Τον Δεκαπενταύγουστο του 1969 άνοιξε τις πόρτες του το Φεστιβάλ του Γούντστοκ, που στην πραγματικότητα δεν έγινε στο Γούντστοκ, αλλά σε μια φάρμα έξω από την πόλη Μπέθελ, περισσότερα από 50 χλμ. μακριά. Διήρκεσε τέσσερις ημέρες και έμεινε στην Ιστορία ως ένα ορόσημο όχι μόνο στην πορεία της ροκ μουσικής, αλλά και στην εξέλιξη της κουλτούρας μιας ολόκληρης γενιάς που έμοιαζε αποφασισμένη να πάει κόντρα στο κατεστημένο.

Ηταν τα παιδιά των λουλουδιών που είχαν σύνθημα την αγάπη, την ειρήνη και την ευτυχία. Ηταν ενάντια στην κόλαση του πολέμου στο Βιετνάμ και υπέρ των τεχνητών παραδείσων. Ταξίδευαν σε εξωτικά μέρη και πειραματίζονταν με εξωτικές θρησκείες και φιλοσοφίες. Πολλοί έμεναν σε κοινόβια και πίστευαν ότι σύντομα θα ερχόταν η εποχή του… Υδροχόου. Φορούσαν πολύχρωμα ρούχα και εντυπωσιακά χαϊμαλιά. Τα αγόρια μάκραιναν τα μαλλιά τους και τα κορίτσια κόνταιναν τις φούστες τους. Ακουγαν ροκ και διάβαζαν φανατικά τον Κάρλος Καστανιέδα. Πολύ σύντομα ο Τσαρλς Μάνσον και η παρέα του θα μετέτρεπαν το όνειρο σε εφιάλτη, αλλά το καλοκαίρι του 1969, όσοι από αυτούς κατάφεραν να φτάσουν στο φεστιβάλ, έζησαν για λίγο την ψευδαίσθηση ότι η ουτοπία ήταν εφικτή.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, το Γούντστοκ, στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, ήταν πόλος έλξης ανερχόμενων μουσικών, προοδευτικών καλλιτεχνών και ανήσυχων συγγραφέων. Ο Bob Dylan ήταν από τους πρώτους τακτικούς επισκέπτες. Το στούντιο ηχογραφήσεων Bearsville που λειτουργούσε στην περιοχή προσείλκυε αστέρια της μουσικής σκηνής όπως την Joan Baez, την Janis Joplin και τον Jimi Hendrix. Η ιδέα για ένα μαζικό μουσικό φεστιβάλ κυκλοφορούσε για καιρό, αλλά έγινε τελικά πραγματικότητα τον Αύγουστο του 1969.

Μια καταστροφή

Από πολλές απόψεις το Γούντστοκ ήταν μια καταστροφή. Οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές: έβρεχε για εβδομάδες πριν από το φεστιβάλ, αλλά και κατά τη διάρκειά του. Οι διοργανωτές είχαν χάσει πολύτιμο χρόνο καθώς, εξαιτίας της αντίδρασης των τοπικών κοινοτήτων, είχαν αναγκαστεί να αλλάξουν τον χώρο δύο φορές. Τελικά νοίκιασαν τη φάρμα του Max Yasgur αντί του ποσού των 50.000 δολαρίων λιγότερο από έναν μήνα πριν από τη συναυλία. Το στήσιμο της σκηνής ολοκληρώθηκε την παραμονή της έναρξης. Οι τιμές των εισιτηρίων ήταν 18 δολάρια για τις προπωλήσεις και 24 δολάρια στην είσοδο (περίπου 120 και 160 δολάρια αντίστοιχα σήμερα). Ομως, όταν οι θεατές άρχισαν να φτάνουν στη φάρμα κατά δεκάδες χιλιάδες, οι διοργανωτές πήραν την απόφαση να ανοίξουν τις πόρτες και να επιτρέψουν την ελεύθερη είσοδο.

Μόλις το φεστιβάλ άνοιξε τις πόρτες του, οι υποδομές που είχαν στηθεί για τη σίτιση, την παροχή νερού και την υγιεινή κατέρρευσαν. Η Πολεμική Αεροπορία έφερνε φαγητό με ελικόπτερα Huey και μια ομάδα γυναικών από το Μπέθελ μοίρασε τριάντα χιλιάδες σάντουιτς. Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι προσπάθησαν να φτάσουν στην περιοχή, αλλά δεν τα κατάφεραν εξαιτίας της κυκλοφοριακής συμφόρησης. Το μποτιλιάρισμα έφερε προβλήματα και στη ροή του προγράμματος, καθώς κάποιοι καλλιτέχνες δεν κατάφεραν να φτάσουν στην ώρα τους. Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, που σε γενικές γραμμές ήταν απόλυτα ειρηνικό, ένας νέος έχασε τη ζωή του από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ένα άλλος πατήθηκε από αγροτικό μηχάνημα ενώ κοιμόταν στον υπνόσακό του και ένας άλλος πέθανε από σκωληκοειδίτιδα. Σχεδόν οι πάντες ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών – θεατές και καλλιτέχνες. Οι διοργανωτές έχασαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια, αλλά κατάφεραν να βγάλουν σημαντικά κέρδη από τις πωλήσεις του δίσκου και τα δικαιώματα της βραβευμένης ταινίας «Woodstock».

