Πολ Νιούμαν: Ανεξίτηλη αξία
Ενα αφιέρωμα στον άνδρα με τα γοητευτικότερα μπλε μάτια που έχουν περάσει ποτέ από τη μεγάλη οθόνη, με αφορμή τα 60 χρόνια από τότε που είπε «Ο κόσμος είναι δικός μου».
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Το 1995 διανεμήθηκε στις αίθουσες η ταινία του Ρόμπερτ Μπέντον «Δεν είμαι κορόιδο κανενός» – μετάφραση σωστή, καθώς ο ξένος τίτλος της ήταν «Nobody’s Fool». Ενας τίτλος που ίσως υπήρξε ο πιο κοντινός στην ιδιοσυγκρασία του πρωταγωνιστή αυτής της ταινίας, του Πολ Νιούμαν. Γιατί όντως ο Νιούμαν, μια σταθερή αξία του παγκόσμιου κινηματογράφου, ακόμα και σήμερα, 13 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν επέτρεψε ποτέ και σε κανέναν να τον γελάσει. Ακόμα και όταν τελικά έχανε το παιχνίδι, όπως συνέβη σε ταινίες όπως «O μεγάλος δραπέτης» («Cool Hand Luke», 1967) ή «Οι δύο ληστές» («Butch Cassidy and the Sundance Kid», 1969), ο Νιούμαν έδινε την εντύπωση ότι εκείνος ήταν που το άφησε να χαθεί. Το «τσαλακωμένο» look, το «σερνόμενο» περπάτημα, οι ενίοτε γκροτέσκ γκριμάτσες· τρόποι έκφρασης μιας αδιαφορίας, ή και ειρωνείας, μια ανεπαίσθητη επανάσταση απέναντι σε κάποιο «σύστημα» που ποτέ δεν έδειξε να χωνεύει ή και να καταλαβαίνει ακόμα.
Η πρώτη απόπειρα του Πολ Νιούμαν με την ηθοποιία στον κινηματογράφο ήταν μάλλον αποκαρδιωτική γιατί η ψευδοϊστορική «χλαμύδα» με τίτλο «Το ασημένιο δισκοπότηρο» («The Silver Chalice», 1954) υπήρξε μέγα φιάσκο. Πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα την αποκαλούσε «χειρότερη ταινία ολόκληρης της δεκαετίας του ’50». Αν όμως το «Δισκοπότηρο» υπήρξε μια δυσάρεστη ανάμνηση, δεν θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για τον μεγαλύτερο όγκο της δουλειάς του Νιούμαν που υπερβαίνει τους 55 κινηματογραφικούς τίτλους.
Βασιλιάς της τσόχας
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο 36χρονος τότε Πολ Νιούμαν ήταν ήδη σταρ, αλλά με την εξαίρεση της «Λυσσασμένης γάτας» («Cat on a Hot Tin Roof», 1958), δεν είχε παρουσιάσει κάποια πραγματικά σοβαρή προσωπική επιτυχία στον κινηματογράφο. Την ευκαιρία για κάτι τέτοιο θεώρησε ότι θα του την προσέφερε ο ρόλος ενός ατίθασου τύπου ονόματι «Γρήγορος» (Fast) Εντι Φέλσον. Και είχε δίκιο, διότι πράγματι ο θρασύς, θαρραλέος και εξαιρετικά ταλαντούχος μπιλιαρδόρος τον οποίο ο Πολ Νιούμαν υποδύθηκε το 1961 στην ταινία του Ρόμπερτ Ρόσεν «The Hustler» (διανεμήθηκε στη χώρα μας με τον τίτλο «Ο κόσμος είναι δικός μου») ήταν το πρώτο προσωπικό τζακ ποτ του. Ο ρόλος ταίριαξε γάντι στον ηθοποιό της «μεθόδου» και του Actors Studio, ενώ η ταινία του Ρόσεν, που εφέτος κλείνει 60 χρόνια, θεωρείται κλασική διότι εκτός πολλών άλλων ήταν μία από τις πρώτες που κατόρθωσαν να περιγράψουν με ρεαλιστική ακρίβεια σκηνικά του αμερικανικού υποκόσμου, όπου η κινηματογραφική κάμερα δεν ξεναγούσε συχνά τους θεατές.
Για τη σωστή χρήση της στέκας, ο Νιούμαν θεώρησε ότι στην προετοιμασία του ρόλου χρειαζόταν έναν επαγγελματία στο πλευρό του, τον οποίο βρήκε στο πρόσωπο ενός θρύλου του αμερικανικού pool, του Γουίλι Μοσκόνι. Εγινε «κολλητός» του και τον ακολουθούσε σε κάθε στέκι του χώρου. Ο Μοσκόνι ήταν που δίδαξε στον ηθοποιό την τεχνική του μπιλιαρδόρου αλλά και όλα τα χαριτωμένα κόλπα που τον βλέπουμε να κάνει πάνω στην τσόχα στην ταινία. Αδύνατος, ψηλός και λυγερός, ο Νιούμαν είχε την απαραίτητη σωματική ελαστικότητα που απαιτούσε ο ήρωας. Τίποτε στο φιλμ δεν δείχνει ψεύτικο ή επιτηδευμένο. Ο ρόλος του Γρήγορου Εντι παραμένει ένας από τους πιο σύνθετους και πληθωρικούς που έπαιξε ποτέ και ήταν εκείνος που τον έφερε πολύ κοντά στα Οσκαρ (ήταν το φαβορί τη χρονιά εκείνη), αν και το έχασε – ίσως αδίκως – από τον Μαξιμίλιαν Σελ για την πολιτικού περιεχομένου ταινία «Η δίκη της Νυρεμβέργης».
