Aνάπτυξη, κρίση και φτωχοποίηση στην Ελλάδα

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μια διαχρονική και πολυεπίπεδη κρίση αξιών, θεσμών και παραγωγικών δομών στην ελληνική πραγματική οικονομία είχε να αντιμετωπίσει στη συνέχεια και μια πολυετή περίοδο τιμωρητικών παρεμβάσεων από τους θεσμικούς πιστωτές της.
Ενας από τους κύριους άξονες του ορισμού και της όλης συγκρότησης της πραγματικής οικονομίας εστιάζεται στα πεδία παραγωγικής εξειδίκευσής της. Σε τελική ανάλυση, είναι οι χώροι της παραγωγής και οι τρόποι άσκησης δύναμης, οικονομικής και πολιτικής, που διαμορφώνουν καταληκτικά τα πραγματικά μεγέθη αγοραίων προστιθέμενων αξιών σε διαφορετικούς οικονομικούς και κοινωνικούς χώρους.
Η παραγωγή τέτοιων προστιθέμενων αξιών δεν είναι δεδομένη ούτε αυτόματη. Αντίθετα, συγκροτείται με την ενεργοποίηση αποφάσεων και με την επιτυχή υλοποίηση επενδυτικών πρωτοβουλιών, ιδιωτικών και δημόσιων. Επίσης, προωθείται από την προγραμματισμένη στήριξη επιχειρησιακών ευκαιριών καθώς και από μηχανισμούς ανάληψης κινδύνων όπως και προστασίας από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οταν όμως η παραγωγή περιορίζεται εξαιτίας του εφαρμοζόμενου μείγματος πολιτικών ή καθίσταται αναποτελεσματική και υποβιβάζεται έναντι ανερχόμενων ανταγωνιστών, ενδέχεται να καταγράφονται γενικευμένα σημάδια συρρίκνωσης και αποδιάρθρωσης ή ακόμη και εξόδου από την ενεργό οικονομική δραστηριοποίηση.
Οι ανωτέρω όμως δυναμικές διαδικασίες δεν εξελίσσονται απομονωμένες από τα ευρύτερα περιβάλλοντα μέσα στα οποία δραστηριοποιούνται δημιουργικά οι παραγωγικοί φορείς. Επίσης, επηρεάζονται από την ποιότητα των τρόπων εταιρικής, κρατικής και ευρύτερα εθνικής διακυβέρνησής τους στην εντεινόμενη διεθνή αλληλεξάρτηση.
Στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ελλάδας, οι αναπτυξιακές εμπειρίες και οι ουσιαστικές αιτιάσεις κρίσιμων μετεξελίξεών τους απεικονίζονται αλληλένδετα σε τρεις μοναδικές επταετείς υποπεριόδους. Αυτές αναφέρονται στα έτη 1995-2001, 2002-2008 και 2010-2017. Συγχρόνως όμως καθεμία υποπερίοδος αποτυπώνει ξεχωριστές συνέπειες στη μετάλλαξη των δομών της ελληνικής οικονομίας και στην κοινωνία.
Η ολοκληρωμένη αυτή κατανόηση έχει ξεχωριστή σημασία για μια συγκριτικά μεσαίου μεγέθους οικονομία ενταγμένη στο θεσμικό περιβάλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ειδικότερα:
Ο αγροτικός τομέας χαρακτηρίζεται από αρνητικές μεταβολές στους χώρους παραγωγής εισοδημάτων σε καθεμία και, συνεπώς, στο σύνολο των ανωτέρω τριών υποπεριόδων. Ως αποτέλεσμα, προκλήθηκε σωρευτικά μια συρρίκνωση πάνω του μισού των αντίστοιχων ετήσιων επιδόσεων μεταξύ της αρχής και του τέλους της υπερεικοσαετούς περιόδου 1995-2017. Η κύρια συρρίκνωση έλαβε χώρα πριν από την έκρηξη της κρίσης.
