Στον ψηφιακό μας κόσμο αψηφείται σαρωτικά το παλιό – και ως τέτοιο τείνει να αντιμετωπιστεί και το βιβλίο: παλιακό, ντεμοντέ, μια… ρετρό ή φολκλορική ψυχαγωγία, για άλλους μια συνήθεια περιττή, ακατανόητη, σχεδόν παράλογη. Είμαστε μάρτυρες μιας… αντικατάστασης του βιβλίου, που ξεκίνησε αργά αλλά εσχάτως καθίσταται βιαιότερη. Ενώ ολοένα κάνουν την εμφάνισή τους συσκευές με μεγαλύτερες δυνατότητες και εργαλεία-διευκολυντές του βίου (ωφέλιμα, ψυχαγωγικά, αλλά και απειλητικά για ό,τι δεν εμπίπτει στον… ολιστικό τους προσανατολισμό), το βιβλίο – και δη η λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία) – ολοένα χάνει έδαφος, κοινό, απήχηση. Και πιο πολύ ανάμεσα στους νέους, τους συνομηλίκους μου, την Generation Z.

«Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η κύρια αιτία για την εκθετική μείωση του αναγνωστικού κοινού, κυρίως ανάμεσα στους νέους;». Αυτό ήταν το ερώτημα που θέσαμε σε νέους του σχολείου μας για να λάβουμε τις εξής απαντήσεις:

«Μέχρι πρότινος ούτε κι εγώ θεωρούσα το διάβασμα ενδιαφέρον, κυρίως επειδή δεν είχα εντοπίσει τα κατάλληλα βιβλία για μένα. Μάλλον η αιτία είναι η έκθεσή μας σε λογοτεχνία που δεν είναι ελκυστική για τη γενιά μας. Ταυτόχρονα, έχουμε και εμείς οι έφηβοι ευθύνη, δεν ψάχνουμε όσο θα έπρεπε για αναγνώσματα που μας ταιριάζουν, δεν μπαίνουμε πολύ στον κόπο ή – αν δεν μας αρέσει ένα βιβλίο – παρατάμε εύκολα την προσπάθεια και υιοθετούμε άκριτα τη γενικευμένη πεποίθηση ότι το διάβασμα είναι βαρετό».

«Γιατί να σπαταλήσω τον χρόνο μου διαβάζοντας, εφόσον μπορώ να ψυχαγωγηθώ και ταυτοχρόνως να μάθω μέσω της οθόνης;».

«Εχω αρκετό διάβασμα για το σχολείο, άγχος, στρες, διαγωνίσματα, δεν θεωρώ ψυχαγωγία το βιβλίο, για μένα έχει ταυτιστεί με σχολική υποχρέωση. Προτιμώ να χαλαρώνω με άλλους τρόπους στον ελεύθερο χρόνο μου».

«Εγώ διαβάζω αρκετά. Φυσικά, όταν το αναφέρω, ενίοτε αντιμετωπίζω απορημένα βλέματα και σχόλια, όπως: «Μα είναι καλοκαίρι, γιατί διαβάζεις;». Φαίνομαι η περίεργη της παρέας – ίσως δε και να θεωρούμαι επαίτης σημασίας! Εικάζω ότι αυτή η στάση των πολλών αποτρέπει κάποιους από την ανάγνωση βιβλίων».

Η… μειονότητα των αναγνωστών

Βέβαια, αν και λιγοστό το νεανικό αναγνωστικό κοινό, δεν είναι και είδος προς εξαφάνιση! Από τους είκοσι ερωτηθέντες συμμαθητές και φίλους μας, οι πέντε απάντησαν ότι διαβάζουν στον ελεύθερο τους χρόνου. Εξ αυτών, οι τέσσερις λατρεύουν την ξένη λογοτεχνία και επιλέγουν κυρίως μυθιστορήματα φαντασίας, μυστηρίου, αστυνομικά ή και ρομαντικά, ενώ μόνο ο ένας δήλωσε ότι προτιμάει την κλασική λογοτεχνία.

Στο ερώτημα «Γιατί προτιμάς την ξένη από την ελληνική λογοτεχνία;» μία εκ των συμμαθητριών μου απάντησε ως εξής: «Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω ολοκληρωμένη εικόνα για την ελληνική λογοτεχνία. Ομολογώ πως δεν έχω πολλές αναγνώσεις πίσω μου. Βρίσκω πιο ενδιαφέρουσα τη θεματολογία της ξένης λογοτεχνίας· εκφοβισμός, ομοφυλοφιλία, σεξισμός, πατριαρχία είναι κάποια από τα θέματα που με απασχολούν και τα οποία συναντώ συχνά στην ξένη λογοτεχνία».

Οσο αφορά το δίλημμα μεταξύ χάρτινου ή ηλεκτρονικού βιβλίου, η απάντησή της ήταν ότι «ίσως σε μια δεκαετία αυτό να μην αποτελεί δίλημμα, αφού το έντυπο θα αντικατασταθεί πλήρως. Από την άλλη, οι οπαδοί του χαρτιού είναι αρκετοί και πιστοί. Μπορεί να καταφέρουν να το κρατήσουν ζωντανό. Εγώ προτιμώ το ηλεκτρονικό, ως παιδί της εποχής μου».

Για εμένα το βιβλίο υπήρξε ανέκαθεν καταφύγιο, γλυκιά συντροφιά, δάσκαλος, φάρος. Αναλογιζόμενη μια φράση του αμερικανού διπλωμάτη και πολιτικού James Russell Lowell, ότι «τα βιβλία είναι οι μέλισσες που μεταφέρουν τη γύρη της γονιμοποίησης από το ένα μυαλό στο άλλο», σκέφτομαι πως εντύπως ή ηλεκτρονικώς, πανδημεί ή μοναχικώς, ελληνιστί ή όχι, σημασία έχει η γύρη να κάνει το «ταξίδι» της, να γονιμοποιεί το μυαλό μας, να γλυκαίνει τον βίο μας.