«Ανυπομονώ να έρθω ξανά στην Ιθάκη»
Ο ελληνικής καταγωγής αυστραλός συγγραφέας ενθουσίασε τους κριτικούς με το «Lucky’s», το πρώτο μυθιστόρημά του, στο οποίο ζωντανεύει το άγνωστο σε εμάς σύμπαν των Greek cafes της μακρινής χώρας
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ως «μια saga που πρέπει να διαβάσει κανείς οπωσδήποτε» χαρακτήρισε πριν από λίγο καιρό η έγκριτη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» το ντεμπούτο του ελληνικής καταγωγής Αντριου Πίππος στη λογοτεχνική σκηνή της Αυστραλίας. Πράγματι, το μυθιστόρημα «Lucky’s» αποτελεί ένα απολαυστικό ανάγνωσμα που ζωντανεύει με ρέουσα αφήγηση και έντονο συναισθηματικό αντίκτυπο τον κόσμο των ελληνικών καφεστιατορίων της τόσο μακρινής χώρας, ενός θεσμού που κυριάρχησε στην εκεί δημόσια ζωή για κάποιες δεκαετίες, μέχρι να ατονήσει η σημασία του και να αντικατασταθεί από πιο μοντέρνες αλυσίδες καταστημάτων εστίασης. Ο συγγραφέας πιάνει στο πολυεπίπεδο πόνημά του το νήμα της πλοκής από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και φτάνει μέχρι τα πρώτα χρόνια των 00s εξερευνώντας πολλά και ποικίλα θέματα: από τα ιδιωτικά δράματα της ελληνικής Διασποράς και την ξεπερασμένη τοξική αρρενωπότητα των συμπατριωτών μας μεταναστών μέχρι την οπλοκατοχή και τα σύνθετα ζητήματα της σύγχρονης ζωής. Ο Πίππος, οι ρίζες του οποίου εντοπίζονται στην Ιθάκη, έκανε πρώτα μια αξιοσημείωτη πορεία στον χώρο της δημοσιογραφίας (συνεργαζόμενος με το δημοφιλές αυστραλιανό έντυπο «The Australian» και με τη βρετανική εφημερίδα «The Independent») και ζει στο Σίδνεϊ με τη σύντροφο και την τετράχρονη κόρη τους διδάσκοντας Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας της πόλης. Το σύμπαν που περιγράφει στο βιβλίο του το γνωρίζει καλά, καθώς μεγάλωσε μέσα στο οικογενειακό «Café De-Luxe». Χαρισματικός και ευχάριστος συνομιλητής, έδωσε τη συνέντευξή του μέσω της πλατφόρμας Ζoom. Η συζήτησή μας έκλεισε με την ευχή να μεταφραστεί σύντομα το βιβλίο του στα ελληνικά.
Διάβασα σε μια συνέντευξη που δώσατε ότι σας πήρε οκτώ χρόνια για να γράψετε το μυθιστόρημά σας. Είναι αλήθεια;
«Περίπου. Αυτό που ήξερα από την αρχή είναι ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να διαδραματίζεται στον χώρο των ελληνικών καφέ της Αυστραλίας. Πάντα έβρισκα ενδιαφέροντες τους ανθρώπους που παλεύουν για κάτι και με συναρπάζει το πώς διαχειρίζονται την επιτυχία και την αποτυχία. Ηθελα επίσης η ιστορία μου να καλύπτει ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης των Ελλήνων μέχρι την κατάσταση σήμερα. Μέσα σε αυτά τα οκτώ χρόνια συνέβησαν πολλά που κατά περιόδους αποσπούσαν την προσοχή μου από το γράψιμο: άρχισα να διδάσκω στο πανεπιστήμιο, ο πατέρας μου αρρώστησε και πέθανε, απέκτησα παιδί, τελείωσα το διδακτορικό μου. Εμπαινε στη μέση η ζωή εν ολίγοις».
