέφος διότι περίμεναν αγόρι και απογοητεύτηκε από την έλευση ενός κοριτσιού. Αυτό καταγράφεται, λένε οι ψυχολόγοι, στη συνείδηση ενός ανθρώπου, και δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Αναστατώθηκα πολύ όταν το διάβασα. Eνα άλλο κομμάτι που με συγκλόνισε το εντόπισα στις επιστολές που ανταλλάσσει με τη δασκάλα της, την Ελβίρα ντε Ιδάλγο, στην οποία ήδη από τα 39-40 της εξομολογείται πως τα νεύρα της είναι κλονισμένα και δεν μπορεί να σταθεί στη σκηνή. Στο έργο τη συναντάμε σε μια ηλικία όπου αισθάνεται πια κατακερματισμένη και θεωρώ πως δεν της έμενε άλλος πιθανός δρόμος εκτός από την έξοδο από τη ζωή».
Ταυτίζεται άραγε σε κάτι μαζί της; «Τη συναντώ, ως ρόλο, σε μια φάση της ζωής μου που έχουμε την ίδια περίπου ηλικία και μπορώ να καταλάβω πολλά πράγματα για το τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο όταν περνάει σε συγκεκριμένες δεκαετίες – χωρίς, αλίμονο, να συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί της. Κατανοώ ωστόσο τη συνθήκη στην οποία βρίσκεται. Πρόκειται για μια γυναίκα που παλεύει μόνη της, για μια γυναίκα που δεν έχει κάνει παιδιά, δεν έχει αποκτήσει οικογένεια. Στη δική της περίπτωση δεν το επέλεξε και δεν ξέρω πώς αντέχεται αυτό, θεωρώ πως η δική μου ζωή είναι αποτέλεσμα των προσωπικών επιλογών μου. Είμαι 49 ετών και παίζω την Κάλλας στην αντίστοιχη σχεδόν ηλικία, βιωματικά μπορώ να την προσεγγίσω και να νιώσω ορισμένα πράγματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη: πώς, ας πούμε, δέχεται κανείς πλήγματα και πώς αντιδρά σε αυτά». Οι συμβουλές που δίνει στο έργο η Κάλλας προς τους νεαρούς καλλιτέχνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οδηγός; «Oλες. Πραγματικά θα μπορούσε αυτά τα κομμάτια του έργου να τα πάρει κανείς και να τα χρησιμοποιήσει ως εγχειρίδιο. Το καλοκαίρι έλεγα μάλιστα στην Αλεξία Καλτσίκη με την οποία περιοδεύαμε στην «Ηλέκτρα» ότι και μόνο αν ακολουθήσω τις συμβουλές της είναι πολύ πιθανό να βγάλω τον ρόλο».
Ο θεατρικός συγγραφέας Τέρενς Μακ Νάλι έχει επικριθεί για τη δημιουργική του ελευθερία. Τα ντοκουμέντα από τις διαλέξεις της (ηχογραφήσεις μέρους τους, το βιβλίο «Callas at Juilliard» του Τζον Αρντόιν) αναδεικνύουν μια γυναίκα που μετέδιδε με τρομερή ακρίβεια τις εντυπωσιακά λεπτομερείς γνώσεις της για την τεχνική του λυρικού τραγουδιού, μια δασκάλα με ευθύτητα και απαιτήσεις, που συνδυάζονται με υπομονή και με την ικανότητα να εμψυχώνει τους ανασφαλείς. Ο δημιουργός του «Master Class» προτίμησε να εστιάσει στην πλευρά της εύθραυστης, πλην άτεγκτης, ντίβας. «Μιλάμε, βέβαια, για μια μυθοπλασία» διευκρινίζει η Ναυπλιώτου. «Ο Μακ Νάλι έφτιαξε στην ουσία έναν φανταστικό χαρακτήρα, βασισμένο στη Μαρία Κάλλας. Αν το ψάξει κανείς, θα βρει διάφορες ανακρίβειες στο έργο, το οποίο πιστεύω πως μιλάει για όλους τους καλλιτέχνες, αλλά και για όλους τους ανθρώπους οι οποίοι θέτουν υψηλούς στόχους και είναι ικανοί να τους πετύχουν και εξετάζει τι μπορεί σημαίνει αυτό για την ψυχική τους υγεία».
Βίντεο από συνεντεύξεις της Κάλλας υπάρχουν στο Διαδίκτυο. Σε κάποιο από αυτά ο δημοσιογράφος Μάικ Γουάλας τη ρωτάει αν είναι αλήθεια πως σε μια έκρηξή της πέταξε ένα μπουκάλι σε κάποιον συνεργάτη. «Oχι» του απαντάει παιγνιωδώς εκείνη. «Δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, αν και θα έπρεπε. Θα ήταν όμως κρίμα για το μπουκάλι». Η ανυποκρισία της σε αφήνει άφωνο. Η Μαρία Ναυπλιώτου εξεπλάγη από την αδιαφορία της Κάλλας να στρογγυλεύει τις γωνίες. «Είναι απίστευτο σχεδόν το πώς μπορούσε να μιλάει τόσο ειλικρινά, χωρίς να φοβάται τίποτε και κανέναν. Εχω νιώσει μεγάλη τρυφερότητα για αυτό το πλάσμα, ακόμα και για τις πιο αιχμηρές και σκληρές του πλευρές». Οσον αφορά την αγαπημένη της άρια από αυτές που ακούγονται στην παράσταση; «Είναι η «Ah, non credea mirarti», η τελευταία άρια της Αμίνα από την «Υπνοβάτιδα» του Μπελίνι» λέει.
Οσον αφορά την προαναφερθείσα περιοδεία με το ολόγραμμα, πώς φαίνεται στη Μαρία Ναυπλιώτου; Την τρομάζει η εξέλιξη της τεχνολογίας; «Oχι, γιατί δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μαγεία της ζωντανής ερμηνείας. Η ακροβασία και το ενδιαφέρον για όλους σε μια παράσταση είναι ότι κάθε στιγμή μπορεί να γίνει λάθος, έτσι αναπτύσσεται αδρεναλίνη. Μπορεί αυτή η συναυλία με το ολόγραμμα να είναι ένα πάρα πολύ ωραίο θέαμα, δεν ενέχει ωστόσο κανένα ρίσκο, εξ ου και δεν με τρομάζει. Ακουγα σήμερα στο ραδιόφωνο μια διαφήμιση για όλες αυτές τις εφαρμογές που σου επιτρέπουν να ανάψεις τον θερμοσίφωνα στο σπίτι από το κινητό, εξ αποστάσεως, και σκεφτόμουν πως όσο κι αν διευκολύνουν τη ζωή μας οι τεχνολογικές εξελίξεις δεν γλιτώνουμε από το χάος, την πολυπλοκότητα και τη μοναξιά. Το υπαρξιακό μας κενό δεν γεμίζει με τέτοια κόλπα. Στην παράσταση με το ολόγραμμα η Κάλλας δεν θα είναι εκεί για να φύγει από τη σκηνή ή για να ακούσει γιουχαΐσματα επειδή δεν έπιασε μια νότα. Δεν θα τη βγάλουν να υποκλιθεί 37 φορές στη σκηνή όπως συνέβη ύστερα από μια βραδιά θριάμβου στη Σκάλα του Μιλάνου, ούτε θα πηδήξει ένας νεαρός από τον εξώστη επειδή είναι ερωτευμένος μαζί της». Αλήθεια είναι. Κάποιες στιγμές, και κάποιες ντίβες, είναι απλώς ανεπανάληπτες.