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που, χρόνια αργότερα, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου επέλεξε αυτόν τον ήρωα για να βραβεύσει τον Πολ Νιούμαν με το Οσκαρ που του άξιζε από καιρό. Στην ταινία το «Χρώμα του χρήματος» («The Color of Money», 1986), ο Μάρτιν Σκορσέζε (μεγάλος φαν του φιλμ «The Hustler»), σκηνοθέτησε τον Νιούμαν και πάλι στον ρόλο του «Γρήγορου» Εντι Φέλσον, μόνο που αυτή τη φορά ο Εντι έχει ο ίδιος έναν ταλαντούχο μαθητή στα χέρια του, τον Τομ Κρουζ, με τον οποίο εν τέλει συγκρούεται. Ανατρέχοντας στην τελετή της απονομής των Οσκαρ το 1987, όταν ο Νιούμαν κέρδισε – επιτέλους – το βραβείο Α΄ ανδρικού ρόλου, δεν θα θυμηθούμε έναν άνθρωπο που με δάκρυα ευγνωμοσύνης ευχαριστούσε ένα σύστημα που τον «εκτίμησε» ύστερα από έξι υποψηφιότητες και ένα τιμητικό βραβείο. Θα θυμηθούμε έναν υπόγεια «ατίθασο» στα λόγια τύπο, που πρώτον δεν ήταν καν παρών στην απονομή και δεύτερον μάλλον ειρωνευόταν το γεγονός ότι βραβεύθηκε. Γιατί, είπαμε, ο Πολ Νιούμαν δεν πιάστηκε ποτέ κορόιδο κανενός.
Το τυχερό του γράμμα
Την επιτυχία της ταινίας «The Ηustler» ακολούθησε το «Hud» δύο χρόνια αργότερα, το 1963, που οδήγησε και πάλι τον Νιούμαν στα Οσκαρ. Στο «Αγριος σαν θύελλα», όπως η ταινία ονομάστηκε στην Ελλάδα, ο Νιούμαν απέδειξε ότι δεν ήταν απαραιτήτως το «καλό Αμερικανάκι» με τα γλυκά γαλανά μάτια. Μπορούσε να γίνει και κακομαθημένο πλουσιόπαιδο χωρίς ίχνος ηθικής.
Ενα επίσης ενδιαφέρον trivia, όμως, σχετίζεται με το γράμμα από το οποίο ξεκινούν και οι δύο τίτλοι στα αγγλικά· το γράμμα «Η». Λόγω της επιτυχίας των δύο αυτών ταινιών ο Νιούμαν θεώρησε ότι το αγγλικό «Η» ήταν γουρλίδικο γράμμα. Πείτε το τύχη ή απλή σύμπτωση, πάντως οι τίτλοι των ταινιών του που ξεκινούσαν από «Η» είχαν επιτυχία.
Στο «Harper» του 1966 επανέφερε με επιτυχία το επάγγελμα του ιδιωτικού ντετέκτιβ στην κινηματογραφική μόδα, πολλά χρόνια μετά τα νουάρ όπου ντετέκτιβ ήταν το επάγγελμα του πρωταγωνιστή στο 90% των ταινιών. Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ντετέκτιβ του μυθιστορήματος του Ρος Μακ Ντόναλντ «Ο κινούμενος στόχος» στο οποίο η ταινία «Harper» βασίζεται, λέγεται Αρτσερ. Το ότι άλλαξε σε Χάρπερ έγινε ύστερα από προσωπική παρέμβαση του ηθοποιού (ο οποίος στο θέμα του γράμματος «Η» ήταν τρομερά προληπτικός). Το γούρι έσπασε με το «Hombre» (1967), ένα απαιτητικό γουέστερν του Μάρτιν Ριτ που όμως δεν είχε επιτυχία στα ταμεία. Ο Εντι Φέλσον και ο Λου Χάρπερ είναι οι μόνοι ήρωες της φιλμογραφίας του Νιούμαν τους οποίους ο ηθοποιός υποδύθηκε σε δύο ταινίες.
