«Αναποτελεσματικά τα σενάρια περί διεμβολισμού της Κεντροαριστεράς»
Νίκος Βούτσης
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Τα σενάρια περί διεμβολισμού και αλώσεων του ΚΙΝΑΛ είναι προφανώς αναποτελεσματικά και δεν μας αφορούν, ανήκουν στην πολιτική προϊστορία της μεταπολίτευσης» δηλώνει ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης στη συνέντευξή του προς «Το Βήμα». Χαρακτηρίζει «πολιτική ανοησία και απροσχημάτιστο φλερτ με τη Δεξιά» τη ρητορική περί «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θεωρεί ότι «το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο βρίσκεται σε προφανή αμηχανία και νευρικότητα». Αναφορικά με την «πλαγιοκόπηση» του ΚΙΝΑΛ μέσω της «Γέφυρας» προσωπικοτήτων του κεντροαριστερού χώρου, επισημαίνει ότι «χρειάζονται πολλαπλές προοδευτικές «γέφυρες» ανάμεσα στις αριστερές και ευρύτερα προοδευτικές δυνάμεις για να δημιουργηθεί ο προοδευτικός πόλος με όρους ισοτιμίας και με σαφές αντινεοφιλελεύθερο και αντιδεξιό πρόταγμα».
Με αφορμή τη συζήτηση περί «πασοκοποίησης» του ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει ότι «οι ανακατατάξεις και οι μετατοπίσεις που σηματοδοτούνται και από πρόσωπα και στελέχη πολιτικών χώρων της Κεντροαριστεράς ή και της Κεντροδεξιάς με τη συστράτευσή τους στη σημερινή κυβέρνηση, ή και στον υπό-διαμόρφωση συμμαχικό προοδευτικό πόλο, δεν είναι απόρροια συνωμοσιών ή τακτικών ευτελών ανταλλαγμάτων». Σχετικά με τον χρόνο των εκλογών δηλώνει ότι αυτές θα γίνουν Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 2019, ενώ όσον αφορά τυχόν σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ για «δεξιά παρένθεση» με «όχημα» την προεδρική εκλογή του 2020, δηλώνει: «Η φιλολογία περί αριστερών ή δεξιών παρενθέσεων έχει πολλαπλά διαψευσθεί στην πράξη και δεν έχει καμία βάση και για το μέλλον».
Βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη – και τεταμένη – προεκλογική περίοδο και το ερώτημα είναι αν η χώρα μπορεί να πορεύεται έτσι για πολύ ακόμα, δεδομένου του κλίματος πολιτικής αστάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας που υπάρχει. Τι είναι αυτό που θα κρίνει τελικά την ημερομηνία των εκλογών;
«Με αφορμή τη συζήτηση που διεξήχθη για τη Συνταγματική Aναθεώρηση και ιδιαίτερα τις διατάξεις που ενισχύουν τον ρόλο του Κοινοβουλίου και τη σταθερότητα του κυβερνητικού-εκλογικού κύκλου, νομίζω ότι η παρούσα ΙΕ’ Περίοδος της Βουλής θα δώσει ένα θετικό πρόκριμα με την ολοκλήρωσή της, με βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 2019. Αλλωστε θα προηγηθούν οι – ιδιαίτερης σημασίας σε σχέση με το παρελθόν – ευρωεκλογές, με τις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές. Υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική βεβαιότητα και πολιτική σταθερότητα, σε σχέση τουλάχιστον με την πολύχρονη κρίση που σφραγίστηκε από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και από τη συνακόλουθη αστάθεια και στους δύο τομείς που όλοι ζήσαμε επί δεκαετία. Αυτή τη σταθερότητα και τη νέα ελπίδα και προσδοκία για το μέλλον η κοινωνία θα κληθεί να αποτιμήσει στην πορεία της επούλωσης των τραυμάτων και της νέας αναπτυξιακής περιόδου που έχει ήδη ξεκινήσει».
