Oπρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, σε δύο ομιλίες του την προηγούμενη εβδομάδα, μία σε εκδήλωση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Γερμανία και μία στο Παρίσι, σε εκδήλωση για την ειρήνη επ’ ευκαιρία της εκατονταετηρίδας για το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεδίπλωσε με ενάργεια την αντίληψη που έχει για τον κόσμο.
Εν περιλήψει, αυτό που πιστεύει είναι το εξής: υπάρχει μια μικρή αλλά κακή κυρίαρχη ελίτ που προκαλεί οικονομικές κρίσεις, κλέβει τον πλούτο τον οποίο στέλνει στο εξωτερικό και στέλνει τα λαϊκά παιδιά στον πόλεμο. Τα λαϊκά στρώματα καταστρέφονται και διακατέχονται από το ένστικτο της εκδίκησης. Σε αυτό το ένστικτο απευθύνονται οι δημαγωγοί – παλαιά ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, σήμερα οι σύγχρονοι ακροδεξιοί –, υποσχόμενοι εκδίκηση απέναντι σε αυτούς που ευθύνονται (απέναντι δηλαδή στις ελίτ). Τη θέση αυτών των δημαγωγών πρέπει να πάρει η Αριστερά με τους συμμάχους της που έχουν εγκαταλείψει την κοινωνική τους βάση. («Να στρέψουμε το βλέμμα μας σε αυτούς που, αν και ακούγεται βαρύ, νιώθουν σήμερα ηττημένοι και ψάχνουν τις απαντήσεις σε αυτούς που υπόσχονται εθνικά μεγαλεία και βεβαίως εκδίκηση απέναντι σε αυτούς που ευθύνονται», «Η Αριστερά οφείλει να μιλήσει ξανά στη γλώσσα των ανθρώπων που εκπροσωπεί»).
Αυτή είναι η ανάλυση του πρωθυπουργού που επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία και την οποία οι σύντροφοί του που ήταν παλαιά στο ΚΚΕ εσωτ. και διάβαζαν και κανένα βιβλίο φιλοσοφίας, ιστορίας, κοινωνιολογίας ή ευρωπαϊκού μαρξισμού, θα χλεύαζαν κάποτε ως απλοϊκή και μανιχαϊστική. (Θα είχαν διαβάσει π.χ. τον αριστερό και μαρξιστή Ερικ Χομπσμπάουμ που έλεγε ότι οι γόνοι των ανώτερων τάξεων στη Βρετανία βάδισαν πρώτοι στις μάχες του Α’ ΠΠ και χάθηκαν, σε μεγάλους αριθμούς, από τα εχθρικά πυρά.) Οχι πλέον, διότι απολαμβάνουν και αυτοί τα προνόμια της ισοπεδωτικής τους δημαγωγίας.
Τι κάνει με αυτή την ανάλυση ο πρωθυπουργός; Πρώτον, καθιστά υπεύθυνες για τον φασισμό και τον ναζισμό τις κυρίαρχες ελίτ και τους τεχνοκράτες. Οι φασίστες απλώς ήρθαν να εκφράσουν τα ένστικτα εκδίκησης. Τους απαλλάσσει από τις βαριές τους ευθύνες. Δεύτερον, καλεί την Αριστερά και τους σοσιαλδημοκράτες να πάρουν αυτοί τη θέση των φασιστών. Να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι, οι αριστεροί, τα ένστικτα εκδίκησης εναντίον των ελίτ διότι αυτοί είναι καλοί ενώ οι ακροδεξιοί κακοί. Είναι καλοί ό,τι κι αν κάνουν. Αλλωστε μίλησε για γονιδίωμα της Αριστεράς.
Είναι καλοί ακόμη κι αν κυβερνούν και συμμαχούν με ακροδεξιούς, ακόμη κι αν πλειοδοτούν στις εύκολες απαντήσεις, αυτές που έλεγε στο Παρίσι πως δίνουν οι ακροδεξιοί: «Οταν σήμερα υπάρχει κόσμος που χάνει τη δουλειά του, χάνει το σπίτι του, χάνει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς, χάνει το όραμά του για το αύριο, είναι δεδομένο ότι αυτός ο κόσμος θα αρχίσει να εμπιστεύεται αυτούς που του δίνουν εύκολες απαντήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν θα εμπιστευτεί αυτούς που αισθάνονται ότι ευθύνονται γι’ αυτό. Και αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται και μεγαλώνει το αβγό του φιδιού, δηλαδή η Ακροδεξιά…».
