Ας μιλήσουμε για την ποίηση
Ενα δοκίμιο διαπιστώνει το αδιέξοδο της σύγχρονης ποίησης και υποβάλλει προτάσεις για την άρση του. Πρόκειται όμως για πραγματικό πρόβλημα ή όχι;
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Βραβευμένος ποιητής και μεταφραστής, ο δοκιμιογράφος ο Κώστας Κουτσουρέλης διακρίνεται για την προκλητική, αιρετική σκέψη και τον αντιρρητικό λόγο του. Στο δοκίμιο Κ. Π. Καβάφης (Μελάνι, 2013) απορεί με τη διεθνή φήμη του Καβάφη και αμφισβητεί την κατάταξή του στους μείζονες ποιητές και σε δημοσιεύματα και εκδηλώσεις του φιλολογικού περιοδικού Νέον Πλανόδιον που διευθύνει αρνείται την ύπαρξη μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Στο νέο του βιβλίο με τίτλο Η τέχνη που αυτοκτονεί (Μικρή Αρκτος, 2019) καταπιάνεται με το «αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας». Το γνωστό από τα παράπονα των ποιητών: Η ποίηση δεν διαβάζεται, η ποίηση δεν πουλάει, η ποίηση δεν προβάλλεται στα ΜΜΕ, και επίσης (όσο κι αν ομολογείται λιγότερο ανοιχτά) η ποίηση δεν εκδίδεται, αν δεν αναλάβει ή έστω αν δεν συνεισφέρει στην έκδοσή της ο συγγραφέας. Ποιος φταίει γι’ αυτά; Ο κατάλογος των υπόπτων σύμφωνα με τους ποιητές, όπως σημειώνει ο Κουτσουρέλης, «περιλαμβάνει λίγο-πολύ τους πάντες, και αυτούς στην πιο γενική, την πιο αφηρημένη τους εκδοχή: απ’ το νυν πολιτικοοικονομικό καθεστώς ως την απαιδευσία του κοινού, και από την αντιπνευματικότητα της εποχής ως τους δολοπλόκους εκδότες και τα ΜΜΕ». Ποιος πραγματικά φταίει, κατά τον δοκιμιογράφο; «Κύριοι υπαίτιοι είναι οι ίδιοι οι ποιητές» οι οποίοι «πήραν μια τέχνη τερπνή και την έκαναν ανιαρό σταυρόλεξο. Παρέλαβαν μια γλώσσα οικουμενική κι έφτιαξαν απ’ αυτήν ένα ακαταλαβίστικο ζαργκόν. Είχαν μια θέση περίοπτη, στο επίκεντρο του δημόσιου βίου, και τη θυσίασαν για την πόζα και την κλάψα του περιθωρίου». Ο ποιητής επιτίθεται αυτή τη φορά συλλήβδην στο ποιητικό σινάφι, στο οποίο καταλογίζει ερμητισμό, ναρκισσισμό, απομάκρυνση από την κοινωνία, υποκειμενισμό, αυτοαναφορικότητα και εσωστρέφεια.
Οπως και σε άλλα δοκίμια του Κουτσουρέλη, παραμένει ζήτημα ερμηνείας αν η προβοκατόρικη θεματολογία και η έντονη πολεμική του αποτυπώνουν ακλόνητες θέσεις του ή αν πηγάζουν από μια φιλοσοφικά φιλοπερίεργη διάθεση, αν συνιστούν ένα κλείσιμο του ματιού προς αναγνώστες και ομοτέχνους, το κεντρί που θα προκαλέσει μια συζήτηση, προκειμένου να έρθουν στο προσκήνιο τα υλικά και οι απόψεις που θα οδηγήσουν σε μια γόνιμη σύνθεση.
Θέσεις και αντιθέσεις
Οπως κι αν το δει κανείς, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει την επιχειρηματολογία του, η οποία δεν αρνείται δεδομένα και αριθμούς. Ο ίδιος επισημαίνει ότι στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία της Βιβλιονέτ, η αύξηση των ποιητικών εκδόσεων ανάμεσα στη δεκαετία 1997-2006 (3.025 ποιητικά βιβλία) και στη δεκαετία 2007-2016 (5.679) είναι της τάξεως του 88%. Κι αυτή η αύξηση είναι γενικό φαινόμενο στον δυτικό κόσμο. Δεν είναι ποσοτική λοιπόν αλλά ποιοτική η υποχώρηση της ποίησης: «Το κύρος της εξαχνώνεται». Δεν αποτελεί ζωντανό κομμάτι του δημόσιου βίου. Αυτό τον ενοχλεί.
