Η λογοτεχνία απαιτεί ο Σταύρος Ψυχάρης κατά την κρίσιμη στιγμή της νεότητάς του που αποφάσισε ότι τελικά θα γίνει δημοσιογράφος και όχι αρχιτέκτονας, να είπε πάνω από τον Λυκαβηττό κοιτάζοντας την Αθήνα «À nous deux maintenant !» – «Θα τα πούμε οι δυο μας τώρα!» – όπως, κατά τον Μπαλζάκ στον Père Goriot, έκανε στην ίδια ηλικία ο Ευγένιος ντε Ραστινιάκ. Το βλέμμα του είχε κολλήσει στην κολόνα της πλατείας Βαντόμ και στον θόλο του Μεγάρου των Απομάχων, μας λέει ο Μπαλζάκ: «Εκεί βρισκόταν ο υπέροχος κόσμος που ήθελε να εισχωρήσει».

Ο Ψυχάρης ατένιζε το τρίγωνο της εξουσίας που σχημάτιζαν οι πλατείες Συντάγματος – Κολωνακίου – Κλαυθμώνος.

Εισχώρησε σχεδόν αμέσως: η οικογενειακή σχέση με την Αριστερά τού άνοιξε το 1964 τις πόρτες της δημοσιογραφικής προπαίδειας στη «Δημοκρατική Αλλαγή», που ήταν κάπου κοντά στην Ομόνοια, και σύντομα στην «Αυγή» που βρισκόταν στο «τρίγωνο», απέναντι από την Παλαιά Βουλή, δύο βήματα ακριβώς απόσταση από το «Εθνος» των Νικολόπουλων και «Το Βήμα» των Λαμπράκηδων, που τα έκανε πολύ εύκολα ο Σταύρος Ψυχάρης. Το 1983 έγινε διευθυντής του «Βήματος», για να αποτελέσει επί 20 χρόνια μέλος της αγίας τριάδας Λαμπράκης – Καραπαναγιώτης – Ψυχάρης, που έγινε μετά δυαρχία Λαμπράκης – Ψυχάρης, για να καταλήξει το 2009, όταν πια ήταν πολύ αργά, μοναδικός και αναμφισβήτητος κύριος του ΔΟΛ, του περιώνυμου «Συγκροτήματος».

Εγινε διευθυντής χάρη βέβαια στην αναμφισβήτητη δημοσιογραφική του αξία που την επικύρωνε συνεχώς με αποκλειστικά ρεπορτάζ και βιβλία: η αξία του ρεπόρτερ κρίνεται από την αξία των πηγών του και ο Ψυχάρης είχε καταφέρει να έχει την εμπιστοσύνη των μεγάλων πολιτικών της εποχής εκείνης: Κωνσταντίνου Καραμανλή, Γεωργίου Αβέρωφ, Ανδρέα Παπανδρέου, Χαρίλαου Φλωράκη. Τους σεβόταν, όπως και τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Κώστα  Σημίτη – τους νεότερους τους αντιμετώπισε ως ισότιμους συνομιλητές, και αυτό δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Η αγαπημένη τιμωρία του Ψυχάρη προς τους πολιτικούς δεν ήταν οι ύβρεις και οι κραυγές, ήταν κάτι σαν damnatio memoriae, η μη αναφορά του ονόματός τους στα ρεπορτάζ του «Βήματος»: ήσαν «κομμένοι» ώσπου να αποκατασταθούν οι σχέσεις. Οι οποίες κατά κανόνα είχαν χαλάσει εξαιτίας της ειδησεογραφίας του «Βήματος», που συνήθως δεν ήταν τόσο μεροληπτική όσο ισχυρίζονταν οι πολιτικοί.

