«Αντιλαμβανόμουντα πάντα, αλλά δεν μπορούσανα κάνω τίποτα»

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η αφήγησή του κόβεται συχνά από τον βήχα. Κατάλοιπο από την περιπέτειά του με τον κορωνοϊό. Ο ταξιδιωτικός συντάκτης Πάνος Γεωργιάδης, 55 ετών, ζει στο Κιλκίς, είναι ένας άνθρωπος που αγαπά το περπάτημα – 10 χλμ. κάθε μέρα – δεν καπνίζει. Το μόνο που είχε, αλλεργικό άσθμα. Σε αυτό «πάτησε» ο SARS-CoV-2. Ο δεξιός του πνεύμονας έπαψε να λειτουργεί. Μεταφέρθηκε ημιλιπόθυμος στο νοσοκομείο του Κιλκίς, αρχές Νοεμβρίου και από εκεί, ως παλιός αξιωματικός στις ειδικές δυνάμεις, στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου διασωληνώθηκε έπειτα από μια μέρα. Μπήκε σε καταστολή για 5 μέρες στη ΜΕΘ. Δεν θυμάται πολλά. «Μόνο ότι έβλεπα όνειρα. Θυμάμαι μόνο το τελευταίο. Βρισκόμουνα στην Κίνα, σε ένα παραδεισένιο μέρος. Ενιωθα, όμως, ότι κάτι δεν μου αρέσει. Τότε αισθάνθηκα ότι πνίγομαι και ακούω μια φωνή που μου λέει: «Κύριε Γεωργιάδη κάνε υπομονή, τώρα βγάζουμε τον σωλήνα». Την ώρα που μου βγάζουν τον σωλήνα, βλέπω τον εαυτό μου από πάνω με έναν κόκκινο προβολέα, ανθρώπους με μάσκες και μου βγάζουν ένα καλωδιάκι. Κι αναρωτιέμαι: το φαντάστηκα, το έζησα, φεύγει η ψυχή μου; Οταν το συζήτησα μετά με κάτι φίλους που πιστεύουν βαθιά – εγώ δεν είμαι τόσο πολύ – μου είπαν: «Σε κάνανε βόλτα οι άγγελοι αλλά δεν πήγαν πολύ βαθιά». Τέλος πάντων, μόλις βγήκε ο σωλήνας, ένιωσα απίστευτη ανακούφιση. Μου λέει ο γιατρός «αν με ακούς, κούνα το κεφάλι σου. Είσαι ο Παναγιώτης Γεωργιάδης;». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είμαι ανάπηρος, δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν μπορούσα να μιλήσω, ήμουν άφωνος. Κουνάω το κεφάλι μου. Μου λέει: «Καλώς γύρισες πίσω». Δεν πιστεύω αυτό που ακούω και σκέφτομαι: γιατί, πού πήγα; Μετά μου έβαλαν μια ολομέτωπη μάσκα. Ενιωθα να πνίγομαι. Προσπάθησα να τη βγάλω. Ηταν, όμως, αδύνατον να κουνηθώ. Είπα στον εαυτό μου: ηρέμησε. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν μια έντονη δίψα. Πρέπει να πέρασα κρίσεις πανικού, σοκ… δεν ξέρω. Είχα «πατώσει» ψυχολογικά».
«Εβλεπα σιλουέτες»
Οταν τον ρωτάμε εάν καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του, εάν είχε αίσθηση του χώρου και της πραγματικότητας «έβλεπα σιλουέτες και άκουγα φωνές», απαντά. «Εχετε δει την ταινία «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του»; Αυτό ήμουν, ένας εγκέφαλος που αντιλαμβανόταν τα πάντα αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Αρχισα να παρακολουθώ τις συζητήσεις. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσες ανθρώπινες ιστορίες άκουσα από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές… Ιστορίες ανθρώπων που ήταν μέσα στην πηγή του κακού. Αυτοί είναι ήρωες. Κάποια στιγμή με αφορμή μια κουβέντα που άκουσα από έναν γιατρό είπα στον εαυτό μου: Παναγιώτη κάνε κουράγιο. Θα κάνεις κι εσύ αυτό που κάνουν οι γιατροί: θα το πιεις αυτό το ποτήρι με αξιοπρέπεια. Και κύλησε στο μάγουλό μου ένα δάκρυ, ήταν η εκτόνωση. Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι η μάχη της μοναξιάς· δεν υπήρχε ένας δικός μου άνθρωπος να σκουπίσει αυτό το δάκρυ, να με φροντίσει. Σε αυτή την ασθένεια από τη στιγμή που θα τη μάθεις, από τη στιγμή που θα πας στο νοσοκομείο, στην Εντατική, όταν γίνεις καλά ή και τη στιγμή που θα χάνεις τη μάχη για τη ζωή σου, θα την περάσεις μόνος σου, χωρίς την παρουσία κάποιου δικού σου…».
Οσο για τον πόνο, «Δεν πονούσα», λέει, «μόνο ένιωθα δυσφορία από τη δίψα, τη μάσκα και την ακινησία. Ο μοναδικός πόνος που ένιωθα στην Εντατική ήταν τα συνεχή τσιμπήματα, για να μετρήσουν τα αέρια μέσα στο αίμα μου, όπως άκουγα. Μια δυσάρεστη εμπειρία αφού με τη βελόνα σού «σκαλίζουν» τις φλέβες…».
Η ανεξίτηλη στιγμή
Από όλη αυτή την περιπέτεια υπάρχει μία στιγμή, υπάρχει μια εικόνα που έχει καταγραφεί έντονα στον νου και την ψυχή του και δεν πρόκειται, όπως λέει, να ξεθωριάσει: «Λίγο πριν βγω από την Εντατική, ήρθε μια νοσοκόμα και με πάνινα μαντιλάκια άρχισε να μου καθαρίζει το στόμα – είχε ξεραθεί εντελώς. Οι δυο σταγόνες νερό που πρωτακούμπησαν στα χείλη μου… Πω πω!, σαν να μου χάρισαν όλο τον κόσμο. Μετά, άρχισε να καθαρίζει τον λαιμό μου, τα χέρια μου. Ενιωθα την απόλυτη κάθαρση, σαν να καθάριζε την ψυχή μου. Δεν θα ξεχάσω επίσης, την πρώτη μέρα που με έβαλαν σε θάλαμο και μου έφεραν σούπα. Δεν πεινούσα. Μου λέει μια νοσοκόμα (και με συγκίνησε): «Θέλεις να σε ταΐσω;». Δεν μπορούσα να μιλήσω, πρέπει να ψέλλισα ναι. Και με παίρνει αγκαλιά σαν να ήμουνα μωρό και μου δίνει 4 κουταλιές. Ενιωσα για πρώτη φορά μια γεύση, λέω επανέρχομαι στον κανονικό κόσμο…».

