Αύξηση-έκπληξη στον κατώτατο μισθό με το βλέμμα στις κάλπες
Εχοντας υψηλές προσδοκίες εν όψει των εκλογών η κυβέρνηση ανέτρεψε κάθε πρόβλεψη και εισήγηση – Ανησυχία ότι με μείωση του αφορολογήτου θα εξανεμιστεί η αύξηση
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στα 650 ευρώ προσδιόρισε τον νέο κατώτατο μισθό η κυβέρνηση, ανατρέποντας αφενός κάθε πρόβλεψη – ακόμα και τις εισηγήσεις της αρμόδιας επιτροπής – και καταδεικνύοντας αφετέρου το μέγεθος των προσδοκιών που αναμένει από το συγκεκριμένο μέτρο εν όψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών.
Ετσι από την Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου οι αμειβόμενοι με τα κατώτατα όρια (περίπου 600.000 εργαζόμενοι) λαμβάνουν επιπλέον 64 ευρώ. Από 586,08 ευρώ ο μισθός τους διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ (αύξηση 10,9%), ενώ με την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού οι νέοι κάτω των 25 ετών που μέχρι πρότινος ελάμβαναν 511 ευρώ (μεικτά) θα αμείβονται πλέον με τον ίδιο μισθό – 650 ευρώ -, αύξηση ύψους 27%.
Αντίστοιχα και το κατώτατο ημερομίσθιο αυξάνεται από την 1η Φεβρουαρίου στα 29,04 ευρώ μεικτά, από τα 26,18 ευρώ (αύξηση 11%). Οι αυξήσεις επηρεάζουν και τους εργαζομένους που λαμβάνουν μεν τον κατώτατο μισθό, προσαυξημένο όμως με το επίδομα γάμου (10%) ή τις λεγόμενες τριετίες προϋπηρεσίας (10% για κάθε τρία χρόνια υπηρεσίας και συνολικά 30% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω).
Στο κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών η προσαύξηση είναι της τάξεως του 5% για κάθε τριετία προϋπηρεσίας και έως έξι τριετίες (συνολικά 30% για προϋπηρεσία 18 ετών και άνω). Τις προσαυξήσεις αυτές δικαιούνται μόνο όσοι είχαν την αντίστοιχη προϋπηρεσία έως τις 14 Φεβρουαρίου 2012.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει μια σειρά επιδόματα, με πρώτο το επίδομα ανεργίας, το οποίο έχει τον κατώτατο μισθό ως βάση υπολογισμού. Το επίδομα ανεργίας θα αυξηθεί κατά 11% φθάνοντας στα 399,6 ευρώ από 360 ευρώ που ήταν μέχρι πρότινος. Η επιβάρυνση του ΟΑΕΔ για μια σειρά επιδομάτων που έχουν ως βάση τον κατώτατο μισθό υπολογίζεται πως θα ξεπεράσει τα 110 εκατ. ευρώ ετησίως.
Δυσμενείς οι επιπτώσεις
Στην αντίπερα όχθη δυσμενείς θα είναι οι επιπτώσεις της αύξησης στις εισφορές – κυρίως – ελευθέρων επαγγελματιών, οι οποίες υπολογίζονται με βάση τον κατώτατο μισθό. Η αύξηση του κατώτατου αναμένεται να προκαλέσει αύξηση κατά 17,3 ευρώ στην κατώτατη εισφορά που έχει θεσπιστεί για τους μη μισθωτούς και από 157,9 ευρώ μηνιαίως να ανέλθει στα 175,2 ευρώ, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα να απορροφηθεί το όποιο κέρδος από την πρόσφατη μείωση των εισφορών.
Πέραν τούτου, ανησυχία υπάρχει και για τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, από το 2020, η οποία εκτιμάται ότι θα εξανεμίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς οι εργαζόμενοι που μέχρι πρότινος δεν φορολογούνται θα κληθούν να καταβάλουν ένα ποσό κοντά στο όριο της αύξησης.
Οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν στο μέτρο επικεντρώθηκαν κυρίως στην έλλειψη μέτρων μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, έτσι ώστε η αύξηση να είναι πραγματική και να ενισχύσει πραγματικά τον εργαζόμενο.
Είχαν υποσχεθεί 751 ευρώ
Η αύξηση χρησιμοποιείται ως φύλλο συκής για τη μη αποδοχή του αιτήματος της ΓΣΕΕ για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, εκτιμά η κορυφαία συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία θέτει μια σειρά ερωτημάτων προς την κυβέρνηση με τα οποία αποδομεί τις προθέσεις της.
Σημειώνεται ότι η Συνομοσπονδία ζητεί την επαναφορά του κατώτατου στα 751 ευρώ που ήταν πριν από τη μείωση του 2012 και ταυτοχρόνως νομοθέτηση της αποκατάστασης της αρμοδιότητας του εφεξής καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου για όλους τους εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).
