Bελέντζα chic
Η αρχιτέκτων μηχανικός Ελίνα Τσελιάγκου σχεδιάζει πανωφόρια κάνοντας ευφυές upcycling σε υφαντά της ελληνικής υπαίθρου που ζουν νέες δόξες ως εντυπωσιακά fashion items.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Το όνομα Unsung Weavers (Αφανείς Υφάντρες) διεκδικεί τη βεβαιότητα ως προς την προέλευση και την υπογραφή του έργου των ανώνυμων, αφανών υφαντριών ως δημιουργών. Συμβολίζει ταυτόχρονα και μη ανθρώπινους παράγοντες που συνύφαναν το υλικό: το νερό που το φούσκωσε, τον ήλιο που το στέγνωσε, τα φυτά που το έβαψαν. Εξυμνεί οτιδήποτε θεωρήθηκε «ασήμαντο» και του δίνει πίσω τη θέση του δημιουργού» μας λέει η Ελίνα Τσελιάγκου απαντώντας στην εύλογη ερώτησή μας «τι σημαίνει Unsung Weavers;».
Με σπουδές Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Σύγχρονη Τέχνη στο Camberwell College of Arts του University of the Arts London, η Ελίνα Τσελιάγκου επέστεψε στην Αθήνα το 2018 και εργάζεται ως ανεξάρτητη αρχιτέκτων μηχανικός και σχεδιάστρια του fashion brand Unsung Weavers (unsungweavers.com). Επαναχρησιμοποιώντας παραδοσιακές βελέντζες – δηλαδή μάλλινα χειροποίητα κλινοσκεπάσματα – από χωριά της Αρκαδίας (και όχι μόνο), σχεδιάζει μοναδικά fashion κομμάτια, κάπες και παλτά, που πωλούνται ακόμα και σε επιλεγμένες μπουτίκ του Λονδίνου και του Τόκιο.
Κανένα κομμάτι δεν είναι ίδιο με κάποιο άλλο. Κάθε ένα κουβαλάει τη δική του ιστορία και το κάθε ύφασμα είναι πολύ διαφορετικό, δεμένο με την τοπογραφία του εκάστοτε μέρους. Οι μύθοι της Πελοποννήσου, η τέχνη και ψυχή της κάθε υφάντρας που περνούσε ατελείωτες ώρες πάνω από τον αργαλειό, παίρνουν «νέα ζωή». Είναι και ένα σημαντικό κομμάτι της βιώσιμης μόδας. Δεν πετάμε τίποτα. Το χρησιμοποιούμε ξανά.
Πώς γεννήθηκε το Unsung Weavers και µε ποια αφορµή;
«Καθώς επέστρεψα στην Αθήνα από το Λονδίνο ήθελα να κάνω κάτι με τα χέρια μου, χρησιμοποιώντας ό,τι μου προσέφερε η Ελλάδα τη στιγμή εκείνη και μεταφράζοντάς το ώστε να απευθύνεται σε ένα πιο ευρύ, διεθνές κοινό. Στον χώρο της Αρχιτεκτονικής και της Τέχνης, η επανάχρηση είναι μια γενικά οικεία τακτική, η οποία και συνδυάστηκε με την αγάπη μου για τα ρούχα και τη μόδα ως τρόπο έκφρασης.
Το Unsung Weavers ξεκίνησε για εμάς – αναπόσπαστο κομμάτι στο εγχείρημα αυτό είναι ο σύντροφός μου και συνεργάτης μου Νώντας Κούτσικος, ελληνικής καταγωγής αλλά μεγαλωμένος στη Ζυρίχη – ως μια προσπάθεια να ανακαλύψουμε εκ νέου τους εαυτούς μας και την ελληνική μας ταυτότητα».
Πού βρήκατε αυτές τις παλιές βελέντζες και πώς τις αποκτήσατε;
«Σε περίπτωση που κάποιος δεν είναι εξοικειωμένος με την ονομασία αυτή, μιας και κάθε περιοχή της Ελλάδας έχει τη δική της, πρόκειται για μια ιδιαίτερης υφής, χειροποίητη, μάλλινη, υφαντή κουβέρτα. Αυτές, μαζί με άλλα χειροποίητα υφάσματα, δίνονταν συνήθως ως προίκα από τις μανάδες στις κόρες της οικογένειας.
