«Αποτύπωσα μια μεταβατική εποχή σαν μυθιστόρημα»
O δημοσιογράφος και συγγραφέας μιλάει για το τελευταίο του προσωπικό αφήγημα που οργανώνεται γύρω από τα «Βιβλία», το ένθετο του «Βήματος» που ο ίδιος δημιούργησε το 1997 και διηύθυνε έως το 2018
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μια γάτα που τρέχει αλλά παραμένει αμετακίνητη. Μια παιχνιδιάρικη οφθαλμαπάτη. Ο βιβλιοδείκτης αυτός ήταν τοποθετημένος μέσα στις σελίδες της πρόσφατης γαλλικής έκδοσης Paul Morand (Gallimard, 2020), την οποία ο Νίκος Μπακουνάκης είχε ακουμπήσει σε ένα μικρό τραπέζι του σαλονιού του. Πρόκειται για μια βιογραφία του Πολ Μοράν την οποία συνέγραψε η Πολίν Ντρεφίς. «Ανήκει στους αγαπημένους μου λογοτέχνες. Μια φράση του από τις «Βενετίες» ενέπνευσε και τον τίτλο του βιβλίου μου που μόλις κυκλοφόρησε» δήλωσε ο ίδιος βγάζοντας τα γυαλιά του και σταυρώνοντας τα πόδια του, καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Συνομιλήσαμε μαζί του τις προάλλες, στο σπίτι του, στο κέντρο της Αθήνας. Δημοσιογράφος, ιστορικός και βραβευμένος συγγραφέας, ο Μπακουνάκης οργανώνει το τελευταίο του απολαυστικό αφήγημα Oταν έπεσα στο μελανοδοχείο, ένα πολιτιστικό page-turner όχι μόνο ειδικού αλλά και ευρύτερου ενδιαφέροντος, γύρω από το ένθετο «Βιβλία» του «Βήματος της Κυριακής», το οποίο δημιούργησε το 1997 και διηύθυνε έως και το 2018.
Δημοσιογραφικά απομνημονεύματα
«Hταν το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ελληνικό Τύπο, που ενίσχυσε και άλλαξε το στάτους της εφημερίδας στα θέματα του πολιτισμού, αλλάζοντας μαζί και το δικό μου στάτους μέσα στην εφημερίδα, αλλά και γενικά το στάτους μου ως δημοσιογράφου» τονίζει, μεταξύ άλλων, στον πρόλογό του. Το βιβλίο αυτό, ένας συνδυασμός αυτοβιογραφίας, δοκιμιογραφίας, πολιτισμικής κριτικής και ιστορίας των ΜΜΕ, χωρίζεται σε τρία μέρη. Ο Μπακουνάκης, ανατρέχοντας σε μια πορεία 40 ετών, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, γράφει για τη δική του πολύπλευρη διαμόρφωση, τον Χρήστο Λαμπράκη και την κουλτούρα του αντίστοιχου δημοσιογραφικού οργανισμού, και, ασφαλώς, για ένα πρωτοποριακό για τα δεδομένα της Ελλάδας εγχείρημα, όπως είναι το συγκεκριμένο ένθετο της εφημερίδας που κρατάτε αυτή τη στιγμή στα χέρια σας. Ο Μπακουνάκης, με το εγνωσμένο ύφος του, μια πυκνή ισορροπία απλότητας και ουσίας, ξεδιπλώνει συνειρμούς που περικυκλώνουν και φωτίζουν τα βασικά θέματα που τον απασχολούν.
«Ανέκαθεν δεν συμπαθούσα τη γραμμική αφήγηση. Πράγματι, ένα γεγονός ή μια εικόνα με οδηγούν πάντοτε σε κάτι άλλο. Εστιάζω πάντως στις λεπτομέρειες, κυρίως με την τεχνική του καμέο, την οποία χρησιμοποιώ πολύ, δημιουργώντας έτσι μικρά και αλληλένδετα πορτρέτα ανθρώπων και χώρων», από την Πάτρα και την Αίγινα ως το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. «Τα ημερολόγιά μου, που διατηρώ συστηματικά για τρεις δεκαετίες και πλέον, ανακίνησαν τη μνήμη μου και με βοήθησαν να ανακαλέσω την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Μέσα σε αυτά υπάρχουν, λόγου χάρη, αναλυτικοί κατάλογοι των βιβλίων που διάβαζα ή των ταινιών που έβλεπα. Στην Εκτη Γυμνασίου, την περίοδο 1973-74, πέρασα ξαφνικά από το κόμικ στον Αλμπέρ Καμί. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί είμαι αυτός και όχι κάποιος άλλος; Εγραφα το βιβλίο και αναρωτιόμουν. Κατά έναν παράξενο τρόπο, ήταν σαν να σχεδίαζα τη ζωή μου από δεκαεπτά χρονών… Τότε βεβαίως δεν είχα ιδέα τι επρόκειτο να γίνω, πόσω μάλλον δημοσιογράφος. Εξάλλου στη δημοσιογραφία μπήκα εντελώς τυχαία» θυμήθηκε ο Νίκος Μπακουνάκης. «Μιλάμε, λοιπόν, για δημοσιογραφικά απομνημονεύματα αλλά δοσμένα μέσα από πολλούς άλλους, προφανώς. Πρόσεξα όμως κάτι πάρα πολύ. Δεν ήθελα να γίνει ούτε στο ελάχιστο κουτσομπολίστικο το βιβλίο και είμαι πεπεισμένος ότι τα κατάφερα. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι γραμμένο σαν λογοτεχνία. Εγώ θα το χαρακτήριζα μυθιστόρημα. Γιατί όχι; Εχει και ήρωες (με βασικό πρωταγωνιστή εμένα) και πλοκή και σκηνικά μέσα στα οποία εκτυλίσσεται η δράση του».
