Απεξάρτηση από τα ασιατικά τσιπάκια θέλει ο Μπάιντεν
Ο Αμερικανός πρόεδρος αναβάθμισε την έλλειψη ημιαγωγών σε απειλή και επενδύει $50 δισ. στον κλάδο για τις υποδομές της καθημερινότητάς μας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Λένε ότι ζούμε στην ψηφιακή εποχή. Αλλά ψηφιακή εποχή δίχως τσιπάκια δεν νοείται. Υπό μια έννοια λοιπόν η παγκόσμια έλλειψη ημιαγωγών που έχει προκαλέσει την επιβράδυνση, ακόμα και την αναστολή της παραγωγής ορισμένων μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, συνιστά απειλή για τον τεχνολογικό μας πολιτισμό. Ευλόγως ο Τζο Μπάιντεν αναβάθμισε την έλλειψη ημιαγωγών σε απειλή για τις υποδομές της καθημερινότητάς μας. Και, έχοντας εξαγγείλει επενδύσεις τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις αμερικανικές υποδομές, συμπεριέλαβε και τα τσιπάκια σ’ αυτές.
Ελλειψη εξαρτημάτων
«Ολα αυτά τα τσιπάκια, τα «γουάφερς», οι μπαταρίες, τα ευρυζωνικά, είναι υποδομές. Και εμείς εκείνο που χρειαζόμαστε είναι να χτίσουμε τις υποδομές τού σήμερα, όχι να μπαλώσουμε τις υποδομές τού χθες. Το σχέδιο που προτείνω θα λειτουργήσει προστατευτικά για τις προμηθευτικές αλυσίδες και θα αναζωογονήσει την αμερικανική βιομηχανία» είπε ο αμερικανός πρόεδρος στην τηλεδιάσκεψη που είχε την περασμένη Δευτέρα με κορυφαία στελέχη μεγάλων ομίλων που δραστηριοποιούνται σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, από τις ηλεκτρονικές συσκευές ευρείας κατανάλωσης, τον κλάδο του φαρμάκου και βεβαίως την αυτοκινητοβιομηχανία, που εξαιτίας της έλλειψης εξαρτημάτων αναγκάστηκε να κλείσει προσωρινά γραμμές παραγωγής.
Παραγωγή στις ΗΠΑ
Τι προτείνει όμως ο πρόεδρος; Πρόθεσή του είναι από το πακέτο των 2,25 τρισ. δολαρίων για τις υποδομές των ΗΠΑ, που εξήγγειλε, να βάλει στην άκρη 50 δισ. δολάρια για τη στήριξη του κλάδου των ημιαγωγών. Εμφαση θα δοθεί στην επέκταση της παραγωγής στις ΗΠΑ προκειμένου να περιοριστεί η μεγάλη εξάρτηση που έχει σήμερα η χώρα και οι βιομηχανίες της από τα τσιπάκια που κατασκευάζονται στην Ιαπωνία, στη Νότια Κορέα, στην Ταϊβάν και βεβαίως στην Κίνα. Θα δημιουργηθούν νέα εργοστάσια κατασκευής ημιαγωγών επί αμερικανικού εδάφους, ενώ θα δοθούν εγγυήσεις δανείων στις ήδη λειτουργούσες εταιρείες για να αυξήσουν τις γραμμές παραγωγής τους.
Προσωπική επαφή
Περίπου 20 διευθύνοντες σύμβουλοι συμμετείχαν στην τηλεδιάσκεψη με στελέχη του Λευκού Οίκου και με τον πρόεδρο Μπάιντεν βεβαίως. Μεταξύ αυτών η Μαίρη Μπάρα της General Motors, ο Τζιμ Φάρλεϊ της Ford Motor, ο Κάρλος Ταβάρες της Stellantis (είναι ο νέος γίγαντας στον κλάδο του αυτοκινήτου που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση της ιταλο-αμερικανικής Fiat Chrysler και του γαλλικού ομίλου PSA), ο Σουντάρ Πιτσάι της Alphabet (μητρική της Google), ο Πατ Τζέλσιντζερ της Intel. Συμμετείχαν επίσης εκπρόσωποι της Taiwan Semiconductor Manufacturing Company, της Samsung, της HP και άλλων τεχνολογικών γιγάντων.
Ο Μπάιντεν ήθελε «να ακούσει απευθείας από τις επιχειρήσεις τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να μάθει από πρώτο χέρι πώς θα ήταν δυνατόν να βοηθηθούν περισσότερο» όπως εξήγησε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκη. Η συνάντηση δεν έγινε για να εκδοθεί κάποια ανακοίνωση ή για να ληφθούν αποφάσεις, είπε η Ψάκη. Πρόθεση του προέδρου ήταν «να εμπλακεί προσωπικά στη συζήτηση για την υπέρβαση του προβλήματος».