Τα δημοσκοπικά μηνύματα πάντως δεν είναι ευοίωνα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα εκλογικά σενάρια οργιάζουν…
«Ενα από τα πολλά διδάγματα της περιόδου στην οποία προαναφέρθηκα, όπου ο πολιτικός χρόνος ήταν εξαιρετικά πυκνός και οι ανακατατάξεις βίαιες τόσο για την κοινωνία όσο και για το πολιτικό σύστημα, είναι ότι οι δημοσκοπήσεις, ακόμη και όταν δεν είναι κατά παραγγελία και για δημιουργία επικοινωνιακού κλίματος, δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα, ούτε εκλέγουν κυβερνήσεις. Οποιος δεν το έχει καταλάβει ακόμη, εκτιμώ ότι θα το αντιληφθεί στο προσεχές διάστημα».
Είναι σε εξέλιξη μια προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να διεμβολίσει το ΚΙΝΑΛ. Κατηγορείστε για σχέδιο άλωσής του. Πιστεύετε ότι η στρατηγική αυτή θα σας αποφέρει εκλογικά οφέλη;
«Σε κλίμακα Ευρώπης, δηλαδή στο μεγάλο κάδρο στο οποίο ανατροφοδοτούνται και αναδιαμορφώνονται εν πολλοίς και οι διεργασίες για τη χώρα μας, υπάρχει μια δημιουργική αναζήτηση για τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου προοδευτικού πόλου. Ως ανάχωμα στους προφανείς κινδύνους που συνεπάγεται η σημαντική άνοδος των ακροδεξιών νεοφιλελεύθερων και αντιευρωπαϊκών – ξενοφοβικών δυνάμεων. Σε αυτή την προσπάθεια, πρωταγωνιστικό ρόλο έχει παίξει τόσο η ελληνική κυβέρνηση με τη διαμόρφωση «κοινωνικής ατζέντας» στη μεγάλη συζήτηση για το «Μέλλον της Ευρώπης» όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ για τη σύγκλιση με τις δυνάμεις των Πράσινων και της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχει προφανής ανάγκη για την εναρμόνιση και στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό αυτών των διεργασιών. Το δίλημμα βρίσκεται στο ΚΙΝΑΛ και στην ηγεσία του. Η πρόκληση είναι να απαντηθεί και προεκλογικά, αλλά και για τη διακυβέρνηση μετά τις εκλογές η εύλογη απαίτηση του ευρύτερου αριστερού δημοκρατικού κόσμου για μια προοδευτική εναλλακτική λύση, σε ριζική προγραμματική και ιδεολογική αντιπαράθεση με τη Δεξιά και την Ακροδεξιά. Σε ό,τι αφορά τα σενάρια περί διεμβολισμού και αλώσεων, αυτά ανήκουν στην πολιτική προϊστορία της μεταπολίτευσης. Είναι προφανώς αναποτελεσματικά και δεν μας αφορούν».
Συμμετείχατε στην εκδήλωση της «Γέφυρας» στην οποία παίρνουν μέρος και παράγοντες με αναφορές στο εκσυγχρονιστικό ΠαΣοΚ της εποχής Σημίτη, που ζητούν ευθέως από το ΚΙΝΑΛ να εγκαταλείψει την πολιτική της «στρατηγικής ήττας» του ΣΥΡΙΖΑ. Στήνεται «γέφυρα» διείσδυσης στον χώρο του ΚΙΝΑΛ;
«Χρειάζονται πολλαπλές προοδευτικές «γέφυρες» ανάμεσα στις αριστερές και ευρύτερα προοδευτικές δυνάμεις, σε όσες αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιες, για να δημιουργηθεί αυτός ο πόλος με όρους ισοτιμίας και με σαφές αντινεοφιλελεύθερο και αντιδεξιό πρόταγμα. Συγχωρέστε με, αλλά αποτελεί πολιτική ανοησία και απροσχημάτιστο φλερτ με τη Δεξιά η ρητορική που έχει αναπτυχθεί περί «στρατηγικής ήττας», ταπείνωσης και εξοβελισμού του δήθεν μη δημοκρατικού ΣΥΡΙΖΑ. Το «αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» και μάλιστα με τον μανδύα της υπεράσπισης της Δημοκρατίας (!), βρίσκεται σε προφανή αμηχανία και νευρικότητα ακριβώς γιατί εκτός των άλλων ιδιαίτερα η Συμφωνία των Πρεσπών διέλυσε κάθε προσπάθεια υγειονομικής ζώνης του κεντρώου χώρου προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ ιδιαίτερα».
