Η Ευρωπαϊκή Ενωση κλονίζεται, η Τουρκία αυξάνει μέρα με τη μέρα τις απειλές της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια έχει εγκαινιασθεί ένας νέος κύκλος αστάθειας με τις υπόγειες επεμβάσεις της Ρωσίας, ενώ οι ελληνοαλβανικές σχέσεις έχουν οδηγηθεί και αυτές σε νέα ένταση. Και όλα αυτά τη στιγμή που το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, κατ’ εξοχήν αρμόδιο για να αντιμετωπίσει τις κρίσεις αυτές, και όχι μόνον, βρίσκεται ουσιαστικά ακέφαλο, καθώς ο Πρωθυπουργός που το έχει αναλάβει έχει τώρα άλλες προτεραιότητες, στην προσπάθειά του να πείσει ότι η οικονομία βελτιώνεται, αποβλέποντας στην άγρα ψήφων εν όψει εκλογών. Το αποτέλεσμα είναι το βάρος να έχει πέσει στον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών κ. Κατρούγκαλο, ο οποίος μπορεί να καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να ανταποκριθεί στα αυξημένα καθήκοντά του, αλλά στην ιστορία θα μείνει μάλλον ως ο υπουργός που έκοψε τις συντάξεις, παρά εκείνος που διακρίθηκε για τις διπλωματικές του αρετές.
«Ανθ’ ημών Κατρούγκαλος» λοιπόν, όπως θα μπορούσε να αναφωνήσει ο αείμνηστος Χαρίλαος Τρικούπης, αν ζούσε σήμερα. Πέρα όμως από αυτές τις μικροκακίες, το γεγονός είναι ότι εκτός από την απουσία ενός υπουργού, ο οποίος να μπορεί να ανταποκριθεί με επάρκεια στις απαιτήσεις του ρόλου του, με τις συνεχείς μετακινήσεις στο εξωτερικό (ιδιαίτερα την περίοδο αυτή στις Βρυξέλλες, όπου κρίνεται το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης), στο εσωτερικό του υπουργείου έχει παραλύσει πλήρως η Διπλωματική Υπηρεσία. Και τούτο διότι ο απελθών Νίκος Κοτζιάς φρόντισε να παραμερίσει ουσιαστικά τους διπλωματικούς υπαλλήλους, στηριζόμενος σε έναν μικρό αριθμό ημετέρων, ενώ αποδυνάμωσε και τη Γενική Επιθεώρηση, με αποτέλεσμα να απορρυθμιστεί ο θεσμικός μηχανισμός ελέγχου και εποπτείας του υπουργείου. Ετσι, μπορεί άνετα να κατηγορεί τώρα συλλήβδην τους διπλωμάτες ως εμπλεκόμενους σε ποινικές υποθέσεις, πλήττοντας και το κύρος του υπουργείου αλλά και την ελληνική εξωτερική πολιτική, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία.
Το κυριότερο όμως πρόβλημα είναι ότι οι Τούρκοι, έχοντας προφανώς αντιληφθεί αυτές τις ελληνικές αδυναμίες (μετά μάλιστα την εξαιρετικά επιπόλαιη, στο πλαίσιο του γνωστού λαϊκισμού, εξαγγελία για τα 12 μίλια) απεφάσισαν να εφαρμόσουν το ίδιο σχέδιο μονομερών διεκδικήσεων που είχαν εφαρμόσει και τη διετία 1973 – 1974, όταν την Ελλάδα κυβερνούσε η απερίγραπτη κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου. Με τη μόνη διαφορά ότι τώρα επέκτειναν τις διεκδικήσεις τους αυτές και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ετσι, η διαμάχη για τον διαμοιρασμό του ενεργειακού πλούτου της περιοχής αυτής, αντί να αποτελέσει ένα πρόσθετο κίνητρο για μια λύση του Κυπριακού, από την οποία και οι δύο Κοινότητες θα μπορούσαν να ωφεληθούν, οδηγεί σε μια νέα επικίνδυνη κρίση με άδηλη, προς το παρόν, κατάληξη. Είναι λοιπόν επιτακτικά αναγκαία η τοποθέτηση ενός ικανού υπουργού Εξωτερικών, που θα μπορέσει να χειρισθεί όλα αυτά.