Αλλά έγινε διευθυντής επειδή επίσης είχε καταφέρει το 1980 – χάρη και στις σχέσεις του με την Αριστερά που ήλεγχε τα συνδικάτα – να λύσει το κρίσιμο πρόβλημα της μετάβασης των εφημερίδων στις «νέες τεχνολογίες», στη φωτοσύνθεση, στην οποία αντιδρούσαν οι λινοτύπες, πανίσχυρο οικογενειοκρατούμενο συνδικάτο. Ο ίδιος πάντα σεβόταν την ΕΣΗΕΑ, δεν τον θυμάμαι να ασκεί πιέσεις για να μη γίνει απεργία. Δεν ήταν γενναιόδωρος στους μισθούς, έκανε όμως ό,τι μπορούσε – όταν πλησίαζε η τελευτή του ΔΟΛ – να μην τους μειώσει και να μην κάνει απολύσεις.

Φυσικά, έγινε διευθυντής του «Βήματος» και alter ego του Λαμπράκη αντιπαλεύοντας με άλλους που διεκδικούσαν τις ίδιες θέσεις – ήταν εξαιρετικά ανταγωνιστικός ο Σταύρος Ψυχάρης, διεκδικούσε πολλά, συνεχώς, αλλά από τους ισότιμους ή τους ανώτερους. Δεν ήταν ανασφαλής να φοβάται για τη θέση του, έδινε ευκαιρίες σε όσους είχαν προσόντα. Ούτε σταδιοδρόμησε, όπως οι δεύτερης κατηγορίας προσωπικότητες, καλοπιάνοντας τους ισχυρούς και ποδοπατώντας τους ανίσχυρους – σε ομότιμούς του έχει κάνει κακό, εντός και εκτός ΔΟΛ. Αλλά δημιούργησε πολύ περισσότερους εχθρούς από όσους έβλαψε: ο φθόνος για την επιτυχία του έτρεφε το μίσος παλαιών συναδέλφων του δημοσιογράφων.

Ομως στα μέσα επικοινωνίας η επιτυχία και η αξία των ανθρώπων δεν κρίνονται από τα παιχνίδια εξουσίας, τις προσωπικές συγκρούσεις και τις παράλληλες «δουλειές» αλλά από τη συνεισφορά τους στην πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Ο Ψυχάρης κατά τη δεκαετία του 1990 – όταν πια ο Λαμπράκης νοιαζόταν πρωτίστως για το Μέγαρο Μουσικής – με βασικούς συνεργάτες τον Χρήστο Μεμή και τον Βασίλη Μουλόπουλο είχαν φτιάξει την καλύτερη, νομίζω, ελληνική εφημερίδα που ήταν ταυτόχρονα και πρώτη σε κυκλοφορία.

Η ύλη του «Βήματος» συνεχώς εμπλουτιζόταν: «Ανάπτυξη», «Νέες Εποχές», «Βιβλία», «Βημαγκαζίνο», «Science»: «Το Βήμα» ήταν και παραμένει η μοναδική εφημερίδα που διαθέτει ένθετο για την επιστήμη – το ίδρυσε και διηύθυνε με μεγάλη επιτυχία για χρόνια πολλά η Χριστίνα Τσούτσουρα-Ψυχάρη. Και ο ΔΟΛ θα είναι συνεχώς ανοιχτός στις εκάστοτε νέες τεχνολογίες με την ίδρυση του πρωτοποριακού in.gr και την ιντερνετική έκδοση του «Βήματος» και των «Νέων».