Λιγότεραοχήματα
Μόνον η General Motors και η Ford θα υποστούν ενδεχομένως συνολικές απώλειες 4,5 δισ. δολαρίων στον τζίρο τους τη χρονιά αυτή εξαιτίας της έλλειψης εξαρτημάτων για τα αυτοκίνητά τους. «Η GM είναι ευγνώμων για την υποστήριξη της διακυβέρνησης Μπάιντεν στην κρίσιμη αυτή περίοδο που διανύει η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία» ανακοίνωσε η αμερικανική εταιρεία μετά το πέρας της τηλεδιάσκεψης. Σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών J.D. Power, τα διαθέσιμα των επιχειρήσεων του κλάδου θα μειωθούν κατά περίπου 1 εκατομμύριο οχήματα εφέτος, συγκριτικά με τις άλλες χρονιές.
Αύξηση των τιμών
Οι ελλείψεις ημιαγωγών και εν γένει εξαρτημάτων υψηλής τεχνολογίας έχουν επιπτώσεις και στον καταναλωτή, καθώς οι τιμές των αυτοκινήτων έχουν αυξηθεί σε επίπεδα-ρεκόρ και αγγίζουν τις 40.000 δολάρια κατά μέσον όρο, σύμφωνα με έρευνα της IHS Markit. Το πρόβλημα των ελλείψεων ημιαγωγών δεν πρόκειται πάντως να αντιμετωπιστεί σύντομα. Πιθανότατα η κρίση θα επεκταθεί και το 2022, εκτιμούν οι ειδικοί, διότι θα πρέπει να δημιουργηθούν εργαστήρια με συνθήκες αποστείρωσης σαν κι αυτές των φαρμακευτικών εταιρειών, κάτι που είναι και κοστοβόρο και χρονοβόρο.
Διασώσεις Air Canada και Air France με το βλέμμα στις… κάλπες
Οικονομική βοήθεια ύψους 5,9 δισ. καναδικών δολαρίων (σχεδόν 4 δισ. ευρώ) συμφώνησε την περασμένη Δευτέρα να παράσχει στον παραπαίοντα εθνικό αερομεταφορέα του Καναδά Air Canada η κυβέρνηση του Τζάστιν Τριντό. Ο καναδός πρωθυπουργός ενέκρινε επίσης δάνειο C$1 δισ. (665 εκατ. ευρώ) στην εταιρεία, ενώ αποφάσισε να εξαγοράσει η κυβέρνηση μετοχές αξίας C$500 εκατ. (333 εκατ. ευρώ) με discount 14,2% – μερίδιο περίπου 6%.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρατική αρωγή που έχει χορηγηθεί προσώρας σε καναδική επιχείρηση που επλήγη από την πανδημική κρίση, αφού ο ίδιος ο Τριντό και το Φιλελεύθερο Κόμμα κατηγορήθηκαν ευθέως από την αντιπολίτευση για ολιγωρία, αφήνοντας την Air Canada να φθάσει στα πρόθυρα της πτώχευσης. Η μεγαλύτερη καναδική αεροπορική εταιρεία, που μείωσε πέρυσι κατά το ήμισυ το εργατικό της δυναμικό (έκανε 20.000 απολύσεις), διαπραγματευόταν επί μήνες με την κυβέρνηση της Οτάβα για ένα πακέτο βοήθειας. Τον Φεβρουάριο ανακοίνωσε για το 2020 καθαρές ζημιές C$4,65 δισ. δολαρίων (3 δισ. ευρώ), ενώ το 2019 είχε κέρδη C$1,48 δισ. δολ. (1 δισ. ευρώ).
Πρωτοβουλίες Μακρόν
Οι αερομεταφορές έχουν νευραλγικό συγκοινωνιακό ρόλο στον αχανή Καναδά – είναι η δεύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο – και η Air Canada ανακοίνωσε ότι θα επαναλειτουργήσει σχεδόν όλες τις γραμμές που έχει αναστείλει λόγω της COVID-19. Μετά τις πρωτοβουλίες αυτές φουντώνουν οι φήμες ότι ο Τριντό θα προκηρύξει εκλογές εντός του 2021.
Στη Γαλλία κάλπες θα στηθούν το 2022 και η αύξηση του κρατικού μεριδίου στην Air France, την οποία αποφάσισε στις αρχές Απριλίου η κυβέρνηση του Παρισιού, σίγουρα δεν θα αξιοποιηθεί πολιτικά από τον δεδηλωμένο πολέμιο του κρατικού παρεμβατισμού, Εμανουέλ Μακρόν. Ενδεχόμενο κατάρρευσης όμως του αερομεταφορέα σίγουρα θα έβλαπτε πολύ περισσότερο τον γάλλο πρόεδρο, που θα κληθεί και πάλι να αντιμετωπίσει την ακροδεξιά λαϊκίστρια Μαρίν Λεπέν. Η γαλλική κυβέρνηση κατέχει πλέον μερίδιο 14,3% στην Air France, αλλά ο υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να φτάσει η συμμετοχή στο 29,9%.