Η ΓΣΕΕ σημειώνει ότι η αύξηση ήταν επιβεβλημένη και προς τη θετική κατεύθυνση. Ο πρόεδρός της κ. Γ. Παναγόπουλος, ενώ σημειώνει ότι κάθε αύξηση, ακόμα και αν αποτελεί ένα μικρό βήμα για την αποκατάσταση, είναι καλοδεχούμενη, υπενθυμίζει ότι η κυβέρνηση υποσχόταν ότι το πρώτο της νομοθέτημα θα ήταν η αποκατάσταση στα 751 ευρώ.
Αυξήσεις που να αντέχει η οικονομία
Υπέρ της αύξησης υπό προϋποθέσεις τάχθηκε ο ΣΕΒ με ανακοίνωσή του σχολιάζοντας την απόφαση της κυβέρνησης. Υπογράμμισε ότι οι αυξήσεις θα πρέπει να συμβαδίζουν με τις πραγματικές αντοχές της οικονομίας και βεβαίως να συνδυάζονται με φοροελαφρύνσεις και μειώσεις εισφορών.
Σε κοινή ανακοίνωση ο ΣΕΤΕ και ο ΣΕΒ τάσσονται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού υπό την προϋπόθεση της μείωσης της φορολογίας της εργασίας και των εισφορών και της αποσύνδεσης του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό με εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας. Το ύψος των μισθών που μπορεί να αντέξει η οικονομία συνδέεται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της, το μέγεθος της ανεργίας και της αδήλωτης εργασίας, καταλήγει η κοινή ανακοίνωση.
Να συνδυαστεί με μέτρα ελάφρυνσης
Η ΓΣΕΒΕΕ τάσσεται υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού επισημαίνονταις ότι αν δεν συνδυαστεί με μέτρα ελάφρυνσης για μισθωτούς και επιχειρήσεις δεν θα έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Στο πλαίσιο αυτό η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ θα πρέπει να συνοδευθεί με πρωτοβουλίες προς δύο κύριες κατευθύνσεις. Η πρώτη από αυτές σχετίζεται με τη διεύρυνση του αφορολόγητου ποσού για τους μισθωτούς έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημά τους να ανταποκρίνεται σε αυτή την αύξηση. Η δεύτερη πρωτοβουλία σχετίζεται με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, όπως για παράδειγμα η άμεση κατάργηση της επιπλέον εισφοράς 1% επί των ασφαλιστικών εισφορών του άρθρου 97 του Ν. 4387/2016.
Για τη ΓΣΕΒΕΕ η οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων δεν θα πρέπει να εξουδετερώνεται από μια επιπλέον διεύρυνση της «φορολογικής σφήνας», η οποία στη χώρα μας είναι ήδη πολύ υψηλή. Πάγια θέση της ΓΣΕΒΕΕ είναι η αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω της επαναφοράς της αποφασιστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων (εργοδοτών και εργαζομένων) στον καθορισμό του κατώτατου μισθού.
Μείωση στο μη μισθολογικό κόστος
«Θα προτιμούσαμε ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί πιο λελογισμένα, ρίχνοντας, τουλάχιστον προς το παρόν, το βάρος του σε χαμηλότερες εισφορές και φόρους στην εργασία». Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση της Συνομοσπονδίας Εμπόρων, η οποία ωστόσο ξεκαθάρισε ότι είναι υπέρ των αυξήσεων, αρκεί να είναι σταδιακές και ταυτοχρόνως να υπάρχει ουσιαστική μείωση στο μη μισθολογικό κόστος.
«Το ανακοινωθέν ποσοστό του 11% ξεπέρασε το όριο των προσδοκιών και των αντοχών που έχει η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και η ελληνική οικονομία» σημειώνει ο πρόεδρος των εμπόρων κ. Γ. Καρανίκας και προσθέτει πως «το αυξημένο κόστος καλείται και πάλι να καταβληθεί από το ίδιο πορτοφόλι, το οποίο παραμένει κενό τραπεζικής χρηματοδότησης και παράλληλα καλύπτει παράλογη φορολόγηση, αυξημένα εργοδοτικά κόστη, ασφαλιστικές εισφορές, μισθούς, ενοίκια, δημοτικά τέλη, ρυθμίσεις ή καταβολές δανείων». Πάγια θέση της ΕΣΕΕ παραμένει ότι, για να υπάρξει πραγματική βελτίωση στο οικονομικό κλίμα και αντίστοιχα στην αύξηση των κατώτατων αμοιβών με ορίζοντα διατήρησης και αύξησης των θέσεων εργασίας, χρειάζονται περισσότερο δομικές παρεμβάσεις και ένα συντονισμένο σχέδιο επανεκκίνησης της ανάπτυξης.

