Ανάσταση χωρίς μπλόκα

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Πρόπερσι, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, συζητούσαμε για τα μπλόκα που είχαν στηθεί από την Τροχαίαέξω από τις μεγάλες πόλεις για να μη φύγει ο κόσμος για την επαρχία. Παρακολουθούσαμε σε απευθείας μετάδοση στην τηλεόραση τους ελέγχους στις εξόδους της Εθνικής Οδού. Ολο και κάποιος εμφανιζόταν και έπαιρνε το ρίσκο: ζητούσε κατανόηση, προσπαθούσε να εξηγήσει ότι πρέπει να πάει στην ιδιαίτερη πατρίδα του να δει τη μάνα του – η όλη ιστορία μού θύμιζε τις αιτήσεις για άδεια όταν πήγαινα στρατό. Οι διοικητές μου στις μονάδες ήταν πιο καλόβολοι από τους τροχονόμους: τα παρακάλια δεν έπιαναν – όλοι γύριζαν πίσω. Με τα χειροκροτήματά μας.
Εμείς τέτοια περιπέτεια στα μπλόκα δεν ζήσαμε. Περάσαμε το Πάσχα του πρώτου lockdown οικογενειακά με θέα την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στην οποία δεν είχαμε τη δυνατότητα ούτε κερί να ανάψουμε – τι ειρωνεία! Κοιτούσαμε το βράδυ της Ανάστασης τους λιγοστούς πιστούς που είχαν μαζευτεί έξω από αυτήν, παρά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Μετά τα μεσάνυχτα, θυμάμαι, είχε εμφανιστεί ένα περιπολικό. Δύο νεαροί αστυνομικοί είχαν ζητήσει από τον κόσμο να απομακρυνθεί ήσυχα – πράγμα του έγινε. Οι ελάχιστοι θρησκευόμενοι είχαν ακούσει το «Χριστός Ανέστη» από τα ηχεία της εκκλησίας: μαζί κι εμείς. Ολοι οι ένοικοι της πολυκατοικίας είχαν βγει στο μπαλκόνι: «Να φύγει και να μην ξανάρθει τέτοιο Πάσχα» έλεγε η Μαρία. Ξανάρθε. Πέρυσι.
Δεν ήταν το ίδιο, αλλά δεν ήταν και πολύ διαφορετικό. Τις ημέρες πριν από την περυσινή Μεγάλη Εβδομάδα υπήρχαν παραινέσεις να μην πάμε στα χωριά μας: φυσικά μετά στήθηκαν και μπλόκα. Υπακούσαμε με βαριά καρδιά. Ηθελα, θυμάμαι, να φύγω: είχα βρει και το κατάλληλο έγγραφο που μου επέτρεπε να περάσω από τα μπλόκα. Μου εξήγησαν όμως οι δικοί μου ότι δεν θα είχε νόημα να πάω πουθενά. Τα μαγαζιά ήταν και στην επαρχία κλειστά, τις συναθροίσεις, έλεγαν οι λοιμωξιολόγοι, θα ήταν καλό να τις αποφεύγαμε. Τους άκουσα. Εμεινα στην Αθήνα μαζί με τους υπόλοιπους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», εμβολιασμένος και σπίτι: κάτι σαν ιδανικός και ανάξιος εραστής. Θυμάμαι Μεγάλο Σάββατο είχαμε ξαναβγεί όλοι στο μπαλκόνι και παρακολουθούσαμε τη λειτουργία: αυτή τη φορά το πλήθος ήταν μεγάλο – όλοι οι πιστοί φορούσαν μάσκες.Αν τη χρονιά του πρώτου lockdown το μπαλκόνι μας ήταν σαν θεωρείο σε μια αόρατη Λυρική Σκηνή κι εμείς που ήμασταν σε αυτό μοιάζαμε με εξαπατημένο πλήθος που πλήρωσε εισιτήριο αλλά δεν θα δει τίποτα, τη χρονιά του δεύτερου lockdown ήμασταν οι προνομιούχοι της υπόθεσης: νιώθαμε ότι βρισκόμασταν, όχι στης εκκλησιάς την πόρτα, αλλά στα VIP της. Για κάτι ώρες είχαμε ξεχάσει τα μπλόκα. Το θέαμα αυτή τη φορά θύμιζε Πάσχα: ανελεύθερο και με περιορισμούς, αλλά και με λαμπάδες και με πολλές ευχές.