Η μεταβατική εποχή
Κάθε μυθιστόρημα, βεβαίως, αντανακλά και μια εποχή, του επισημάναμε. Ο Μπακουνάκης συμφώνησε. Εν προκειμένω, «έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική και μεταβατική εποχή, κάτι που αποτυπώνεται και στην αφήγησή μου, αυτό το πέρασμα από τον παλιό κόσμο, τον αναλογικό, στον κόσμο της νέας τεχνολογίας, τον ψηφιακό. Αυτό το έχω βιώσει, ξέρω πώς είναι να πηγαίνεις από τη γραφομηχανή και το υποκίτρινο χαρτί στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και, τώρα πια, στην εικονική εργασία μέσα από τις οθόνες. Η διαφορά είναι τεράστια. Ομολογώ όμως ότι δεν αισθάνομαι καμία νοσταλγία για το παρελθόν – ειδικά για μια εποχή που είχε επίσης μπόλικη μελλοντολογική παραφιλολογία, σχετικά με το τι επρόκειτο να εξαφανιστεί -, πλην όμως, από την άλλη μεριά, δεν έχω και κάποιον ιδιαίτερο θαυμασμό για ό,τι συμβαίνει σήμερα. Σκέφτομαι τα φυσικά γραφεία των εφημερίδων ως ένα απαραίτητο πεδίο κοινωνικότητας, ανταλλαγής και δημιουργικής ζύμωσης που αν χαθεί στο εγγύς μέλλον, θα στοιχίσει πολύ, πιστεύω, και στο περιεχόμενο του ίδιου του επαγγέλματος. Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι ορισμένα πράγματα αποδεικνύονται ενίοτε πιο ανθεκτικά απ’ όσο πιστεύουμε» τόνισε.
Ο Νίκος Μπακουνάκης δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα να γράψει μια βιογραφία του Χρήστου Λαμπράκη. «Συνδέθηκα μαζί του και τον συναναστράφηκα πιο πολύ επειδή ενεπλάκην στις δραστηριότητες του Μεγάρου Μουσικής. Ο Λαμπράκης, όπως γράφω και στο βιβλίο, ήταν ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος. Αλλά εγώ δεν τον βλέπω, όπως οι περισσότεροι, μόνο σαν έναν kingmaker, έναν ισχυρό άνθρωπο με επιρροή στην πολιτική, ας πούμε. Δεν με ενδιαφέρει δηλαδή το πασιφανές, το αυτονόητο. Αλλωστε ο Λαμπράκης, ό,τι κι αν λέγεται, δεν ήταν κλασικός εκδότης, με τη στενή έννοια του όρου. Εγώ τον βλέπω ως έναν διανοούμενο, ενσωματωμένο σε μια μεγάλη εκδοτική επιχείρηση, ο οποίος επιπλέον συντόνισε και μια ομάδα επιφανών ανθρώπων του πνεύματος (κεντρώοι, φιλελεύθεροι, κοσμοπολίτες, ανοιχτοί, ενημερωμένοι, ας σταθούμε κατ’ εξοχήν στον Αγγελο Τερζάκη) που είχαν έναν κοινό στόχο, τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας, την ανανέωση των θεσμών και του κομματικού συστήματος, την προώθηση των γραμμάτων και των τεχνών, του πολιτισμού εν γένει. Το σχέδιο αυτό ο Λαμπράκης το υλοποίησε μέσα από το περιοδικό «Εποχές» κατά τη δεκαετία του 1960. Για να επανέλθω όμως στο «Βήμα» και στα πολιτιστικά του ένθετα, στα χρόνια που υπήρξα αρχισυντάκτης τους, υπήρχε δημοσιογραφική ανεξιθρησκία και απόλυτη ελευθερία, δεν υπήρξε ποτέ ούτε υπόνοια λογοκρισίας, και γι’ αυτό που λέω βάζω το χέρι μου στη φωτιά» υπογράμμισε.
