Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Δημήτρης Αθηνάκης
Φτηνό κρεβάτι
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 84, τιμή 10 ευρώ
Αυτή είναι η τέταρτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αθηνάκη. Ο ποιητής βυθίζεται στην καθημερινότητα, σ’ ένα τοπίο φθοράς, στο φαινομενικά ασήμαντο και θεωρητικά τουλάχιστον «αντιποιητικό» – όπου μάλιστα περνούν και πρόσωπα του τηλεοπτικού κιτς και της μαζικής κουλτούρας, από την Τατιάνα Στεφανίδου ως το παλαιότερο σίριαλ του Mega Στο παρά πέντε. Το εγχείρημα θα μπορούσε να καταλήξει σε στιχουργημένη δημοσιογραφία, αλλά ο Αθηνάκης, που γνωρίζει τα media, είναι ποιητής και καταφέρνει να αντιστρέψει τον αφορισμό του Ρόμπερτ Γκρέιβς ότι χρυσό αντλεί κανείς μόνο από φλέβα χρυσού. Γιατί διαθέτει δύο σπάνια προσόντα: αίσθηση της γλώσσας και – κυρίως – τόνο φωνής.
Είναι κατόρθωμα που καταφέρνει να περνάει από τη μαζική στην υψηλή κουλτούρα και αντιστρόφως, παραπέμποντας από τη μια σε γκραφίτι και λαϊκά τραγούδια και από την άλλη στον Απόστολο Παύλο, τον Νίτσε, τον Χέγκελ, τον Σολωμό, τον Λακάν ή τον Μπέκετ. Κι αυτό γιατί καταφέρνει να τα οικειοποιείται και να τα μετακινεί στο βιωματικό πεδίο με μια δική του ρυθμική αλληλουχία όπου παρεισφρέουν κενά σιωπής, συμπληρωματικά ή ανατρεπτικά του λόγου από τον οποίο προέκυψαν, σαν να λέμε δηλαδή υποκατάστατά του. Είτε αναφέρεται στον ίδιο είτε σε άλλους, όπως στο πικρό ποίημα εκείνη όμως έμαθε της σελ. 28: « – τ’ όνομά της ήταν / Αφροδίτη ή Γεωργία ή Αναστασία / γεννημένη το ’60 / εικοσιενός χρονών κοπέλα / με μια σακούλα χάπια / το ’81 / επί Ράλλη ακόμα / όπου οι άνθρωποι έκλαιγαν αλλιώς / τόσα χρόνια μετά κανένας δεν το θυμάται / κι αυτό δεν είναι επιτάφιος / δεν είναι μνημόσυνο ούτε αφιέρωση / είναι η ιστορία εκείνης που δεν την άφησαν να μάθει / – εκείνη όμως έμαθε / και αγαπήθηκε δις πληγώθηκε μία έθαψε τρεις».
Κάθε ποίημα θα πρέπει να λέει και μια ιστορία, υποστήριζε ο Μίλτος Σαχτούρης. Κι αυτό συμβαίνει σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, όπου όμως ο Αθηνάκης λέει τις ιστορίες του με τρόπο ανατρεπτικό, κατεβάζοντας τη θερμοκρασία, σαρκάζοντας ή χρησιμοποιώντας ένα ιδιόλεκτο της πιάτσας (γράφει «παραμύθα» και όχι «παραμύθι», λ.χ.), μορφάζοντας, θα έλεγα: «τώρα όμως παίρνω χλωρίνη και / ό,τι καθαριστικό υπάρχει στο σπίτι / σκοτώνω ό,τι ζει / πετάω ό,τι σαπίζει / αρωματίζω ό,τι ζητάει σωτηρία / και βάζω σόδα και γάλα / για να ρουφήξουν κάθε μυρωδιά / κι ό,τι απέμεινε νεκρό ή σαπισμένο -».
Ενας ερωτισμός υφέρπει σε πολλά ποιήματα – που σχολιάζεται υπαινικτικά.
Αναρωτιέμαι ποιον δρόμο θα πάρει η ποίηση του Δημήτρη Αθηνάκη μετά από αυτή τη συλλογή, το καλύτερο ποίημα της οποίας είναι, νομίζω, αυτό της σελ. 38 με τίτλο μαμά, από όπου αποσπώ μερικούς από τους πιο πυκνούς και δραματικούς στίχους: «κι εκεί που πας ν’ απογαλακτιστείς / – μια επιστήμη ολόκληρη / γύρω από τη μάνα – / οι λέξεις γίνονται πράξεις / – ο Λόγος είναι Πράξη – / γίνονται το πρώτο σάπιο φρούτο / στη φρουτιέρα / που παρασύρει όλα τ’ αποκάτω / κι η φρουτιέρα γίνεται νεκροτομείο». Το ποίημα κλείνει με την παρακάτω εξαιρετική στροφή: «ναι / ήμουν πολύ φρόνιμος / μαμά / μόνο που δεν κατάλαβα ποτέ / πώς γίνεται / ο κόσμος να μοιάζει με φρουτιέρα / – σαπισμένη κι αυτή ένεκα τα σκάρτα φρούτα ενός αιώνα – / κι εσύ να συνεχίσεις να τον πλένεις». Ελπίζω πως γι’ αυτά τα «σκάρτα φρούτα ενός αιώνα» θα μας μιλήσει στα μελλοντικά του ποιήματα ο Αθηνάκης.