Εφέτος μπλόκα δεν υπάρχουν και φύγαμε/φεύγουμε όλοι. Ονειρευόμουν το πρώτο κανονικό Πάσχα μετά τα lockdowns κομμάτι διαφορετικά. Στο μυαλό μου όλα θα γίνονταν όπως στις αμερικανικές ταινίες καταδίωξης. Θα μας δινόταν το δικαίωμα να φύγουμε την τελευταία στιγμή.Θα περιμέναμε τη σχετική άδεια καρφωμένοι στα κινητά περιμένοντάς την. Θα διαβάζαμε μέχρι την τελευταία ώρα εκτιμήσεις και δημοσιογραφικές πληροφορίες. Θα υπήρχαν εκείνοι που πάλι θα διαφωνούσαν για την έξοδο και θα μας έλεγαν ότι θα ήταν καλύτερα να μη φύγουμε ούτε εφέτος κι ας έχουμε κάνει τρία εμβόλια, γιατί στην ύπαιθρο οι ανεμβολίαστοι είναι πολλοί και η χώρα θα κινδύνευε να μπει πάλι στη δίνη της πανδημίας. Ονειρευόμουν ότι η απόφαση που θα μας επέτρεπε να φύγουμε θα έβγαινε Μεγάλη Παρασκευή πρωί και ότι αυτομάτως θα μπαίναμε στα αυτοκίνητα, όπως οι πιλότοι της Formula 1, για να σπάσουμε τα μπλόκα στα οποία θα μας περίμεναν οι τροχονόμοι πετώντας στον αέρα τα καπέλα τους, όπως οι φαντάροι στην ανακοίνωση του τέλους του Μεγάλων Πολέμων.Φυσικά δεν έγινε τίποτα τέτοιο: η μεγάλη φυγή μας έγινε/γίνεται εφέτος χωρίς σασπένς, αφήνοντας πίσω την πόλη γνωρίζουμε πως «σαν βγούμε από αυτή τη φυλακή» στα διόδιά της κανείς δεν θα μας περιμένει – εκτός από αυτούς που κόβουν αποδείξεις και κάτι άλλους που μοιράζουν κομματικά φυλλάδια και που σε συνθήκες κανονικότηταςδεν λείπουν ποτέ. Η έξοδος δεν σημαδεύεται από ηρωικές πράξεις: μπλόκα δεν υπάρχουν.
Κι όμως, νομίζω πως μπλόκα πάντα υπάρχουν. Εντάξει, όχι εκείνα της Τροχαίας που πέρυσι και πρόπερσι είχαν χρησιμοποιηθεί για να μείνουμε σπίτι, αλλά υπάρχουν άλλα πολλά. Υπάρχουν τα μπλόκα που μας εμποδίζουν να είμαστε ειλικρινείς και να κοιταζόμαστε στα μάτια μεταξύ μας. Υπάρχουν τα μπλόκα που δεν μας αφήνουν να γνωριζόμαστε αληθινά. Υπάρχουν τα μπλόκα που μας αποτρέπουν από το να μιλάμε για τα όνειρά μας λες και για αυτά ντρεπόμαστε. Υπάρχουν τα μπλόκα που μας δυσκολεύουν να ανοίξουμε την καρδιά μας και να μοιραστούμε τα πολλά που μας βασανίζουν. Υπάρχουν τα μπλόκα που δεν τολμάμε να σπάσουμε για να πούμε ένα «μπράβο» σε όσους το αξίζουν. Υπάρχουν τα μπλόκα που μόνοι μας στήνουμε για να μην επιτρέπουμε στους άλλους να μας πλησιάσουν, περιχαρακώνοντας το βασίλειο της μοναξιάς μας. Υπάρχουν τα μπλόκα που φρενάρουν ακόμα και τα «σ’ αγαπώ» μας, που μας κάνουν ακόμα και για αυτά να φοβόμαστε κομμάτι. Και υπάρχουν και τα μπλόκα των οποίων την ύπαρξη δεν τολμάμε να παραδεχτούμε, γιατί τα στήνουμε μόνοι μας, απλά για να πείθουμε τον εαυτό μας πως αν δεν μπορούμε να χαρούμε τη ζωή όσο πρέπει, δεν φταίει η έλλειψη θάρρους που μας διακρίνει, αλλά το κακό το ριζικό μας, η μοίρα μας η κακομοίρα μας, το πεπρωμένο που είναι ο δικός μας ο σταυρός του μαρτυρίου στον μοναχικό Γολγοθά μας.
Το εφετινό Πάσχα όπου στις εθνικές οδούς δεν υπάρχουν μπλόκα, θυμηθείτε πόσο δύο χρόνια στη σειρά αυτές τις άγιες μέρες τα μπλόκα μάς βασάνισαν και πόσο τότε μισήσαμε την ύπαρξή τους ακόμα κι αν μας διαβεβαίωναν ότι στήθηκαν για το καλό μας. Θυμηθείτε αυτά τα μπλόκα ως ένα σύμβολο απομόνωσης, ως τοίχους μιας φυλακής η οποία στήθηκε για να μη γιορτάσουμε το Πάσχα μας το ελληνικό όπως πρέπει κι όπως αγαπάμε. Και εφέτος που πλέον αυτά δεν υπάρχουν, σπάστε πασχαλιάτικα τα μπλόκα του μυαλού σας και απελευθερώστε την καρδιά σας. Το Πάσχα είναι μια ελληνική ιδέα πίσω από την οποία τρέχουμε. Οχι άλλα μπλόκα, νισάφι πια…