Αυτή είναι η προσφορά του Σταύρου Ψυχάρη στον πολιτισμό, στην πολιτική, στην οικονομία, στην κοινωνία: «Το Βήμα», οι άνθρωποί του, η παραγωγή τους, η στάση τους απέναντι στις εξουσίες. Ο  ίδιος ήταν προσωπικός φίλος του Μιλτιάδη Εβερτ (θα τον αποκαλέσει «πρωθυπουργό εν αναμονή» το 1996) και του Αντώνη Σαμαρά: το 1993 θα πάει στα εγκαίνια των γραφείων της Πολιτικής Ανοιξης στην οδό Πανδρόσου («που είναι ο δρόμος των παλιατζίδικων», θα του υπενθυμίσω με κακία). Αλλά τις προσωπικές του αρέσκειες (περιλαμβανομένης της θρησκευτικής του πίστης) ή απαρέσκειες δεν τις επιβάλλει στην εφημερίδα. Σεβόταν τη δουλειά των ρεπόρτερ – κυρίως την ελευθερία των αρθρογράφων γιατί ήξερε πως αλλιώς η αρθρογραφία δεν έχει νόημα. Ο ίδιος διαβαζόταν κάθε Κυριακή περισσότερο από κάθε άλλον: όλοι ήθελαν να μάθουν «τι λέει ο Ψυχάρης» για να ψυχανεμιστούν, πίστευαν, τις πολιτικές εξελίξεις που τις καθοδηγούσαν οι μυθικές συνωμοσίες των Λαμπράκη – Ψυχάρη.

Από την άλλη όμως, σε όλη τη δεκαετία του 1990 η ποιότητα και το μέλλον του Τύπου συνολικά υπονομευόταν από τις περίφημες «προσφορές» που έκαναν τότε όλες οι εφημερίδες. Τον πρώτο λόγο δεν τον έχουν πια οι δημοσιογράφοι, αλλά οι του «εμπορικού τμήματος» και οι διαφημιστές που θέτουν τους δικούς τους όρους μορφής και περιεχομένου των εντύπων – και ο Σταύρος Ψυχάρης από ένα σημείο και μετά είναι κοντύτερα σε αυτούς παρά στους δημοσιογράφους.

Οι εφημερίδες είναι πλούσιες: οι μεγάλοι εκδότες (Λαμπράκης, Τεγόπουλος, Αλαφούζος,  Μπόμπολας, Βαρδινογιάννης) έχουν άφθονα κεφάλαια κατά τη δεκαετία του 1990· καταρχήν από τα διαφημιστικά έσοδα και την είσοδο στο χρηματιστήριο του Mega, στη συνέχεια από την εισαγωγή των ίδιων των δημοσιογραφικών ομίλων στο χρηματιστήριο. Η «φούσκα» του 1998-2000 επιτρέπει να συγκεντρωθούν τεράστια κεφάλαια τα οποία πετιούνται από το παράθυρο σε χαρτί πολυσέλιδων εκδόσεων, σε άστοχες επενδύσεις, σε γιγαντιαία πιεστήρια που υπολειτουργούν, σε προσλήψεις για να ικανοποιηθεί ο γιγαντισμός. «Εχω να φροντίσω για το ψωμί 3.000 ανθρώπων» έλεγε ο Ψυχάρης το 2004, όταν φύγαμε από το τρίγωνο και μετακομίσαμε στη Μιχαλακοπούλου. Και για το παντεσπάνι τους και για το ουίσκι τους.

Δεν είναι τυχαίο που οι εφημερίδες η μία μετά την άλλη αποχωρούν από το τρίγωνο Σύνταγμα – Κολωνάκι – Κλαυθμώνος με τελευταία τα φύλλα του ΔΟΛ το 2004, ενώ στον ίδιο χώρο οι τράπεζες συνεχώς επεκτείνονται. Οι μεγάλοι οίκοι, και ο ίδιος ο Σταύρος Ψυχάρης προσωπικά, έχουν γίνει θύματα της απλόχερης χρηματοδότησης των τραπεζών πριν ακόμη ξεσπάσει η πανελλήνια κρίση του 2010.

Οταν ο Μπαλζάκ πέθανε αφήνοντας ανολοκλήρωτη την «Ανθρώπινη Κωμωδία», o Ευγένιος ντε Ραστινιάκ ήταν 50 χρόνων και μας τον είχε περιγράψει πάμπλουτο, διάσημο, περιζήτητο. Οπως ήταν και ο πενηντάχρονος Ψυχάρης το 1995. Τι έγινε ο Ραστινιάκ στα 70 του δεν θα το μάθουμε ποτέ.