Δεν είναι εντελώς έτσι τα πράγματα, θα του λέγαμε. Στα χρόνια της κρίσης οι έλληνες ποιητές, ως ποιητές που εξέφραζαν το βίωμα της εποχής τους, κυκλοφόρησαν σε ανθολογίες διεθνώς (ήταν πλασματική κοινωνική ποίηση, αντιλέγει). Οι αναγνώσεις, οι εκδηλώσεις, τα φεστιβάλ και οι περφόρμανς έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια (απευθύνονται στο σινάφι, δεν έχουν απήχηση στο ευρύ κοινό, υποστηρίζει). Η ποίηση έχει τη μερίδα του λέοντος στα εναπομείναντα λογοτεχνικά περιοδικά και στα σχολικά βιβλία (η παρουσία της και εκεί φθίνει, ισχυρίζεται). Αλλωστε, αυτός ο ποιητικός υπερπληθωρισμός λειτουργεί, κατά τη γνώμη του, αρνητικά κάνοντας δυσκολότερο τον εντοπισμό των αξιόλογων ποιητικών φωνών.
Ο ποιητής-τραγουδιστής
Εν τέλει, δεν είναι ούτε η πύκνωση των ποιητικών γεγονότων στον δημόσιο βίο που τον απασχολεί αλλά η απουσία αμεσότητας στη σχέση του ποιητή με το κοινό. Το κακό αρχίζει με την καθαρή ποίηση της δεκαετίας του 1920, με τον μεσοπολεμικό μοντερνισμό, με την εγκατάλειψη του έμμετρου και την υιοθέτηση του ελεύθερου στίχου, με το φλερτ της ποίησης με τα εκφραστικά μέσα του πεζού λόγου. Οι ποιητές έγιναν σκοτεινοί και δυσνόητοι, εγκεφαλικοί. Γι’ αυτό και δεν έχουν τη δημοφιλία ενός Παλαμά, ενός Ρίτσου, ενός Ελύτη. Κι έπειτα, οι ποιητές ξέχασαν πώς να είναι ποιητές. Δεν γνωρίζουν τους ρυθμούς, τα μέτρα και την οργανωμένη αρχιτεκτονική της παραδοσιακής ποίησης, έχουν απομακρυνθεί από την καταγωγική σχέση της ποίησης με τη μουσική, από τη σχέση της με το τραγούδι. Γι’ αυτό νοσεί η ποίηση. Θεραπεία υπάρχει, κατά τον ίδιο: η επιστροφή σε μια ποίηση «λαϊκή και ταπεινή, τερπνή και χρήσιμη, ακριβή και απαιτητική, άμεση, πλήρη και ακηδεμόνευτη». Θυμίζει ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας τα έπη και τα δράματα και τα μυθιστορήματα υπήρξαν πολιτισμοί και εποχές ολόκληρες που τα αγνοούσαν παντελώς, «αντιθέτως, στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπάρχει πολιτισμός ούτε ιστορική περίοδος που να αγνοεί τη λυρική ποίηση και την ωδική μήτρα της» και παροτρύνει τους λόγιους ποιητές των ημερών μας να ξαναγίνουν τραγουδιστές.
Το δοκίμιο τελειώνει με αυτή τη νοσταλγική επιστροφή στις απαρχές της ποίησης, ακριβώς τη στιγμή που τα πράγματα αποκτούν ενδιαφέρον. Γιατί πώς να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι ο έμμετρος λόγος ήταν δομικό και λειτουργικό στοιχείο του κόσμου της προφορικότητας, όταν η εμπειρία, η γνώση και η μνήμη μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά με το όχημα της προφορικής λογοτεχνίας. Δημοτικά τραγούδια και έμμετροι γενεαλογικοί μύθοι και παραμύθια ήταν εργαλεία κοινωνικής συνοχής, εργαλεία που σήμερα θα έλεγε κανείς ότι έχουν αντικατασταθεί από τις τηλεοπτικές σειρές. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει ανάγκη το μέτρο, τη ρίμα, τα σχήματα λόγου, τις φορμουλαϊκές εκφράσεις για να θυμάται. Ο,τι χρειάζεται να θυμάται και να γνωρίζει το αναζητεί στο smartphone του. Ακόμη και ο ίδιος ο Κουτσουρέλης διακινεί την ποίησή του από την προσωπική του ιστοσελίδα. Ο πολιτισμός μας βασίζεται όλο και περισσότερο στη γραφή κι αυτό το κάλεσμα επιστροφής στην ποίηση-τραγούδι άλλων εποχών όσο ρομαντικά θελκτικό κι αν ακούγεται, είναι ανιστορικό. Αλλους δρόμους θα πρέπει να πάρει η ποίηση για να αναβαθμίσει το κύρος της στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτούς ας υποδείξουν οι ποιητές.
Η άρση του αδιεξόδου
Πώς θα αποκτήσει ξανά θέση στη ζωή η ποίηση; Το βιβλίο του Κώστα Κουτσουρέλη προτείνει την επιστροφή στη ζωντανή ποίηση-τραγούδι άλλων εποχών. Ωστόσο, η σημερινή ποίηση, ως κοινωνικό και επικοινωνιακό φαινόμενο συνυφασμένο με συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, θα πρέπει να αναβαθμίσει τη σημασία της με τρόπους που προσιδιάζουν στις ανάγκες της εποχής μας.