Η πρόσφατη υπουργοποίηση δυο πρώην κυβερνητικών στελεχών του ΠαΣοΚ προκάλεσε αντιδράσεις ακόμη και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι οραματίζεστε το άνοιγμα προς τα κεντροαριστερά;
«Οι ανακατατάξεις και οι μετατοπίσεις που σηματοδοτούνται και από πρόσωπα και στελέχη πολιτικών χώρων της Κεντροαριστεράς ή και της Κεντροδεξιάς με τη συστράτευσή τους στη σημερινή κυβέρνηση, ή και στον υπό διαμόρφωση συμμαχικό προοδευτικό πόλο, δεν είναι απόρροια συνωμοσιών ή τακτικών ευτελών ανταλλαγμάτων. Εκτιμώ ότι συνιστούν στρατηγικές μετατοπίσεις και ανάληψη προσωπικής ευθύνης, εν όψει της μέχρι τώρα αδυναμίας της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ να εκφράσει και να απαντήσει θετικά στην προφανή πολιτική απαίτηση για τη μορφοποίηση της εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης στη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Είναι επίσης κατάφαση στο κυβερνητικό έργο που οδήγησε στην έξοδο από τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια και με ορατές κοινωνικές και οικονομικές θετικές επιδόσεις που προοιωνίζονται ένα ακόμα καλύτερο μέλλον, σε αντιπαράθεση με το ακραία νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της ΝΔ».
Πάντως κάποιοι στο κόμμα σας θεωρούν ότι αυτό δεν υπηρετεί τον στόχο συγκρότησης προοδευτικού πόλου, αλλά «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Συμμερίζεστε αυτή την ανησυχία;
«Οχι, δεν συμμερίζομαι αυτή την ανησυχία. Η σύγκλιση και η συνάντηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε κλίμακα Ευρώπης, όπως προανέφερα, αλλά και στη χώρα μας με δυνάμεις της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας, της Κεντροαριστεράς και βέβαια της Οικολογίας, είναι συστατικό στοιχείο της στρατηγικής των συμμαχιών. Είναι υπεύθυνη, ρεαλιστική προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ για το μέλλον».
Πώς σχολιάζετε τη δήλωση Λαλιώτη για την οριοθέτηση του ΚΙΝΑΛ «με όρους αντιπαράθεσης και σύγκρουσης τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τη ΝΔ»;
«Νομίζω πως είναι μια θετική επισήμανση για το ακροατήριο του κόμματος και της ευρύτερης παράταξης στο οποίο απευθύνεται ο κ. Λαλιώτης. Με την έννοια ότι προφανώς γνωρίζει και αναγνωρίζει, άρα θέλει να αποτρέψει τη βασική επιλογή προς τα δεξιά που έχει κάνει η σημερινή ηγεσία του ΚΙΝΑΛ».
