Απώλειες και πένθη της πανδημίας

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Διεθνής υγειονομική κρίση». «Παγκόσμιο ολικό κοινωνικό γεγονός». «Παρατεταμένο στρες». Από τους χαρακτηρισμούς της πανδημίας λείπει η αναγνώριση ότι πρόκειται και για κατάσταση απωλειών. Οι δύο κυρίαρχες αντιδράσεις στην πανδημία – φόβος και θυμός – είναι μεταμφιέσεις του φόβου του θανάτου, της έσχατης απώλειας που προκαλεί ο ιός. Οι χιλιετίες της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους μάς προίκισαν με το πένθος, την αντίδραση στην απώλεια.
Αν ζούμε ένα «παγκόσμιο πείραμα», τότε μεταβλητές του είναι και η απώλεια και το πένθος. Οταν η οδύνη γίνεται Λόγος, μπορούμε να εξανθρωπίσουμε την αγριότητά της. Ας αναστοχαστούμε το θέμα αυτό με εστίαση στην ελληνική πραγματικότητα.
Η πανδημία χαρακτηρίζεται από παραγνωρισμένο, ασυντρόφευτο πένθος. Το βιώνουν όσοι δεν επιτρέπεται, λόγω του κινδύνου μόλυνσης από τον ιό, να σταθούν πλάι στους αγαπημένους τους κατά τη νοσηλεία τους, να τους συνοδεύσουν και να τους θρηνήσουν στις εξόδιες τελετές, με συντρόφους που θα πλαισιώσουν τον θρήνο και θα συμμεριστούν το πένθος τους. Η απώλεια λόγω θανάτου στις συνθήκες αυτές παραμένει αδιανόητη και οι πενθούντες επιβάλλεται να δεχθούν ψυχική αρωγή. Μάρτυρες των απωλειών των άλλων, της ανθρωπότητας που θρηνεί εκατόμβες νεκρών είμαστε όλοι – ένα διάμεσο, συλλογικό πένθος.
Η μοναξιά γίνεται πένθιμη. Η φυσική/σωματική απομάκρυνση και η αποστασιοποίηση από οικείους και ομάδες συνεπάγονται πολλούς, προσωρινούς ή όχι, αποχωρισμούς, χωρίς υποκατάστατα λόγω των περιορισμών. Πολλοί πενθούν και τη μοναχικότητά τους. Η ιδιωτικότητα έχει συρρικνωθεί ή χαθεί, ενώ για τους λιγότερο τυχερούς η βία στις σχέσεις ή η κακοποίηση έχουν καταλάβει τη θέση του ευεργετικού προσωπικού χωροχρόνου που τους παρείχε προστασία και ανακούφιση στο παρελθόν.
Να παραδοθεί κανείς στο πένθος ή όχι; Το πένθος είναι αμφίβολο. Είμαστε φορείς του ιού; Θα νοσήσουμε; Θα επιβιώσουμε; Αν η απώλεια επίκειται ή τη διαβλέπουμε, βιώνουμε το εκ προοιμίου ή εκ των προτέρων πένθος. Δεν είναι μόνο το στρες παρατεταμένο, είναι και το πένθος. Η απώλεια φώλιασε στην πανδημική ζωή και συσσωρεύεται. Λαμβάνει χώρα καθημερινά, σε πολλαπλά επίπεδα και πεδία. Δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι προβλέψεις για το τέλος της δεν διεκδικούν την ακρίβεια. Μέσα στο θολό τοπίο, στην καταχνιά, το λιγότερο που νιώθουμε είναι αδημονία και κόπωση.
Μπορεί να αναβληθεί το πένθος; Οποιος πρέπει να είναι σε εγρήγορση ή αντίσταση βιώνει πένθος εν αναμονή. Το επείγον έχει προτεραιότητα. Οι συγγενείς των ανθρώπων που νοσούν, το μαχόμενο υγειονομικό προσωπικό και όσοι είναι σε κρίσιμα για την πανδημία επαγγέλματα δεν έχουν την πολυτέλεια να παραδοθούν στον θρήνο πλήρως ή για πολύ. Η ψυχοσωματική εξάντλησή τους θα απαιτήσει μακροπρόθεσμη, οργανωμένη φροντίδα.
Το πένθος της πανδημίας συνυφαίνεται με στίγμα και ενοχή. Οσοι υποψιάζονται ή είναι βέβαιοι ότι μετέδωσαν τον ιό (και ας ήταν αρνητές ή σκεπτικοί) και όσοι πιστεύουν ότι δεν ενήργησαν όπως έπρεπε για να σώσουν μια ανθρώπινη ζωή ή αναγκάστηκαν να επιλέξουν ποιος θα σωθεί (π.χ. υγειονομικοί) βιώνουν ενοχικό πένθος, ενίοτε και την ενοχή του επιζήσαντος. Οι λέξεις το μαρτυρούν: «Γιατί τιμωρούμαι; Τι έκανα; Τι δεν έκανα;». Τέτοιες αναρωτήσεις αποσκοπούν στην εύρεση νοήματος απέναντι στην τρομακτική συνειδητοποίηση ότι ο ιός συμπεριφέρεται με τρόπο πέραν της λογικής και της ηθικής, τυχαία, όπως έγραφε ο Albert Camus στην «Πανούκλα».