Ανάγονται σε μια περίοδο της προβιομηχανικής Ελλάδας, όπου η κάθε οικογένεια ήταν αυτόνομη στις ανάγκες της σε ρουχισμό, οι κλωστές, η ύφανση και το ράψιμο των ρούχων γίνονταν αποκλειστικά από τη γυναίκα του νοικοκυριού.
Ετυχε να κληρονομήσω αρκετές από αυτές από τη γιαγιά μου. Αργότερα, και καθώς το brand εξελισσόταν, ξεκινήσαμε ταξίδια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Μέχρι και σήμερα υπάρχει μια διαρκής ανάγκη διαλογής και συλλογής τους».
Ποια είναι η διαδικασία που µεσολαβεί ώστε µια βελέντζα να «µεταµορφωθεί» από εσάς σε κάτι που µπορεί να φορεθεί;
«Ενα από τα πιο σημαντικά στοιχεία είναι η σωστή επιλογή του υφάσματος. Ακόμα και αν ακολουθούν την ίδια διαδικασία κατασκευής, τα παραγόμενα υφάσματα έχουν τελείως διαφορετικές ποιότητες. Είτε επειδή χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά είδη μαλλιού, κάποιες φορές από γίδα, κάποιες από πρόβατο, είτε επειδή η υφάντρα έβαζε διαφορετική πίεση καθώς ύφαινε, είτε επειδή έμειναν στο ποτάμι λιγότερο ή περισσότερο καιρό, τα υφάσματα «πέφτουν» τελείως διαφορετικά. Κάποιο είναι ελαφρύ και άλλο πιο πυκνό και γλυπτικό, αλλά δύσκολο να κοπεί και να ραφτεί.
Σε γενικές γραμμές, αφήνω το υλικό να μου προσδιορίσει το τι θα φτιάξω από αυτό, ανάλογα με το αν είναι μαλακό ή σκληρό, με τις φόρμες που δίνει όταν κάμπτεται. Προσπαθώ να ενσωματώσω στο σχέδιο τις τάσεις του και τα πατρόν προσαρμόζονται ανάλογα.
Ταυτόχρονα, υπάρχει μια προσπάθεια να βρεθεί ένα ενοποιητικό στοιχείο για την κάθε συλλογή. Στην πρώτη συλλογή (Series 01), αυτό το στοιχείο ήταν ο τόπος προέλευσής τους και οι χρηστικές ενδυμασίες – κάπες των βοσκών – που έφτιαχναν από αυτά, ενώ βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία με τον τόπο τους. Αναφερόταν σε μία ιδανική κατάσταση συμβίωσης ανθρώπινων και μη ανθρώπινων παραγόντων, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό φαντασιακό, και ειδικότερα στην περίπτωση της Αρκαδίας. Στη δεύτερη συλλογή ήταν το στοιχείο του νερού ως μέρος της διαδικασίας παραγωγής τους, στο οποίο τα υφάσματα αυτά οφείλουν την πολύ ιδιαίτερη υφή τους. Ανάλογα με την ιδέα της κάθε συλλογής υπάρχουν κάποιες επιπλέον επεξεργασίες, κάποια από αυτά βάφονται ή κεντιούνται».
Τι είναι αυτό που διακρίνει της παραδοσιακές βελέντζες της Αρκαδίας; Ποια η παραδοσιακή διαδικασία κατασκευής τους;
«Τα υφάσματα αυτά υφαίνονταν πρώτα στο χέρι σε οικογενειακούς στενούς αργαλειούς (στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό περιελάμβανε πρώτα τη δημιουργία του νήματος για την ύφανση, το χειροποίητο κλώσιμο του μαλλιού και τη βαφή του). Στη συνέχεια, τα μούλιαζαν στο ποτάμι για μέρες, χτυπώντας τα περιοδικά με ένα ξύλο. Αυτό τους έδινε αυτή τη χαρακτηριστική πιληματοποιημένη, αδιάβροχη υφή.
Σε κάποιες περιπτώσεις φτιάχνονταν από το ύφασμα αυτό και πανωφόρια, οι κάπες των βοσκών, καθώς ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό και ζεστό.