Η Βουλή έχει βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα εκπέμποντας μια εικόνα αμφιλεγόμενη: διάλυση κοινοβουλευτικών ομάδων, μεταγραφές βουλευτών, δηλώσεις προκαταβολικής στήριξης νομοσχεδίων, καταγγελίες για αποστασίες κ.λπ. Σας προβληματίζει η κατάσταση αυτή;
«Προφανώς και με προβληματίζει, θεωρώ όμως ότι όλα τα φαινόμενα είναι απόρροια και οδύνες της μεταβατικής φάσης για το πολιτικό σύστημα στην πορεία αναδιαμόρφωσής του με τη νέα λαϊκή εντολή που θα δοθεί το φθινόπωρο. Βιώσαμε επί τετραετία μια οκτακομματική Βουλή με ταυτόχρονη αυξανόμενη τάση ανεξαρτητοποίησης ή μετακίνησης βουλευτών, με ύλη και ατζέντα που περιείχε, πέραν των δεσμεύσεων της δανειακής συμφωνίας, ένα πλούσιο νομοθετικό έργο. Επίσης σημειώνω την ενασχόληση τόσο με την ιστορική Συμφωνία των Πρεσπών, που δοκιμάζει οριζόντια το πολιτικό σύστημα, όσο και με το καθήκον του να καταστεί αυτή η Βουλή, μετά από δεκαετία, «προτείνουσα» για την επόμενη αναθεωρητική κατά το Σύνταγμα Βουλή που θα προκύψει από τις εκλογές. Ολα αυτά τα «πρωτοφανή», που σημειώνετε στην ερώτησή σας, είναι κυρίως απόρροια αυτών των σημαντικών διεργασιών και εξελίξεων και πολύ λιγότερο αφορούν εκφυλιστικά ή παρακμιακά φαινόμενα. Είναι σαφές ότι η χώρα μπαίνει σε προοπτική αναδιάταξης του σκηνικού και κυβερνήσεων συνεργασίας που θα οριοθετούν τις προοδευτικές σε αντίστιξη με τις συντηρητικές, δεξιές και ακροδεξιές δυνάμεις».
Δίνεται κάποιες φορές η εντύπωση ότι η Βουλή καθίσταται παρακολούθημα κεντρικών επιλογών της κυβέρνησης. Είναι έτσι;
«Η διασύνδεση των τριών ανεξάρτητων κατά το Σύνταγμα εξουσιών είναι προφανής και κατά το συνταγματικό γράμμα και βέβαια παραδοσιακά μέσα στην πολιτική πράξη. Η εναρμόνιση που επετεύχθη στην παρούσα περίοδο μέσω των θεσμικά προβλεπόμενων σχέσεων της νομοθετικής με την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία, όπως αυτή προβλέπεται, πιστεύω ότι γενικά έγινε με ικανοποιητικό τρόπο. Οπως υπηρετήθηκε με την έγκαιρη με 4/5 εκλογή των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών, με τις ακροάσεις και τις επιλογές των ανώτατων δικαστικών και βεβαίως με τον συνεχή κοινοβουλευτικό έλεγχο. Υπήρξαν και υπάρχουν αδυναμίες, ακόμη και από την αυστηρή τήρηση του Κανονισμού την οποία ακολουθήσαμε και οι οποίες εκφράστηκαν π.χ. με τη διάλυση κοινοβουλευτικών ομάδων, των οποίων τα κόμματα και οι αρχηγοί τους προέκυψαν από τη λαϊκή εντολή και προφανώς λειτουργούν στη βάση της ειδικής νομοθεσίας. Επίσης αδυναμία υπάρχει στη μη πλήρη ανταπόκριση στον Κοινοβουλευτικό Ελεγχο, όπως και στην προσθήκη, μερικές φορές, τροπολογιών που δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς. Αδυναμίες οι οποίες προφανώς υπήρχαν και στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να εργαζόμαστε όλοι ώστε κάποια στιγμή να εξαλειφθούν απολύτως».
Πάντως η αντιπολίτευση σας χρεώνει προσωπικά ευθύνη. Δέχεστε πυρά ότι λειτουργείτε ως «κομματικός Πρόεδρος».