Ο τομέας της μεταποίησης εμφανίζει πιο σύνθετες συνθήκες. Οι μεγαλύτερες θετικές μεταβολές σχετίζονται με την υποπερίοδο 1995-2001 και όχι με την αντίστοιχη της δανειακής υπερχρέωσης που ακολούθησε. Επίσης, η πρώτη υποπερίοδος ενεργοποιήθηκε αμέσως μετά την καθυστερημένη ολοκλήρωση μιας μακράς – 15ετούς – μεταβατικής περιόδου. Σε αντίθεση, στα χρόνια της πολυετούς και βίαιης λιτότητας που ακολούθησαν, οι κυρίαρχες τάσεις προστιθέμενης αξίας αποδεικνύονται έντονα αρνητικές. Από τα 23 κλαδικά συστατικά της μεταποίησης, μόνο 5 καταγράφουν μια θετική επίδοση, πρωτίστως στον αγροδιατροφικό χώρο. Τα υπόλοιπα 18 εμφανίζουν υψηλές απόλυτες και ποσοστιαίες πτώσεις.
Στον κατασκευαστικό πολυκλάδο αποτυπώνονται τα υψηλότερα ποσοστά μεταβλητότητας, με την παραγόμενη αγοραία προστιθέμενη αξία να καταγράφει αυξομειώσεις μεταξύ του +55% και του -57% ανάλογα με την υποπερίοδο αναφοράς.
Τέλος στον κυρίαρχο τριτογενή τομέα των υπηρεσιών οι προ κρίσης υποπερίοδοι παρουσιάζουν συναθροιστικά πλεονασματικές εισοδηματικές επιδόσεις. Η βασική πηγή της αύξησης ανήκει σε έναν και μοναδικό κλάδο, εκείνον της Διαχείρισης Ακίνητης Περιουσίας. Ενα σημαντικό τμήμα της μετέπειτα συνολικής συρρίκνωσης οφειλόταν κυρίως στην καθολική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και στην πρωτόγνωρη διόγκωση των φαινομένων ανεργίας – κυρίως της μακροχρόνιας – όπως και των εργαζόμενων φτωχών στον κοινωνικό ιστό της οικονομίας.
Διαχρονικά, πρωταγωνιστικό ρόλο στις ανωτέρω ποικιλόμορφες διαδικασίες κατείχαν οι αντιαναπτυξιακές επιπτώσεις ενός οργανικά δικτυωμένου πελατειακού κράτους που δεν ήταν άμοιρο ακόμη και της διαμόρφωσης συνθηκών διαφθοράς. Η συγκρότησή του εμπεδώθηκε με την προνομιακή επιδίωξη στήριξης κρατικοδίαιτων ιδιωτικών φορέων, εγχώριων και του εξωτερικού, καθώς και οργανωμένων συντεχνιών.
Συναθροιστικά και κατά τα 22 έτη 1995-2016, οι ανωτέρω συνθήκες κατέληξαν σε βαρύνουσας σημασίας διαρθρωτικούς μετασχηματισμούς. Αυτοί οδήγησαν τη χώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με μια ιστορική καμπή-ορόσημο στη μετάλλαξη των θεσμικών και των παραγωγικών της δομών. Επίσης, αν και σε περιόδους ειρήνης, η επικράτεια αναγκάστηκε να εκχωρήσει βασικά συστατικά της εθνικής της κυριαρχίας στη λήψη θεμελιακών αναπτυξιακών αποφάσεων.
Συνεπώς, η πρωτεύουσα προβληματική που εγείρεται σήμερα δεν περιορίζεται σε μια γενικευμένη ποσοτική αναφορά στο μέγεθος του κράτους με αφηρημένες προτροπές για την ανάγκη οικονομίας στο κράτος. Σε αντιδιαστολή, εστιάζεται στο είδος των παρεμβάσεων που ασκούνται στη νομή της πολιτικής εξουσίας στην οικονομία καθώς και στη συνειδητοποίηση των προτεραιοτήτων του δημόσιου συμφέροντος σε σύγχρονες κοινωνίες.
Η αντιστροφή λοιπόν τέτοιων δυσμενών συνθηκών επιβάλλει, μεταξύ άλλων κρίσιμων πρωτοβουλιών, τη συντεταγμένη θεσμική διαμόρφωση πολιτικών που απορρέουν από τη μεθοδική και ευέλικτη προώθηση ενός ενεργού αναπτυξιακού κράτους.
*Προδημοσίευση των συμπερασμάτων του βιβλίου «Πραγματική οικονομία» των Κωστή Βαΐτσου και Βλάση Μισσού που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κριτική.