Γράφετε στο βιβλίο σας για τα ελληνικά καφεστιατόρια της Αυστραλίας. Η οικογένειά σας ήταν ιδιοκτήτρια μιας τέτοιας επιχείρησης. Τι θυμάστε πιο έντονα από το «Café De-Luxe»;
«Είναι πολλές οι αναμνήσεις. Οι εικόνες που μου έρχονται αμέσως στο μυαλό είναι το ασπρόμαυρο μωσαϊκό, η αρ ντεκόρ διακόσμηση, η γιαγιά μου που επέβλεπε τα πάντα, οι λεμονιές και οι κληματαριές και μια τεράστια ελιά που είχαμε φυτέψει στην αυλή. Τα καφέ αυτά έκλειναν στις 9 και τότε βάζαμε τα τραπέζια στο κέντρο του χώρου και τρώγαμε το φαγητό που είχε ετοιμαστεί κατά τη διάρκεια της μέρας, παστιτσάδα και σαβόρο και όλα αυτά τα πιάτα που είναι τόσο σημαντικά για όσους έχουν καταγωγή από την Ιθάκη και τα οποία μαγειρεύω ακόμη και σήμερα. Εκεί άκουσα τις πρώτες ιστορίες: για παλιούς προγόνους, για συγγενείς που ζούσαν ακόμη στο νησί, για φίλους και γείτονες. Ετσι έμαθα για τη ζωή, οι ιστορίες αυτές δημιούργησαν ένα πλαίσιο κατανόησης του κόσμου».
Ξέρετε, σχεδόν σοκαρίστηκα όταν συνειδητοποίησα χάρη στο βιβλίο σας ότι τα φαγητά που μόλις μου αναφέρατε δεν πωλούνταν σε αυτά τα μέρη.
«Ναι, δεν υπήρχε ελληνικό φαγητό στο μενού. Πρόκειται για συνέπεια της ιστορικής περιόδου που αποκαλείται από τους ιστορικούς ως assimilation era (εποχή της αφομοίωσης). Οι επιχειρήσεις αυτές δεν σέρβιραν ελληνικό φαγητό όπως θα φανταζόταν κανείς. Οι αρχές και ο ντόπιος λευκός πληθυσμός ενθάρρυναν τους μετανάστες να γίνουν πολύ anglo».
Στον τόπο καταγωγής σας, την Ιθάκη, έχετε πάει;
«Φυσικά. Πολλές φορές. Η οικογένεια Πίππου έχει καταγωγή από το Βαθύ, υπάρχουν πολλοί συνεπώνυμοί μου εκεί. Το επίθετό μας λεγόταν αρχικά Ασπρογέρακας και προερχόταν από τη Νότια Κεφαλλονιά. Σε κάποιον πρόγονό μου έμεινε το παρατσούκλι Πίππος επειδή φώναζε στις πάπιες του «πιπ, πιπ» όταν τις τάιζε. Η Ιθάκη είναι πανέμορφο νησί και γαλήνιο. Διαθέτει φυσικά τον δικό του χαρακτήρα και κάποιους ιδιωματισμούς, φωνάζουν για παράδειγμα τις γιαγιάδες «νόνα» εκεί. Οταν ήμουν παιδί, την αντιμετώπιζα ως έναν ιδεατό προορισμό. Υπήρχε η προσωπική μου σύνδεση με το μέρος, αλλά και ο συμβολισμός που έχει η Ιθάκη για τον δυτικό πολιτισμό. Ανυπομονώ να τελειώσει αυτή η ιστορία με τον κορωνοϊό για να μπορέσω να ξαναταξιδέψω εκεί».
Καταλαβαίνω ότι δίνετε μεγάλη βαρύτητα στην ελληνική καταγωγή σας παρ’ όλο που η μητέρα σας δεν είναι Ελληνίδα…
«Είναι σύνθετο το ζήτημα της ταυτότητας. Η μητέρα μου είναι από τη Βόρεια Ιρλανδία. Οποτε επισκεπτόμασταν την πατρίδα της, ένιωθα παραξενα. Τα φαινόμενα βίας και η έντονη στρατιωτική παρουσία με αποξένωναν από αυτή την πλευρά της οικογένειάς μου. Αισθανόμουν ανέκαθεν κομμάτι της ελληνικής κοινότητας, η Ελλάδα μου προκαλούσε ανέκαθεν περισσότερη οικειότητα. Παρ’ όλο που δεν ήμουν ποτέ θρήσκος, με συγκινεί η ορθόδοξη εικονογραφία. Το τοπίο, η ελληνική λογοτεχνία, η κουλτούρα, οι γεύσεις, όλα αυτά με αγγίζουν συναισθηματικά».