«Θεωρώ ότι λειτουργώ με απόλυτη θεσμική προσήλωση στα πολλά καθήκοντα του ιδιαίτερα τιμητικού πολιτειακού ρόλου στον οποίο εξελέγην, τόσο στην καθαυτή νομοθετική κοινοβουλευτική δουλειά, όσο και στη διοίκηση της Βουλής και την ανάδειξη μιας σημαντικής εξωστρέφειας και ενός ευρύτερου ρόλου επαφής με την κοινωνία όλο αυτό το διάστημα. Επ’ αυτού, προφανώς, θα χρειαζόταν ένας εκτενής απολογισμός, σημειώνω όμως ως παράδειγμα ότι υπάρχει για πρώτη φορά ενιαίος, διαφανής και ψηφισμένος Κανονισμός της Βουλής και ότι έγιναν αξιοκρατικές κρίσεις κατά νόμο σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης. Εάν μερικοί ενοχλούνται για το ότι, εκ παραλλήλου, προφανώς είμαι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και έχω μια δημόσια παρουσία – όπως κάνω και τώρα με την παρούσα συνέντευξη – πιστεύω ότι έχουν λάθος. Βεβαίως παραλείψεις και αδυναμίες υπάρχουν σε αυτή την τετράχρονη θητεία, εκτιμώ όμως ότι δεν υπήρξε θεσμικό ατόπημα μέσα μάλιστα σε πολύ δύσκολες συνθήκες».
«Η φιλολογία περί αριστερών ή δεξιών παρενθέσεων έχει πολλαπλά διαψευσθεί»
Η σπουδή του Πρωθυπουργού να ανοίξει από τώρα την ονοματολογία για τον επόμενο Πρόεδρο Δημοκρατίας δείχνει ότι σας απασχολεί έντονα τι θα γίνει σε έναν χρόνο ενώ θα έχουν μεσολαβήσει οι εθνικές εκλογές. Υπάρχει στο μυαλό σας σενάριο «δεξιάς παρένθεσης»;
«Ο Πρωθυπουργός ήταν σαφής όταν απάντησε ευθέως στις αιτιάσεις και στα σενάρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θεωρώ ότι η φιλολογία περί αριστερών ή δεξιών παρενθέσεων έχει πολλαπλά διαψευσθεί στην πράξη επί τετραετία και δεν έχει καμία βάση προφανώς και για το μέλλον. Αλλωστε η πρόταση του Πρωθυπουργού, από τώρα, για τον νυν ΠτΔ Προκόπη Παυλόπουλο, νοηματοδοτεί απολύτως την ειλικρίνεια των συνταγματικών προτάσεων που υπέβαλε η σημερινή πλειοψηφία και οι οποίες θεωρώ ότι θα ψηφισθούν και πάλι στη δεύτερη ψηφοφορία στις 14 Μαρτίου».
Πώς σχολιάζετε όσα έρχονται στο φως της δημοσιότητας με τα απειλητικά SMS Καμμένου προς Κοτζιά και τις διαρκείς απειλές του πρώην κυβερνητικού σας εταίρου;
«Με τον κ. Καμμένο συμπορευτήκαμε επί τετραετία ως κυβερνητική πλειοψηφία στη βάση των προγραμματικών δηλώσεων δύο κυβερνήσεων που είχαν στο επίκεντρο την πορεία εξόδου της χώρας από τις μνημονιακές δεσμεύσεις και την αντιμετώπιση της εκτεταμένης και πολυσχιδούς διαπλοκής στον δημόσιο βίο, που ήταν άλλωστε και ένας από τους παράγοντες της χρεοκοπίας. Μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, που ήταν όμως, ως επιλογή, μέρος των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ως κατεύθυνση για να λήξει η εκκρεμότητα με τη γείτονα χώρα, για να υπάρξουν συνθήκες σταθερότητας στην περιοχή, ο κ. Καμμένος πολιτεύθηκε ανοιχτά για την αποτροπή της ψήφισης της ιστορικής αυτής Συμφωνίας. Αλλωστε ρητά ο ίδιος έχει πει – τότε και τώρα – ότι αναλάμβανε το ρίσκο της πτώσης της κυβέρνησης για να υπάρξει αυτό το αποτέλεσμα. Αυτά είναι τα γεγονότα και η πολιτική αντιπαράθεση που οδήγησε στο «πολιτικό διαζύγιο». Αρκετά στελέχη των ΑΝΕΛ δεν συμφώνησαν με αυτή την πολιτική επιλογή. Οι απειλές στον κ. Κοτζιά, εξ όσων γνωρίζω, περιλαμβάνονται στην ύλη μήνυσης που έχει καταθέσει ο ίδιος και βέβαια θα κριθούν αρμοδίως».
