Η έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού επί τριάντα και πλέον χρόνια, ειδικά στην Ελλάδα, πρέπει να θεωρείται κατόρθωμα. Στο καινούργιο τεύχος του «Εντευκτηρίου», το υπ’ αριθμόν 115, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και αποτυπώνει το ιστορικό ίχνος της διάρκειας σε μια χώρα που ταλαιπωρείται από ποικίλες πολιτισμικές ασυνέχειες, ο Γιώργος Κορδομενίδης αποφάσισε να αναδημοσιεύσει ένα κείμενο που τιτλοφορείται «Κατάθεση προθέσεων» από το δεύτερο τεύχος, από τον μακρινό Φεβρουάριο του 1988. Και το έκανε για να υπογραμμίσει, ακριβώς, ότι η ταυτότητα του εντύπου δεν έχει αλλοιωθεί, ότι αυτού του είδους η συνέπεια είναι εφικτή, παρά τις εποχές που μοιραία αλλάζουν, παρά τα εμπόδια που απρόβλεπτα ορθώνονται, παρά, εσχάτως, τη σφοδρότητα της οικονομικής κρίσης. Η εμφάνιση του «Εντευκτηρίου» στη Θεσσαλονίκη, το 1987, έγινε υπό δυσοίωνες συνθήκες, εν μέρει και ως απάντηση στη «συντηρητικότητα» και στην «έκδηλα αντιπνευματική στάση» της τότε δημοτικής αρχής. Βεβαίως τα πράγματα στην πόλη δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά στο επίπεδο της συλλογικής νοοτροπίας. «Γι’ αυτό και υπάρχει έντονη ανησυχία για το τι μπορεί να συμβεί μετά την αποχώρηση του Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος, ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος και προοδευτικός, άλλαξε την αίσθηση που έχουμε για τη Θεσσαλονίκη, αυτό δεν πρέπει να το παραγνωρίζει κανείς, ακόμα κι εγώ που δεν θα έκανα ποτέ την αγιογραφία του, που έχω ανοιχτά διαφωνήσει μαζί του σε διάφορα ζητήματα» δήλωσε από τηλεφώνου προς «Το Βήμα» ο Γιώργος Κορδομενίδης.

Η ποικιλία ως επιλογή

Τις προάλλες που συνομιλήσαμε μαζί του ήταν απασχολημένος με την προετοιμασία των εκδηλώσεων μίας ακόμη «Λογοτεχνικής Σκηνής», που εφέτος έκλεισε αισίως μια επταετία. Ο ίδιος, πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο περιοδικό, εργαζόταν στην Εθνική Τράπεζα ως υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων για τη Βόρεια Ελλάδα. «Το κλίμα ήταν το χειρότερο δυνατό τότε. Επιπλέον το «Εντευκτήριο», όταν πρωτοβγήκε, ερχόταν τρίτο και καταϊδρωμένο. Διότι στην πόλη υπήρχαν ήδη δύο γνωστά περιοδικά, το «Τραμ» και ο «Παρατηρητής». Μιλάμε για έντυπα που, καταστατικά σχεδόν, έδιναν έμφαση στην τοπική λογοτεχνική παραγωγή, στους θεσσαλονικείς ή ευρύτερα στους βορειοελλαδίτες συγγραφείς. Εμένα αυτό το δίλημμα δεν με απασχόλησε ποτέ στα σοβαρά, εμένα μ’ ενδιέφερε, προγραμματικά μιλώντας, η ποικιλία. Με γοήτευε ανέκαθεν αυτό το πλούσιο τραπέζι που μπορεί να είναι το τεύχος ενός περιοδικού, με πολλές επιλογές εδεσμάτων, σε αντίθεση με ένα γεύμα που αποτελείται από ένα μόνο πιάτο, όπως είναι ένα βιβλίο λ.χ., όσο νόστιμο κι αν είναι. Πάντως στον λεγόμενο λογοτεχνικό χώρο βρισκόμουν από το 1978-79 και επομένως είχα μια μικρή πείρα στις εκδόσεις. Οταν όμως το ανακοίνωσα επισήμως, κάποιοι μου προσήψαν κάπως περιφρονητικά ότι δεν ήμουν παρά ένας δημοσιογράφος και παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών».

Διέψευσε παταγωδώς τους κακοπροαίρετους, όπως αποδεικνύει το πλήρωμα του χρόνου. Από το ξεκίνημα δεν θυμάται πολλά, θυμάται όμως τα σημαντικότερα. «Σχεδίαζα στο μυαλό μου το περιοδικό, αλλά πρακτικά άρχισα να στήνω τα περιεχόμενα του πρώτου τεύχους την ημέρα της κηδείας του πατέρα μου, το ίδιο κιόλας βράδυ, τον Σεπτέμβρη εκείνου του έτους. Και δύο μήνες αργότερα κυκλοφόρησε με ένα έκκεντρο αφιέρωμα στην φυλακή ως θεσμό. Επίσης, δεν θα λησμονήσω ποτέ την αντίδραση της μητέρας μου, η οποία, ενώ δεν θυμόταν αν είχε πάρει τα φάρμακά της, παρ’ όλα ταύτα, με το που άκουσε την πόρτα του σπιτιού να ανοίγει, προτού καν με δει από το ντιβανάκι στο οποίο ήταν ξαπλωμένη, θυμήθηκε να με ρωτήσει – επί λέξει τα ακόλουθα – αν βγήκε το βιβλίο μου και αν ήμουν ευχαριστημένος».