Ποιες είναι οι πιο δομικές επιρροές σας από την ελληνική γραμματεία;
«Οσον αφορά το αρχαίο δράμα, σίγουρα με εντυπωσίασε πολύ ο Σοφοκλής, τον διάβασα στα 15 μου και είχε φοβερή επίδραση στην κοσμοθεωρία μου. Θα πρέπει να αναφέρω επίσης τα ομηρικά έπη, τα οποία έχω προσπαθήσει να διαβάσω και στο πρωτότυπο αλλά δεν τα κατάφερα. Αγαπώ πολύ τη Σαπφώ, ίσως να υπήρξε η πιο σημαντική από όλους. Αν πάμε στον 20ό αιώνα, θα σας αναφέρω δύο ποιητές, τον Ρίτσο και τον Καβάφη. Πέρασα μια περίοδο που εντρύφησα στο έργο του Σεφέρη, αλλά τώρα μου φαίνεται ελαφρώς πομπώδης – το λέω με επιφύλαξη αυτό γιατί τα ελληνικά μου δεν είναι αρκετά καλά και μπορεί να ευθύνεται για αυτή μου την αίσθηση ο τρόπος με τον οποίο έχουν μεταφραστεί τα ποιήματά του».
Ποιους άλλους συγγραφείς θαυμάζετε;
«Η αγία τριάδα μου απαρτίζεται από Εβραίους της Αμερικής. Λατρεύω τον Σολ Μπέλοου, ξέρω ότι υπάρχει μια προβληματική αντιμετώπιση από μέρους του απέναντι στους Αφροαμερικανούς και στις γυναίκες, όμως η τεχνική του είναι ιδιοφυής. Ο τρόπος με τον οποίο εντάσσει τη συνείδηση των ηρώων στην πλοκή των βιβλίων του και η ενέργεια της πρόζας του με καθηλώνουν, είναι τόσο υπέροχη εμπειρία η ανάγνωση των δημιουργιών του. Φυσικά, δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω τον Φίλιπ Ροθ, τα μυθιστορήματα που έγραψε στα 90s, με αποκορύφωμα «Το Θέατρο του Σάμπαθ» και την άτυπη αμερικανική τριλογία του (σ.σ. εννοεί το «Αμερικανικό ειδύλλιο», το «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή» και «Το ανθρώπινο στίγμα»), είναι αριστουργηματικά έργα. Θαυμάζω επίσης τη Σίνθια Οζικ, μια φοβερή στυλίστρια της γραφής, υπεύθυνη για κάποιες από τις πιο κομψές, πιο όμορφες προτάσεις».
Γνωρίζατε ανέκαθεν ότι θα στρεφόσασταν στη λογοτεχνία;
«Ναι, το ήξερα. Ηθελα από πολύ μικρός να γίνω συγγραφέας, γνώριζα ωστόσο ότι ο δρόμος θα ήταν μακρύς. Την πρώτη φορά που είχα ένα διήγημα έτοιμο ήμουν 21 ετών – το έστειλα σε ένα έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό και δημοσιεύτηκε. Χάρηκα φυσικά, αλλά ένιωθα ότι δεν είχα φανερώσει όλες μου τις δυνατότητες, ήθελα να γίνω καλύτερος. Ολες τις άλλες δουλειές τις αντιμετώπιζα απλώς ως σκαλοπάτια που θα με οδηγούσαν στον τελικό μου στόχο.Οταν άρχισα να δουλεύω στο πανεπιστήμιο, βρέθηκα σε ένα περιβάλλον πιο φιλικό για έναν επίδοξο λογοτέχνη. Διδάσκω μιλώντας όλη μέρα για βιβλία. Η απαρχή βεβαίως έγινε με τις αφηγήσεις των συγγενών μου για τα διάφορα ευτράπελα που έζησαν ή τις παλιές οικογενειακές ιστορίες.Η εμπλοκή με τη συγγραφή ήταν πολύ φυσική εξέλιξη για εμένα. Η αγάπη μου για τη λογοτεχνία έχει δώσει νόημα και δομή στη ζωή μου και το γράψιμο έχει υπάρξει καλός φίλος για εμένα. Μπορούσα πάντα να καθίσω και να δουλέψω το μυθιστόρημά μου ακόμη και όταν συνέβαινε κάτι πολύ δυσάρεστο στη ζωή μου. Ηθελα πάντα να συνεισφέρω με τον τρόπο μου σε αυτή τη μορφή τέχνης που εμένα μου έχει χαρίσει τόσα πολλά».