Προς το τέλος, ο Νίκος Μπακουνάκης, καθηγητής Πρακτικής της Δημοσιογραφίας και Τεχνικών Αφήγησης στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αναφέρθηκε στο μέλλον των εφημερίδων. «Σίγουρα θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ως δομημένος μηχανισμός οι εφημερίδες, είτε χάρτινες είτε ηλεκτρονικές. Κρίσιμο ρόλο φαίνεται ότι διαδραματίζουν η παράδοση και η εμπιστοσύνη. Αυτά τα στοιχεία κάνουν τη διαφορά. Βλέπουμε διεθνώς τέτοιες εφημερίδες όχι μόνο να επιβιώνουν αλλά και να κυριαρχούν, επενδύοντας στην ποιότητα και προσαρμοζόμενες στις νέες συνθήκες που επικρατούν σε έναν υβριδικό και αβέβαιο κόσμο».
{SYG}Νίκος Μπακουνάκης{SYG}{TIT}Oταν έπεσα στο μελανοδοχείο{TIT}{EKD}Εκδόσεις Πόλις, 2021,σελ. 350, τιμή 16 ευρ{EKD}ώ
Από το βιβλίο στα «Βιβλία»
Ο Νίκος Μπακουνάκης σκιαγράφησε, στο πλαίσιο της συζήτησής μας, την αξία του ενθέτου «Βιβλία» και την προσφορά του όλα αυτά τα χρόνια. «Πριν από την εμφάνισή του, το βιβλίο παρέμενε ένα σημείωμα ή μια σελίδα μέσα σε μια εφημερίδα, δεν είχε τη δική του αυτονομία. Το βιβλίο ήταν τότε ταυτισμένο με την ποίηση και την πεζογραφία. Δεν υπήρχε πουθενά το άλλο βιβλίο. Οπότε το ένθετο “Βιβλία” ήρθε και έδωσε χώρο σε όλα τα είδη των βιβλίων, φέρνοντάς τα στο προσκήνιο. Επέκτεινε, επίσης, την ορατότητα του βιβλίου ως πολιτιστικού προϊόντος. Μου έλεγε η αείμνηστη εκδότρια της “Eστίας” Μάνια Καραϊτίδη πως οτιδήποτε παρουσιαζόταν στο “Βήμα” άρχιζε, την αμέσως επόμενη μέρα, να έχει μεγαλύτερη ζήτηση. Δηλαδή, το ένθετο αύξησε και την εμπορικότητά του βιβλίου, ως έναν βαθμό. Κυρίως όμως λειτούργησε, θα έλεγα, ως μια μαρτυρία για το γεγονός ότι κάτι άλλαζε εντυπωσιακά στον εκδοτικό χώρο. Το ένθετο “Βιβλία”, παράλληλα με το ρεπορτάζ, αποτύπωσε τον μετασχηματισμό, την ωρίμανση ενός ολόκληρου επιχειρηματικού κλάδου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, είχαμε πια εκδοτικούς οίκους ως οργανωμένες εταιρείες και όχι οικοτεχνίες. Πέραν αυτού, το ένθετο έδειξε πώς έπρεπε να είναι η δημοσιογραφική κάλυψη για το βιβλίο, μέσα από τις αποκλειστικές συνεργασίες που είχε με αμερικανικές και γαλλικές εφημερίδες. Η κριτική είναι ένα είδος με μακρά προϊστορία, συνυφασμένη με τον Τύπο. Πρέπει όμως να υπακούει σε ορισμένους κανόνες ένα κείμενο, κανόνες αφηγηματικότητας και κατανοησιμότητας, οι οποίοι αντιστοιχούν σε ένα έντυπο ευρείας κυκλοφορίας. Προσανατολίστηκα σταδιακά στο αγγλοσαξονικό μοντέλο που θεωρώ ότι είναι και το πιο επιτυχημένο. Η κριτική ενός βιβλίου πρέπει να δημιουργεί μια καθαρή εικόνα για αυτό και, την ίδια στιγμή, να αποτελεί μια αυτοτελή ιστορία. Ο αναγνώστης που τη διαβάζει δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει τίποτα. Κλείνω με ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι το ένθετο “Βιβλία” άνοιξε τον δρόμο και για άλλες προσπάθειες, ανάλογες, στον χώρο των εφημερίδων».