Σχετικά με την υπόθεση Πολάκη και τους χειρισμούς του πώς τις κρίνετε;
«Ο Παύλος Πολάκης έχει θέσει κυρίως στον τομέα της Υγείας και στα θέματα διαπλοκής και διαφθοράς, δημόσια και με τον ιδιαίτερο τρόπο του, ουσιώδη και εύστοχα ζητήματα. Πλην όμως επίσης έχει αδικήσει τον εαυτό του – και όχι μόνο – με προσωπικές αναφορές και ύφος που έδωσαν έδαφος για αντιπαράθεση αλλά και για στοχοποίηση από πλευράς της αντιπολίτευσης».
Με αφορμή το πρόσφατο δημοσίευμα του ΒΒC περί ύπαρξης «καταπιεσμένης μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, αλλά και τις αποδοκιμασίες που δέχονται στελέχη σας για τη Συμφωνία των Πρεσπών, φοβάστε το πολιτικό κόστος;
«Η Συμφωνία των Πρεσπών στο γράμμα της όπως και στο γράμμα των συνταγματικών αναδιατυπώσεων και ερμηνευτικών δηλώσεων (κατά κοινή, πιστεύω, εκτίμηση) δίνει απάντηση σε όλες τις εύλογες ευαισθησίες ή «στημένες» αιτιάσεις, κάποιες εκ των οποίων προπαγανδίζονται και από το πρόσφατο δημοσίευμα του BBC. Ολοι τώρα λοιπόν πρέπει να αναλογιστούν το εάν ήταν καλύτερο να παραμένει αυτή η εκκρεμότητα με την αναγνώριση από όλη τη Διεθνή Κοινότητα, πλην ημών βεβαίως, της γειτονικής χώρας ως Δημοκρατίας της Μακεδονίας και με την ανάπτυξη εκεί αποσταθεροποιητικών εθνικιστικών ή θρησκευτικών τόξων, από άλλες χώρες από Ανατολή και Δύση. Βεβαίως συνεχίζονται αποδοκιμασίες από μικρή μερίδα πολιτών που έχουν ακροδεξιές και επικίνδυνα εθνικιστικές, καθόλου πατριωτικές, κατά τη γνώμη μου, απόψεις και οι οποίοι είχαν προσπαθήσει να δώσουν τον τόνο και στα μεγάλα συλλαλητήρια που υπήρξαν και στα οποία συμμετείχαν προφανώς χιλιάδες συμπολίτες μας με τις δικές τους ευαισθησίες, που θεώρησαν ότι δεν είχαν απαντηθεί από το επίπεδο ενημέρωσης, πληροφόρησης και διαλόγου για αυτό το ζήτημα. Επ’ αυτού θέλω και πάλι να σημειώσω ότι η στάση των ηγεσιών της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ, που δεν είχαν προφανώς καμία αντίρρηση για το κεντρικό ονοματολογικό ζήτημα αλλά ποτέ δεν το εξέφρασαν, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την επιβίωση και ανάπτυξη επικίνδυνων ακροδεξιών, αντιδημοκρατικών συνθημάτων από δυνάμεις πέραν του συνταγματικού τόξου. Απεδείχθη όμως πως η αδράνεια και η ακινησία στο όνομα κομματικών τακτισμών δεν βοηθάνε. Αντίθετα, εν προκειμένω αναβαθμίστηκε σαφώς, εκτός των άλλων, η διεθνής θέση της χώρας».