Η «αξέχαστη κρυάδα»

Ενα άλλο περιστατικό που έχει χαραχτεί στη μνήμη του ήταν η «αξέχαστη κρυάδα» που του είχε επιφυλάξει ο Κώστας Ταχτσής, «δηλαδή η αποδοκιμασία του επειδή δημοσίευσα ένα κείμενό του στο οποίο υπήρχαν ορισμένες αβλεψίες. Μου το έγραψε ρητά, ότι είχε μετανιώσει που μου είχε εμπιστευτεί το γραπτό του, ένα μπιλιέτο ήταν το μήνυμά του,  το έψαξα εν όψει αυτού του πανηγυρικού τεύχους αλλά δυστυχώς δεν το βρήκα. Το έργο του Ταχτσή το εκτιμούσα πολύ. Ομολογώ ότι στεναχωρήθηκα και τον βρήκα λίγο άδικο, επειδή  οι αβλεψίες δεν ήταν τόσο σοβαρές ώστε να προκαλέσουν μια τέτοια αντίδραση. Πάντως θύμωσα ειλικρινά με τον εαυτό μου γιατί κατάλαβα ότι κάτι δεν είχα κάνει σωστά, θύμωσα επειδή ήθελα τη δουλειά αυτή να την κάνω σοβαρά και άψογα».

Και κάπως έτσι φτάσαμε σε δύο ξεχωριστές για τον ίδιο προσωπικότητες. «Κοιτάξτε, εγώ είμαι ένας άνθρωπος όχι πολύ εμπνευσμένος αλλά πολύ εργατικός, και επίσης ξέρω να ακούω. Για ένα μεγάλο διάστημα δύο σημαντικοί άνθρωποι – ο Δημήτρης Μαρωνίτης και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος – με κάθιζαν απέναντι και βαθμολογούσαν την κάθε δημοσίευση, ευκαιρίας δοθείσης, με κάθε νέο τεύχος που τους έδινα ή τους έστελνα. Πιστεύω ότι δεν ωφελείται κανείς όταν ακούει επαίνους. Αντίθετα, ωφελείται κανείς όταν του επισημαίνουν τα λάθη και τις αστοχίες του. Εγώ είμαι εντελώς εμπειρικός, δεν έκανα πανεπιστημιακές σπουδές και ποτέ δεν το απέκρυψα αυτό, ψηλαφώντας προχώρησα όλα αυτά τα χρόνια, και είχα ανάγκη, ιδίως σε στιγμές που αισθανόμουν ανεπαρκής, να ακούω τις συμβουλές αυτών των δύο συγκεκριμένων ανθρώπων, έβγαινα πολύ κερδισμένος από τις παρατηρήσεις τους. Ο καθένας με αγαπούσε με τον τρόπο του, με την έντασή του».

 

Το αντικαταθλιπτικό

Ο Γιώργος Κορδομενίδης πιστεύει ότι ένα λογοτεχνικό περιοδικό, «αν θέλει να είναι ένας ζωντανός οργανισμός, κακά τα ψέματα και πέρα από κάθε άκριτη νεολαγνεία, πρέπει να τροφοδοτείται συνεχώς από νέο αίμα, οι νέοι άνθρωποι και οι νέες ιδέες είναι το υλικό που κατ’ εξοχήν εμπλουτίζει ένα τέτοιο εγχείρημα και το κάνει ακόμη πιο ελκυστικό στα μάτια των αναγνωστών, δίπλα ασφαλώς στα έργα των αναγνωρισμένων δημιουργών. Είμαι ικανοποιημένος γιατί είναι κάμποσοι οι συγγραφείς που όχι απλώς πρωτοδημοσίευσαν στο «Εντευκτήριο», αλλά που στη συνέχεια επικύρωσαν με τη λογοτεχνική τους πορεία την εμπιστοσύνη που δείξαμε στα κείμενά τους». Χρησιμοποιεί τον πληθυντικό αριθμό επειδή δεν παύει να υπογραμμίζει, σε όλους τους δυνατούς τόνους, ότι στην ουσία είναι ο υπομονετικός συντονιστής μιας ομαδικής δουλειάς. «Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο», κατέληξε, «η έκδοση αυτού του περιοδικού ήταν ένα είδος σωσιβίου για μένα, μια σωσίβια λέμβος, για να παραπέμψω στον αείμνηστο Γιάννη Βαρβέρη. Ηταν ο τρόπος μου να υπάρξω. Αυτό μπορεί να ακούγεται σιβυλλικό, αλλά δεν μπορώ να το εξηγήσω περαιτέρω, ήταν το καλύτερο αντικαταθλιπτικό που θα μπορούσα να έχω, κι όποιος έπιασε το νόημα το έπιασε». Στο τέλος, οι ευχές. Χρόνια πολλά ακόμα, κύριε Κορδομενίδη.