Γράφετε ήδη το επόμενο βιβλίο σας;
«Ναι. Δεν πρόκειται για μυθοπλασία. Γράφω για τον ετεροθαλή αδελφό μου, την ύπαρξη του οποίου πληροφορήθηκα μετά τον θάνατο του πατέρα μου. Είναι μισός Ελληνας, μισός Αβορίγινας και έψαχνε για τους βιολογικούς γονείς του για πολλά χρόνια. Τον είχε υιοθετήσει μια καλή οικογένεια, αλλά είχε πάντοτε την ανάγκη να μάθει από πού προέρχεται. Οταν εντόπισε τελικά τον πατέρα μας, αυτός ήταν ετοιμοθάνατος και τελικά ποτέ δεν γνωρίστηκαν. Μοιάζουν στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά, είναι σχεδόν αφύσικη η ομοιότητά τους, τους διακρίνει η ίδια αίσθηση του χιούμορ, έχουν κοινά γνωρίσματα στη συμπεριφορά, θα είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι είναι κρίμα που δεν πέρασαν χρόνο μαζί. Ο πατέρας μου είχε πάντοτε ανάγκη από κάποιον που να του μοιάζει και έχω την αίσθηση ότι ένιωθε λίγη μοναξιά – εγώ είμαι πολύ διαφορετικός από εκείνον».
Πώς επηρέασε η πανδημία την κυκλοφορία του βιβλίου σας;
«Δεν μπόρεσα να κάνω περιοδεία προώθησης, όπως ήταν προγραμματισμένο. Ομως οι αναγνώστες στέλνουν μηνύματα στους λογαριασμούς μου στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή επιστολές στον εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάζομαι και έχω εκπλαγεί από την ανταπόκριση. Είναι απίστευτο το πώς ο κόσμος που επινόησα έχει ζωντανέψει και στη φαντασία άλλων ανθρώπων. Με συγκινεί πολύ αυτή η αλληλεπίδραση, είναι μαγική».
Τα ελληνικά καφέ της Αυστραλίας
Οσοι θελήσουν να βυθιστούν – με αφορμή το βιβλίο του Πίππος – στο σύμπαν των ελληνικών καφεστιατορίων της Αυστραλίας, ας ψάξουν το λεύκωμα «Greek Cafés & Milk Bars of Australia» της φωτογράφου Εφης Αλεξάκη και του ιστορικού Λέοναρντ Γιανισιέφσκι, το οποίο εκδόθηκε το 2016 και βασίζεται σε ενδελεχή έρευνα που κράτησε σχεδόν τριάντα χρόνια. Οι δημιουργοί του ταξίδεψαν σε τέσσερις ηπείρους και πραγματοποίησαν 2.000 συνεντεύξεις προκειμένου να συγκεντρώσουν υλικό σχετικό με τις επιχειρήσεις αυτές που αποτέλεσαν μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας αυτής της τόσο μακρινής χώρας επί αρκετές δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τα μέρη αυτά, ένα παράξενο υβρίδιο αμερικανικού diner και ελληνικού καφενείου, υπήρξαν τόσο δημοφιλή και πανταχού παρόντα που μεταμόρφωσαν τελικά τις διατροφικές συνήθειες των Αυστραλών εθίζοντάς τους στα ice cream sundaes, στα μπέργκερ, στο σοκολατούχο γάλα και στα μιλκσέικ. Η καλαίσθητη έκδοση δεν αποτυπώνει μόνο μια ολόκληρη εποχή αλλά χάρη στα ντοκουμέντα που χρησιμοποιεί συγκινεί υπενθυμίζοντας τι πέρασαν τόσοι Ελληνες που άφησαν την πατρίδα τους ταξιδεύοντας μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου με εισιτήριο χωρίς επιστροφή μέχρι να καταφέρουν να σταθούν στα πόδια τους, να προκόψουν και να δώσουν εν συνεχεία δουλειά και ψωμί σε συγγενείς και άλλους συμπατριώτες τους που εγκατέλειψαν με τη σειρά τους τη ρημαγμένη και φτωχική χώρα μας με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.