Ομως, ενάντια σε όλες αυτές τις αντιξοότητες, όσοι τελικά κατάφεραν να φτάσουν στον χώρο του φεστιβάλ έζησαν ανεπανάληπτες στιγμές, παρακολουθώντας όχι μόνο αυτά που διαδραματίζονταν πάνω στη σκηνή, αλλά και ανάμεσα στο κοινό. Οπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς ακούγοντας τον δίσκο ή βλέποντας την ταινία, οι θεατές είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν ανεπανάληπτες ερμηνείες και συγκλονιστικές εμφανίσεις από θρυλικούς καλλιτέχνες. Joan Baez, Janis Joplin, Santana, Joe Cocker, Crosby – Stills – Nash & Young, Ravi Sankar, Grateful Dead, Creedence Clearwater Revival, Sly and the Family Stone, The Who και Jefferson Airplane ήταν ανάμεσα στους καλλιτέχνες που έδωσαν το «παρών» στο φεστιβάλ που έκλεισε ο Jimi Hendrix με μια συγκλονιστική ερμηνεία του «The Star – Spangled Banner», του εθνικού αμερικανικού ύμνου. Αντίθετα, απουσία σημείωσαν μεγάλα ονόματα της εποχής όπως ο Bob Dylan, οι Beatles, οι Rolling Stones, οι Led Zeppelin και οι Doors.

Επαναστατική νοσταλγία

Σε μια εποχή κατά την οποία η μετάδοση της πληροφορίας δεν ήταν τόσο άμεση όσο σήμερα, είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία το Γούντστοκ αιχμαλώτισε τη φαντασία των νέων σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η προβολή της τανίας «Woodstock» στη χώρα μας ήταν επεισοδιακή. Τον Νοέμβριο του 1970, στην επίσημη πρεμιέρα της στο «Παλλάς», η προσέλευση των θεατών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Σημειώθηκαν μικροεπεισόδια, έγιναν προσαγωγές και η δεύτερη προβολή της ταινίας ακυρώθηκε. Τελικά, η προβολή επαναλήφθηκε έπειτα από λίγες εβδομάδες, με τον εκπρόσωπο της χουντικής κυβέρνησης να δηλώνει: «Οι νέοι του Γούντστοκ είναι δυστυχείς. Πασχίζουν να εκφράσουν με τη μουσική την ψυχική τρικυμία τους».

Ομως, πριν περάσει πολύς καιρός, το Φεστιβάλ του Γούντστοκ έγινε ένα ακόμα εμπορεύσιμο σύμβολο επαναστατικής νοσταλγίας. Η γενιά που έζησε το Γούντστοκ παραχώρησε τη θέση της στη γενιά των γιάπηδων. Τα παιδιά των λουλουδιών έγιναν τα παιδιά των μετοχών. Οπως αποδείχτηκε, το τετραήμερο στο οποίο κυριάρχησαν η έκσταση, η μουσική και η λάσπη σηματοδότησε όχι την αρχή, αλλά το τέλος μιας εποχής.

Ροκ… σκηνές

□ Τελευταία χρόνια έγιναν δύο προσπάθειες αναβίωσης του φεστιβάλ, μία το 1994 και μία το 1999, χωρίς όμως την επιτυχία που είχε το πρώτο.

□ Ο Jimi Hendrix εισέπραξε 12.500 δολάρια για την εμφάνισή του, ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο για την εποχή.

□ Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ χρειάστηκαν ιατρική βοήθεια 5.162 άτομα, εκ των οποίων τα 797 λόγω χρήσης ναρκωτικών.

□ Τον Οκτώβριο του 2009 (10 χρόνια πριν), κυκλοφόρησε η ταινία του Ανγκ Λι «Ετσι πήραμε το Γούντστοκ».

□ Εκτός από το Woodstock την ίδια χρονιά (1969) υπήρξε και το Altamont. Οι Rolling Stones, ύστερα από μια πολύ πετυχημένη αμερικανική περιοδεία, φιλοδοξούσαν να είναι αυτοί που θα έκλειναν τη συναρπαστική δεκαετία του ’60 με ένα free concert. Εάν στο Γούντστοκ φάνηκε προς στιγμήν ότι όλα εκείνα που συνοψίζονταν στο σύνθημα «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο» ήταν εφικτά, μία ανάλογη γιορτή, μόλις τέσσερις μήνες αργότερα, γκρέμισε την ψευδαίσθηση, για να σημάνει την αρχή του τέλους της δεκαετίας των λουλουδιών. Μία ιδέα που εξελίχθηκε σε τραγωδία.