Παρανοειδή και διωκτικά άγχη κατακλύζουν το άτομο στο έμφορτο θυμού πένθος. Διαχειρίζεται τον φόβο του θανάτου με εξωτερίκευση: υπερεγρήγορση, καχυποψία για τις προθέσεις και τους χειρισμούς των άλλων, ιδίως όσων κατέχουν εξουσία και δύναμη, συνεχείς προβολές, εκδραματίσεις, εκφορτίσεις. Συχνά, συνυπάρχει μια αίσθηση κοινωνικής αδικίας, ανισοτήτων και αποκλεισμού, μαζί με βαθιά ανημποριά και αδυναμία οραματισμού ενός καλύτερου μέλλοντος που θα περιέχει και το άτομο. Η πανδημία δοκιμάζει την κοινωνική δικαιοσύνη.
Σήμερα οι ανθρώπινες σχέσεις είναι συχνά ναρκισσιστικές ταυτίσεις. Η απώλειά τους βιώνεται ως απώλεια μέρους του εγώ, που είναι ήδη τρωτό εξαιτίας αυτών των ταυτίσεων. Αρκετοί καταφεύγουν σε αποσυνδέσεις από την εξωτερική πραγματικότητα και στη ναρκισσιστική αναδίπλωση. Οι διαδικασίες καταναγκαστικής επανάληψης γίνονται κυρίαρχες στον ψυχισμό, ώστε να διατηρείται μια ζωντάνια, ίσως η επώδυνη ευχαρίστηση να κάνεις τα ίδια ξανά και ξανά γύρω από το χείλος του κενού – ως αγκίστρωση από τα αντικείμενα και αντίσταση στον χαμό. Το πένθος του ανθρώπου που έχει χάσει αυτό το διάστημα τους τροφοδότες τού σαθρά θεμελιωμένου ναρκισσισμού του είναι δυσχερές ή αδύνατο να επιτελεστεί. Είναι σισύφειο.
Πενθούμε την ολοκληρωτική, παντοδύναμη κατοχή των αντικειμένων και τον έλεγχο της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Εκδηλώνονται αμυντικοί μηχανισμοί πρωκτικής συγκράτησης (π.χ. συσσώρευση ειδών) και φαντασιώσεις πρωτογενούς πρωκτικότητας (π.χ. εγκόλπωση ενός «παντοδύναμου» άλλου που διακηρύττει την «άρνηση» του ιού και της αναγκαιότητας των μέτρων), με συνέπεια την εξασθένηση της αναπαραστατικής και συνδετικής ικανότητας και την ψυχική ακινητοποίηση του ατόμου. Ενεργοποιούνται ναρκισσιστικές φαντασιώσεις «Αποκάλυψης», «συντέλειας και νέας εκκίνησης του κόσμου», ώστε να αντιμετωπιστεί το αίσθημα του κενού και της ανημποριάς. Ατέλειες της εργασίας του σύγχρονου πολιτισμού, όπως το νηπενθές (ομηρικό βότανο που ακόμη γευόμαστε), η αποφυγή της οδύνης, η απώθηση της φθαρτότητας και θνητότητας, οι τρόποι ζωής στους οποίους κυριαρχούν παλινδρομήσεις σε στοματικού τύπου καθηλώσεις (π.χ. κατάχρηση ουσιών) ή πρωκτικού τύπου καταστροφικές – αποβλητικές εκδηλώσεις (π.χ. ρύπανση χώρων με σκουπίδια) υποδαυλίζουν το πετρωμένο ή ατελεύτητο πένθος.
Απέναντι σε όλα αυτά, τι; Η νοσταλγία του πρόσφατου, προ-πανδημικού παρελθόντος, συναρμοσμένη με τη βασισμένη στη δοκιμασία της πραγματικότητας ελπίδα, ανοίγουν μια προοπτική επίλυσης του πένθους – επίλυση πάντα μερική. Οι απώλειες απαιτούν τροποποίηση της ψυχικής οικονομίας μας, διεργασία που θα χρειαστεί να πραγματοποιήσουμε σε βάθος χρόνου και δεν διεξάγεται μόνο ατομικά. Κυρίως επειδή συνιστά επώδυνη αναγνώριση και αποδοχή της απουσίας, της έλλειψης και της διαφοράς, χρειάζεται την υλική και ψυχική πλαισίωσή της από τη συλλογικότητα.
Η κυρία Ευαγγελία Γαλανάκη είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