Αυτό που μας τράβηξε στην Αρκαδία για να ξεκινήσουμε το ταξίδι συλλογής υφασμάτων ήταν κυρίως το τοπίο και οι μύθοι που ηχούν ακόμα σε αυτό το μέρος της Πελοποννήσου: ο ήλιος είναι έντονος, υπάρχουν τρεχούμενα νερά και ποτάμια, πλατάνια που τιμώνται σε φεστιβάλ στις νύχτες με πανσέληνο. Η φύση είναι πλούσια και οι άνθρωποι φαίνεται να εξακολουθούν να ζουν αρμονικά μαζί της».
Συνεχίζεται η παράδοση έως σήµερα; Εξακολουθούν να φτιάχνονται παραδοσιακές βελέντζες;
«Δυστυχώς, καθώς η όλη διαδικασία παραγωγής τους ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρα, έχει πλέον εγκαταλειφθεί, αλλά και καθώς πολλοί έφυγαν από τα χωριά και ήρθαν στις πόλεις, σε μικρότερα πλέον διαμερίσματα, όπου ο αργαλειός δεν είχε πια θέση. Στην πλειονότητά τους οι χειροκίνητοι αργαλειοί έχουν αντικατασταθεί πλέον από βιομηχανικούς και η αυτονομία των νοικοκυριών σε ρουχισμό αποτελεί παρελθόν.
Σήμερα κατασκευάζεται κάποιο υλικό που μοιάζει αρκετά με τις παραδοσιακές βελέντζες, αλλά ο τρόπος παραγωγής είναι τελείως διαφορετικός. Και στο τελικό αποτέλεσμα δυστυχώς απουσιάζουν οι ιδιαιτερότητες του χειροποίητου προϊόντος».
Εχετε ταξιδέψει και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας για να ανακαλύψετε παλιά κοµµάτια; Θα τα προσθέτατε σε µελλοντικές κολεξιόν;
«Ναι, η συλλογή μας έχει πλέον επεκταθεί και περιλαμβάνει πλέον και άλλα χειροποίητα παλιά υφάσματα, από άλλες περιοχές της Ελλάδας, όλα τους μέρος της «προίκας» που περνούσε από τις μάνες στις κόρες».
Είναι η βιώσιµη µόδα πιο επίκαιρη από ποτέ;
«Μάλλον ήταν πια καιρός για κάτι τέτοιο. Οι βιώσιμες πρακτικές είναι σίγουρα και έξυπνες πρακτικές, καθώς ενισχύουν την πιθανότητα να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως μέρος του πλανήτη. Η λογική της επιδιόρθωσης των ήδη υπαρχόντων και της επαναπροσαρμογής θα έπρεπε να επεκταθεί σιγά-σιγά και σε όλους τους τομείς της παραγωγής.
Ας ελπίσουμε μόνο πως οι τοποθετήσεις των καθιερωμένων μεγάλων οίκων μόδας γύρω από το θέμα είναι ειλικρινείς και όχι απλά περιπτώσεις «Green Washing» λόγω επικαιρότητας. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν καλό προτού επενδύσουμε σε κάποιο προϊόν, π.χ. από νάιλον, να μην εμπιστευόμαστε απλώς μια ταμπέλα με την ένδειξη «ανακυκλωμένο», ενδεχομένως απλό προϊόν branding για αποφυγή των όποιων ενοχών, αλλά να ερευνούμε περαιτέρω τις συνθήκες παραγωγής του».
Τι άλλα να περιµένουµε από εσάς στο προσεχές µέλλον;
«Σίγουρα πιο διευρυμένη παραγωγή, με κομμάτια φτιαγμένα από πιο ελαφριά και λεπτά υλικά, ώστε να φοριούνται στις αλλαγές των εποχών. Ενδεχομένως κάποια συνεργασία με κάποια κοινότητα γυναικών που εξακολουθούν να ασκούν την υφαντική, ώστε να καλύψει τις ανάγκες μέρους μελλοντικών συλλογών. Για την ώρα, οι συλλογές μας πάντα εξαρτώνται από τα υλικά που συναντούμε – θα ήταν πολύ απελευθερωτικό να υπήρχε και κάποιο υλικό δημιουργημένο αποκλειστικά για τις ανάγκες της συλλογής. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μια σημαντική συμβολή στο να κρατηθεί η τέχνη της υφαντικής ζωντανή».