Δεν ήταν εύκολη η απάντηση που έδινε ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα καταργήσει τα µνηµόνια µε έναν νόµο και µε ένα άρθρο; Δεν ήταν εύκολη απάντηση ότι θα αυξήσει τον κατώτατο µισθό; Οτι θα δώσει τη 13η σύνταξη; Οτι θα καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ; Οτι θα χτυπάει τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές; Οτι θα µας παρακαλάνε να µας δανείσουν; Εύκολες ήταν όλες αυτές οι απαντήσεις, στα ένστικτα του κόσµου απευθύνονταν, αλλά τις έδινε η Αριστερά του Αλέξη Τσίπρα και έτσι αυτές δεν ήταν κακές, ήταν καλές. Απέκρουσαν την Ακροδεξιά και έφεραν την Αριστερά του Αλ. Τσίπρα στην εξουσία. Αλλά, τι ειρωνεία! Ξέχασε να πει στους γερµανούς σοσιαλδηµοκράτες που τον άκουγαν ότι µαζί του στην εξουσία βρέθηκε και η Ακροδεξιά, µε δική του καθαρή επιλογή, εκείνη η Ακροδεξιά που έδινε τις ίδιες εύκολες απαντήσεις µε αυτόν, γι’ αυτό άλλωστε ταίριαξαν. Ξέχασε επίσης να πει στο Παρίσι ότι η διαίρεση της κοινωνίας που απέδωσε στους ακροδεξιούς ήταν και δικό του επίτευγµα. Το κόµµα του και οι σύµµαχοί του δεν λοιδορούσαν, δεν προπηλάκιζαν, δεν ασκούσαν ακόµη και βία σε αυτούς που ονόµαζαν γερµανοτσολιάδες και εχθρούς;
Τι άλλο λέει η ανάλυση του πρωθυπουργού; Οτι από τη µια µεριά είναι η Αριστερά µε τους συµµάχους της, τους σοσιαλιστές, τους σοσιαλδηµοκράτες και τους οικολόγους, και από την άλλη µεριά η ακροδεξιά και οι εθνικιστές. Δεν υπάρχει τίποτε στο ενδιάµεσο. ‘Η θα είσαι ακροδεξιός δηµαγωγός ή δηµαγωγός α λα Τσίπρα, και η πολιτική δεν θα είναι παρά ένας αγώνας εκµετάλλευσης των φοβιών και των ενστίκτων του πλήθους.
Πέρα από αυτή την αρχαϊκή και επικίνδυνη σύλληψη, αντάξια των απλουστεύσεων των πιο άναρθρων δηµαγωγών, ο κ. Τσίπρας είπε στο SPD ότι η επιλογή της ρήξης µε την ευρωζώνη και την Ευρώπη, η απειλή για αποχώρηση και επιστροφή στη δραχµή, ήταν µια καταστροφική επιλογή επενδυµένη «µε δήθεν προοδευτικό και επαναστατικό αριστερό µανδύα». Δεν την πήρε, είπε, γιατί σκέφτηκε µε καθαρό µυαλό. Ξέχασε όµως να πει ότι αυτή η καταστροφολογική επιλογή επενδυµένη µε δήθεν προοδευτικό και επαναστατικό αριστερό µανδύα ήταν δική του επιλογή, του κόµµατός του, την οποία εγκατέλειψε όταν συνειδητοποίησε πως (µε τα λόγια του υπουργού του Ευκλείδη Τσακαλώτου): «Αυτό που θεωρούσαµε εµείς ρίσκο για την ευρωζώνη, και εποµένως διαπραγµατευτικό όπλο για µας, αποτελούσε επιθυµία του κ. Σόιµπλε». Και µπόρεσε να την εγκαταλείψει διότι τον στήριξε η δηµοκρατική αντιπολίτευση στη Βουλή, τα κόµµατα δηλαδή που δεν είχαν αυταπάτες για τις καταστροφικές συνέπειες της επιλογής µε την οποία έπαιζαν αµέριµνα και ανεύθυνα ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του.
Στο Παρίσι µίλησε για «ξεκάθαρη αναλογία» ανάµεσα σε όσα συνέβησαν στον Μεσοπόλεµο µε τη σύστοιχη άνοδο δεινών και φασισµού, και σε όσα συµβαίνουν σήµερα. Μίλησε για ιστορικό ντετερµινισµό τον οποίο αν θέλουµε, είπε, µπορούµε να απορρίψουµε φιλοσοφικά αλλά δύσκολα µπορούµε να αγνοήσουµε πολιτικά. Φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός πιστεύει στην ύπαρξη νόµων στην ιστορία, σαν τους νόµους που υπάρχουν στη φυσική που λένε πώς συµπεριφέρονται πάντα τα σώµατα. Θέλει να πει πως αν οι συνθήκες είναι ίδιες, θα συµβούν τα ίδια πράγµατα. Αλλά δεν είναι µεγάλη ασέβεια να λες ότι είναι ίδιες οι συνθήκες της εποµένης του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου µε τα εκατοµµύρια των νεκρών, τα εκατοµµύρια των αναπήρων, τις προσαρτήσεις εδαφών, την πείνα και τη διάλυση κρατών µε τις πολιτικές λιτότητας των µνηµονίων; Αλλά πώς να το σκεφτεί όταν δεν είχε κανέναν ενδοιασµό να µιλά για ανθρωπιστική κρίση σε µια χώρα στον πυρήνα της ΕΕ; Τέλος, πώς γίνεται να αµφισβητείς φιλοσοφικά µια φιλοσοφική θέση, αυτή του ιστορικού ντετερµινισµού (που λέει ότι η εξέλιξη της ιστορίας είναι πλήρως προσδιορισµένη), και εν τούτοις να την παίρνεις στα σοβαρά πολιτικά; Δηλαδή αµφισβητείς ότι ισχύει αλλά λες, δεν ξέρεις τι γίνεται, µπορεί και να ισχύει, ας πάρω τα µέτρα µου; Ας την πιστέψουµε γιατί µπορεί να κάνω λάθος; Γιατί όµως να την πιστέψουµε; Μήπως απλώς επειδή βολεύει;
Αυτό είναι το θέµα. Ο κ. Τσίπρας λέει σε κάθε ακροατήριο ό,τι ακριβώς τον βολεύει. Χωρίς αξίες και χωρίς αρχές, αναµασώντας και επαναλαµβάνοντας ξεβαµµένα και αφελή ιδεολογικά ράκη.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.