Το κοινωνικό προφίλ
Εγκατεστημένος μονίμως στο ράντσο του στην Πολιτεία του Κονέκτικατ, βορείως της Νέας Υόρκης, ο Πολ Νιούμαν από κάποια στιγμή και μετά θεωρούσε ότι η πραγματική αξία στη ζωή του βρισκόταν σε διαφορετικού τύπου θέματα και όχι στη διατήρηση του δημόσιου image του. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους επωνύμους ακτιβιστές και αφοσιώθηκε εμπράκτως στην καταπολέμηση του καρκίνου, του AΙDS και άλλων ασθενειών.
Το κτήμα του «Double H Ranch» έγινε το «στρατηγείο» μιας προσπάθειας σχετικής με τη δημιουργία κέντρων υποστήριξης για ταλαιπωρημένα παιδιά. Οι ευεργετικές κινήσεις του Νιούμαν ήταν αξιοθαύμαστες. Χωρίς κανένα απολύτως προσωπικό όφελος είχε δωρίσει 250.000 δολάρια στις Υπηρεσίες Ανθρωπιστικής Βοήθειας της Καθολικής Εκκλησίας με σκοπό τα χρήματα να διατεθούν στους πρόσφυγες του Κοσσυφοπεδίου. Ηταν φανατικός υποστηρικτής των οικογενειακών αξιών και παντρεμένος από το 1958 με την ηθοποιό Τζόαν Γούντγουορντ, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες. Η ιδιαίτερη ευαισθησία στα θέματα φιλανθρωπίας είχε βγει στην επιφάνεια το 1978, τη χρονιά που ο μοναδικός γιος του, ο Σκοτ, πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών (ο Σκοτ ήταν το ένα από τα τρία παιδιά που ο Νιούμαν είχε αποκτήσει με την πρώτη του σύζυγο, Τζάκι Γουίτ).
Ο Πολ Νιούμαν ήταν επίσης ιδιοκτήτης της Newman’s Own, εταιρείας προϊόντων μαγειρικής, εξαιρετικά δημοφιλούς στην Αμερική. Επί χρόνια, εκτός από τους αγώνες ταχύτητας είχε ως χόμπι τη μαγειρική, εφευρίσκοντας και υλοποιώντας δικές του συνταγές. Η Newman’s Own ιδρύθηκε όταν ο ηθοποιός κατάλαβε ότι εφόσον τα προϊόντα του αρέσουν σε φίλους και γνωστούς, θα μπορούσαν κάλλιστα να αρέσουν και στον υπόλοιπο κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων αυτής της κερδοφόρας επιχείρησης είχε διατεθεί σε φιλανθρωπικούς σκοπούς (περισσότερα από 550 εκατομμύρια δολάρια από το 1982 μέχρι σήμερα). Χαρακτηριστικό άλλωστε είναι το μότο της, κάτω από το χαμογελαστό σκίτσο του Νιούμαν: «All profits to charity», όλα τα κέρδη για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Το διάφανο βλέμμα
Μια αιθέριας ομορφιάς νεαρή γυναίκα μαγνητίζει το βλέμμα μας ενώ στέκεται σε έναν κυλιόμενο διάδρομο αεροδρομίου. Oμως κάποια στιγμή το μάτι μας ξεφεύγει από τη γυναίκα και πέφτει στην ανδρική φιγούρα που από την αντίθετη κατεύθυνση του ιμάντα πλησιάζει προς το μέρος της. Σταδιακά έρχονται πιο κοντά και ξάφνου ο Πολ Νιούμαν βρίσκεται μπροστά μας. Κάπως επιδεικτικά, κατεβάζει τα σκούρα γυαλιά του, οπότε τον πρώτο λόγο αποκτούν και πάλι τα διαπεραστικά μπλε μάτια του, εκείνα που επί σειρά ετών προκαλούσαν πανζουρλισμό στις γυναίκες και που κάποτε, σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα, τα μίσησε. Με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο ο Νιούμαν απομακρύνεται πάλι από τη γυναίκα κοιτάζοντάς την και χαμογελώντας αινιγματικά χωρίς να πει λέξη.
Ο Πολ Νιούμαν ήταν 70 χρόνων όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 γύρισε αυτό το διαφημιστικό σποτ για γνωστή μάρκα σαπουνιού. Εφυγε από τη ζωή 13 χρόνια αργότερα, το 2008, στα 83 του χρόνια. Να όμως που ακόμα κι εκεί, σε μια απλή διαφήμιση διάρκειας μερικών δευτερολέπτων, τον θυμάσαι καλά, όπως ακριβώς θυμάσαι όλους τους ρόλους του στον κινηματογράφο. Ηρωικός; Σαφώς και είχε πάντα τον ήρωα μέσα του. Ποτέ όμως δεν επεδίωξε να τον βγάλει προς τα έξω. Σαν να έλεγε ότι ο πραγματικός ήρωας είναι εκείνος που δεν το παραδέχεται ή δεν επιδιώκει να το δείξει. Αυτό γίνεται από μόνο του, όπως ακριβώς στη διαφήμιση του σαπουνιού, όπου ένα απλό κοντινό πλάνο του Πολ Νιούμαν κλέβει την παράσταση.

